Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΕΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗΣ

 

 

[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 21 Μαΐου 2021]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, δοκιμιογράφος

 

 

ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΕΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗΣ

 

          Στην Εφσυν 22/4/2021 δημοσιεύσατε κείμενο του κ. Κώστα Ζουράρι που «απαντούσε» σε προηγούμενο κείμενό μου στην ίδια εφημερίδα. Όμως ο συγγραφέας στηρίζεται σε μία παρεξήγηση, αφού εξέλαβε την δουλεία υπό την φυσική της μορφή. Γι’ αυτό χρειάζονται ορισμένες διευκρινίσεις. Στο κείμενό μου δεν αναφέρομαι πουθενά στην φυσική δουλεία ή στην έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας, αλλά στην πολιτειακή (ή εθνική κατά μία έννοια) και στην πολιτική υποδούλωση. Και τα σημερινά Λεξικά αυτήν την ευρεία έννοια παραθέτουν όταν ορίζουν τον υπόδουλο:  «αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας, που υπόκειται σε ξένη κυριαρχία». Είκοσι ένας αιώνες λοιπόν ξένης κυριαρχίας. Όταν η Μακεδονική μοναρχία κατακτά τις ελληνικές πόλεις το 338 π.Χ., καταργεί την πολιτειακή τους ανεξαρτησία, την πολιτειακή τους ελευθερία. Οι πόλεις παύουν να υπάρχουν όπως υπήρχαν στο παρελθόν και είναι υπόδουλες στους Μακεδόνες. Πολλοί συγγραφείς αποτύπωσαν την δραματική υποδούλωση. Ο Λυκούργος συγκλονίζει: «Άμα γαρ ούτοι τε τον βίον μετήλλαξαν, και τα της Ελλάδος εις δουλείαν μετέπεσεν. συνετάφη γαρ τοις τούτων σώμασιν η των άλλων Ελλήνων ελευθερία».

Έτσι όταν οι Θηβαίοι επιχειρούν το 335 π.Χ. να απαλλαγούν από τους Μακεδόνες, να αποκτήσουν την πολιτειακή τους ελευθερία, τότε αυτοί τους υποτάσσουν ξανά και ισοπεδώνουν την πόλιν τους. Όταν επίσης οι Αθηναίοι επιχειρούν να απαλλαγούν από τον Μακεδονικό ζυγό το 322 π.Χ. πάλι αυτοί τους υποτάσσουν, καταργούν οριστικώς το δημοκρατικό πολίτευμα και υποβιβάζουν την πλειονότητα των μέχρι τότε ελεύθερων πολιτών σε μη πολίτες χωρίς δικαιώματα.  

            Η υποδούλωση των Ελλήνων συνεχίζεται με την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους που δίνουν την σκυτάλη τον 4ο αι. μ.Χ. στους βυζαντινούς χριστιανούς Ρωμαίους. Στην δεύτερη περίπτωση συμβαίνει επί πλέον και ο βίαιος εκχριστιανισμός των Ελλήνων και η απαγόρευση κάθε τι ελληνικού. Καταργείται η ελευθερία έκφρασης και λατρείας. Οι χριστιανοί κλείνουν όλους τους ναούς, παραδίδουν στην πυρά τα βιβλία Ελλήνων και Εθνικών διαφωνούντων (Κέλσος, Πορφύριος). Μάλιστα για το δεκαπεντάτομο έργο του δευτέρου εκδίδεται ειδικό αυτοκρατορικό διάταγμα. Όποιος επιμένει στην ελληνική θρησκεία και λατρεία διώκεται και η περιουσία του δημεύεται - «ή σιγάν ή τεθνάναι δει». Κορύφωση της ανθελληνικής εκστρατείας ήταν το βίαιο κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών το 529 μ.Χ. από τον χριστιανό Ιουστινιανό. Το «ελληνίζειν» ήταν απαγορευμένο καθόλη την διάρκεια του Βυζαντίου. Δεν υπήρχε δηλαδή καμία έννοια ατομικής ελευθερίας και δικαιωμάτων. Αν αυτή η μισαλλοδοξία και βαρβαρότητα δεν είναι καθεστώς ανελευθερίας και δουλείας, τότε τι είναι;  Αυτήν την πολιτειακή και ατομική ανελευθερία εννοούσα στο κείμενό μου.

            Εννοούσα επίσης και την πολιτική ανελευθερία που συνδέεται από τους αρχαίους χρόνους με την ανυπαρξία πολιτικού βίου και πολιτικής για την συντριπτική πλειονότητα των ατόμων. Πολιτική ανελευθερία σημαίνει κυρίως την ανυπαρξία δημοκρατίας. Ο Αριστοτέλης ορίζει την δημοκρατία ως εξής: «Δύο γαρ έστιν οις η δημοκρατία δοκεί ωρίσθαι, τω το πλείον είναι κύριον και τη ελευθερία», και συνεχίζει «Ελευθερίας δε έν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν». Δηλαδή, χωρίς την συμμετοχή όλων των πολιτών στο άρχεσθαι και άρχειν, χωρίς την άμεση συμμετοχή στην εξουσία, δεν υπάρχει (πολιτική) ελευθερία, δεν υπάρχει δημοκρατία, αλλά ολιγαρχία ή μοναρχία. Τα δύο τελευταία άλλωστε ήταν τα αντίπαλα πολιτεύματα προς την δημοκρατία, μαζί ασφαλώς με την τυραννίδα. Να διευκρινισθεί ότι όταν τα κλασικά κείμενα κάνουν λόγο για δημοκρατία, αναφέρονται σε αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε «άμεση δημοκρατία» και δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, τα οποία ουσιαστικώς είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες.

Στη βάση αυτή, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ουδόλως υπήρξε δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά ανελεύθερη μοναρχία και χριστιανική δεσποτεία. Αν σε αυτήν ορισμένες συντεχνίες είχαν κάποιο παρεμβατικό έργο, αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί δημοκρατία. Ούτε δημοκρατία σημαίνει το ότι κάποιος αυτοκράτωρ μερίμνησε με Νεαράς για βοήθεια στους πένητες ή για προστασία των αδυνάτων από τους «Δυνατούς». Το πολίτευμα παρέμενε μοναρχικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι Βυζαντινοί δεν ήξεραν τι σημαίνει δημοκρατία. Συνεπώς, είκοσι ένας αιώνες υποδούλωσης και ανελευθερίας - για την ακρίβεια είκοσι ένας και μισός.

Με άλλα λόγια, η ελευθερία έχει πολιτειακό και πολιτικό περιεχόμενο. Η απουσία της δημιουργεί καθεστώς πολιτειακής και πολιτικής δουλείας. Νομίζω αυτήν την, εν τη ευρεία εννοία, προσέγγιση  είχε και ο Αισχύλος όταν έγραφε: «ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ’ υπήκοοι», και ο Σοφοκλής: «όστις δε προς τύραννον εμπορεύεται, κείνου εστί δούλος, καν ελεύθερος μόλη». Πιο χαρακτηριστική είναι η δημόσια διακήρυξη σε επιγραφή της Πριήνης: «Ουδέν μείζον ανθρώποις Έλλησιν ελευθερίης».[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στο θέατρο του Διονύσου, στο οποίο για ένα διάστημα συνερχόταν η εκκλησία του δήμου, υπήρχε το ιερό του Διονύσου ελευθερέως. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό είναι το βιβλίο της Jacqueline de Romilly, Η αρχαία Ελλάδα σε αναζήτηση της ελευθερίας.

Τέλος να σημειώσω ότι πουθενά δεν έκανα λόγο για «ανυπαρξία ελληνικής παιδείας» που μου αποδίδει ο συγγραφέας. Είναι γνωστό ότι στο Βυζάντιο διδάσκονταν κάποια ελληνικά κείμενα. Επομένως το γραπτό του κ. Ζουράρι ελέγχεται ως προϊόν παρεξηγήσεως και εκτός θέματος.



[1] Σε μετάφραση: «Ουδενός είναι δούλοι και υπήκοοι», «Όποιος συναναστρέφεται με τύραννο, γίνεται δούλος του, ακόμη και αν πριν ήταν ελεύθερος», «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ανθρώπινο αγαθό στους Έλληνες από την ελευθερία».

 

 

 

 


Τρίτη 11 Μαΐου 2021

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1917. ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

 

[Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό: Ρωσική Επανάσταση. Κριτικές προσεγγίσεις σε μια διαρκή πρόκληση, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα, 2021]

 

 

            Γιώργος Ν. Οικονόμου

          Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1917:

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ

ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

 

Έχει γραφτεί πως κάθε ιστορία είναι και ιστορία του παρόντος. Αυτό ισχύει και για τη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Όχι μόνο γιατί η ιστοριογραφική αντιμετώπισή της αντανακλά πάντοτε τις εκάστοτε πολιτικές αντιλήψεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αλλά, κυρίως, γιατί ο σημερινός πολιτικός προσανατολισμός σε μια άλλη πολιτική και μια άλλη κοινωνία είναι αδύνατος δίχως την εξαγωγή συμπερασμάτων από την αποτυχία της Επανάστασης, δίχως τη γνώση των λόγων για την αποτυχία της. Εν προκειμένω, αποτυχία σημαίνει εκατόμβες θυμάτων που διαφωνούσαν με την μπολσεβίκικη αντίληψη και εξουσία, με τη λενινιστική πρακτική (1917-1921). Αποτυχία σημαίνει την εγκαθίδρυση ενός από τα πιο αυταρχικά, ανελεύθερα και ολοκληρωτικά καθεστώτα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, και μάλιστα στο όνομα του Μαρξ, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της αταξικής κοινωνίας. Όμως αρκετά άτομα, κοινωνικά κινήματα και πολιτικές κινήσεις συνεχίζουν να επηρεάζονται από την αριστερά, τον μαρξισμό, τις κομμουνιστικές ιδέες και κάνουν λόγο για Οκτωβριανή Επανάσταση. Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει μια συζήτηση γύρω απ’ όλα αυτά.

 

Η επανάσταση

 

Κατ’ αρχάς, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι τι σημαίνει επανάσταση. Ορίζοντάς την με έναν γενικό τρόπο, και στο πλαίσιο που πρότεινε ο Καστοριάδης, επανάσταση είναι η προσπάθεια, ο αγώνας των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων να δώσουν στον εαυτό τους την ελευθερία, να εγκαθιδρύσουν νέους θεσμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών με βάση την ισότητα και να χαράξουν  στόχους και όρια. Τέτοιες επαναστάσεις υπήρξαν: η Αγγλική (17ος αι.), η Αμερικανική, η Γαλλική (18ος αι.) και η Ρωσική, η οποία  κατεστάλη μεν αγρίως το 1905, αλλά υπήρξε νικηφόρα τον Φεβρουάριο του 1917, αφού με τη συμμετοχή του κοινωνικού πλήθους οδήγησε στην πτώση του τσαρικού καθεστώτος και στη διάνοιξη ενός άλλου ορίζοντα με ελευθερίες και δικαιώματα, άγνωστα μέχρι τότε στη Ρωσία.

Πράγματι, από τον Φεβρουάριο του 1917 άρχισε να δημιουργείται μια πρωτοφανής κι εκπληκτική πλειάδα κινήσεων και κινημάτων, τόσο από τις παραδοσιακές δυνάμεις (τα κόμματα, τα συνδικάτα, τους αντιπροσώπους) όσο κι από τη λαϊκή βάση, από τα κάτω. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση ανήκουν τα σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών, τα οποία αποτελούνταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους και δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά το 1905 από το ίδιο το κοινωνικό πλήθος. Αυτά, όμως, δεν ήταν τα μόνα σοβιέτ· δημιουργήθηκαν πολλά ακόμα, όπως σοβιέτ εργοστασιακών επιτροπών μεγάλων ή μικρών εργοστασίων, σοβιέτ αντιπροσώπων γειτονιάς, εργατικού ελέγχου, πολιτοφυλακής, επίσης κινήματα νέων και γυναικών. Συστάθηκαν, επίσης, συνοικιακές επιτροπές, απεργιακές επιτροπές, ενώσεις αλληλοβοήθειας που αποτέλεσαν ένα από τα στοιχεία του συνεταιριστικού κινήματος – το οποίο δεν ήταν χαρακτηριστικό μόνο της εργατικής τάξης. Προκηρύχθηκαν ακόμη γενικές εκλογές για τον σχηματισμό Συντακτικής Συνέλευσης τον Νοέμβριο, με δικαίωμα συμμετοχής μάλιστα και των γυναικών, πράγμα πρωτοποριακό για την εποχή. Οι εκλογές για τη Συντακτική ήταν κοινό αίτημα των σοβιέτ κι όλων των κομμάτων, των μπολσεβίκων συμπεριλαμβανομένων.[1] Επίσης, το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ (25 Οκτωβρίου 1917) κατήργησε τη θανατική ποινή. Έχει σωστά ειπωθεί ότι από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο του 1917 η Ρωσία ήταν η πιο ελεύθερη χώρα στον κόσμο.

 

Το πραξικόπημα

 

Αυτή η κατάσταση άρχισε σταδιακά να ανατρέπεται και οι εμμονές και οι ιδεοληψίες των μπολσεβίκων και του Λένιν οδήγησαν τελικά στην πιο ανελεύθερη χώρα του κόσμου. Οι μπολσεβίκοι το 1917 ήταν μειοψηφία. Πράγματι, στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ (Ιούνιος 1917) ο αριθμός των εκλεγμένων ήταν ως εξής: εσέροι 285, μενσεβίκοι 248, μπολσεβίκοι 105 (15%), διεθνιστές 32, ενωτικοί 10, τρουντόβικοι 5, σοσιαλποπουλιστές 3, αναρχικοί 1. Προκύπτουν δύο σημαντικά συμπεράσματα: πρώτον, τα πολιτικά κόμματα είχαν καταφέρει να εκμηδενίσουν την εκπροσώπηση των συνδικάτων στα σοβιέτ, των ανεξάρτητων κομματικώς ατόμων και του συνεταιριστικού κινήματος και, δεύτερον, οι μπολσεβίκοι ήταν οι ηττημένοι της εκλογικής αναμέτρησης. Εντούτοις, ο Λένιν διακήρυξε στο Συνέδριο ότι το κόμμα του ήταν έτοιμο να πάρει την εξουσία![2]

Αργότερα, οι μπολσεβίκοι είχαν κερδίσει την πλειοψηφία στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας τον Σεπτέμβριο. Στις 25 Οκτωβρίου του 1917, λοιπόν, δεκαοκτώ ημέρες πριν από τις ήδη δρομολογημένες γενικές εκλογές για τη Συντακτική, σχεδίασαν με μυστική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής μονομερή κίνηση, «πραξικόπημα», για την κατάληψη της εξουσίας. Όταν λέω πραξικόπημα δεν εννοώ μία μόνο ενέργεια, αλλά μια διαρκή πραξικοπηματική κίνηση σε πολλές φάσεις. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα·  ακολούθησαν κι άλλα.

Μετά την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων και την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης (Κερένσκι) και, επιπλέον, υπό την πίεση κομμάτων και κοινωνίας, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων διενεργεί τις προγραμματισμένες εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση (12-16 Νοεμβρίου). Εκεί, οι μπολσεβίκοι είναι δεύτερο κόμμα με διαφορά. Συγκεκριμένα: οι εσέροι έλαβαν 41%, οι μπολσεβίκοι 24%, οι καντέτ 5%, οι μενσεβίκοι 3,3% και οι υπόλοιποι 26,7%.[3]

Οι μπολσεβίκοι, παρότι μειοψηφούσαν, αντέδρασαν με σκληρά μέτρα: ανέβαλαν την πρώτη συνεδρίαση της Συντακτικής, κατήργησαν το κόμμα των καντέτ, συνέλαβαν βουλευτές και διέλυσαν με βία και πυροβολισμούς μια διαδήλωση που υποστήριζε τη Συντακτική. Αυτό ήταν το δεύτερο βήμα. Από κει και πέρα, οι μπολσεβίκοι αποφασίζουν και κυβερνούν αυθαιρέτως, χωρίς έλεγχο. Οι διαφωνούντες θα παραμεριστούν, θα εξουδετερωθούν, θα εξοντωθούν. Όταν καταλάβουμε την εξουσία δεν πρόκειται να την αφήσουμε, έλεγε και ξανάλεγε ο Λένιν πριν από τον Οκτώβριο.

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού υπήρξε καθοριστική η ίδρυση της περιβόητης πολιτικής αστυνομίας Τσεκά,  στις 7(20) Δεκεμβρίου 1917, η οποία συνδεόταν άμεσα με την κυβέρνηση των μπολσεβίκων και τον Λένιν. Οι αρμοδιότητές της περιλάμβαναν την προκαταρκτική έρευνα, τη σύλληψη, την καταδίκη και την εκτέλεση της απόφασης. Απόκτησε έτσι ανεξέλεγκτη και απόλυτη εξουσία. Ο Λένιν ήταν ο ιδρυτής της Τσεκά. Επέβλεψε ο ίδιος προσωπικά την οργάνωσή της μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και οργάνωσε τη μετέπειτα τρομοκρατία.

Την 1η Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων είχε ήδη κλείσει την εφημερίδα των μενσεβίκων. Λίγο αργότερα έκλεισε και τις υπόλοιπες αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Σύμφωνα με τον Λένιν ο αστικός τύπος έπρεπε να εξαφανισθεί.[4] Επικρατεί πια η ίδια λογική που επικράτησε και στα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα: κάθε διαφωνών είναι εχθρός, κάθε διαφορετική άποψη εχθρική. Στη λογική των μπολσεβίκων δεν υπάρχουν πια αντίπαλοι για να συζητήσουν και να διεκδικήσουν τις θέσεις τους με επιχειρήματα, με συλλογικές διαδικασίες και ψηφοφορίες, αλλά μόνο εχθροί. Όσοι δεν συμφωνούν μαζί τους είναι εχθροί τους. Και οι εχθροί πρέπει να νικηθούν, να εξοντωθούν.

Το επόμενο βήμα των μπολσεβίκων ήταν η οριστική διάλυση της Συντακτικής τον Ιανουάριο του 1918, όταν η Συνέλευση αρνήθηκε την πρότασή τους να μην αποφασίσει και να μην νομοθετήσει, αλλά να αναθέσει την εξουσία της στο Συνέδριο των Σοβιέτ, όπου οι μπολσεβίκοι πλειοψηφούσαν. Ο Λένιν χαρακτήριζε τη Συντακτική «φιλελεύθερο χωρατό». Η διάλυσή της ήταν η θανατική εκτέλεση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, όπως έγραψε η Λούξεμπουργκ.[5]

Ακολούθησαν κι άλλες κινήσεις. Πριν ακόμη απ’ την οριστική διάλυση των κομμάτων, σε ορισμένες περιπτώσεις είχε ήδη αρχίσει η πολιτική τρομοκρατία εκ μέρους των μπολσεβίκων, οι οποίοι καταχρώμενοι την αρχή της πλειοψηφίας απέκλειαν από τους τομείς εργασίας τα μέλη των άλλων κομμάτων,  των εσέρων ή των  μενσεβίκων, όπως λ.χ. στο Σαράτοφ (Φεβρουάριος 1918). Δεκτοί στο Σοβιέτ ήταν μόνο εκείνοι που αναγνώριζαν την εξουσία τους.[6]

Εν συνεχεία, οι μπολσεβίκοι απομάκρυναν από τα σοβιέτ τους εσέρους και τον Απρίλιο του 1918 συνέλαβαν 600 αναρχικούς. Τον Ιούνιο επανέφεραν την ποινή του θανάτου. Μετά τον φόνο του Γερμανού πρέσβη φον Μίρμπαχ (Ιούλιος 1918) προέβησαν σε συλλήψεις αριστερών εσέρων. Έπειτα έθεσαν εκτός νόμου τους εσέρους, το μεγαλύτερο κόμμα της Ρωσίας, και κατόπιν τους μενσεβίκους, οι οποίοι φυσικά υπέστησαν διώξεις. Είναι η γνωστή πορεία προς τον μονοκομματισμό, τη δικτατορία του Κόμματος, την επιβολή της μοναδικής αλήθειας του Κόμματος.[7]

Σιγά σιγά προέβησαν στην αφαίρεση εξουσιών από θεσμούς που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου από τον Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο. Έτσι, τα συνδικάτα  διατηρήθηκαν (μάλλον επειδή σε αυτά είχαν την πλειοψηφία οι μπολσεβίκοι), οι εργοστασιακές επιτροπές περιορίστηκαν, ενώ καταργήθηκαν τα σοβιέτ των εργοστασιακών επιτροπών και των συνοικιακών επιτροπών, η Κόκκινη Φρουρά και πολλοί άλλοι θεσμοί. Καταργήθηκαν, δηλαδή, οι θεσμοί που αρνήθηκαν την κηδεμονία των κομμάτων, κράτησαν την ανεξαρτησία τους και δεν έδωσαν στους μπολσεβίκους την πλειοψηφία. Μάλιστα, κάποιες εργοστασιακές επιτροπές είχαν προβεί σε άμεση συλλογική διεύθυνση των εργοστασίων. Οι μπολσεβίκοι επανέφεραν την ατομική διοίκηση, λ.χ. στους σιδηροδρόμους.  Οι ανατροπές αυτές και οι αντιδημοκρατικοί περιορισμοί δεν επέτρεπαν πια σε εκατομμύρια εργάτες, στρατιώτες, αγρότες κι άλλους να συμμετέχουν στις αποφάσεις και στην εξουσία.

Με τους μπολσεβίκους επήλθε μια γενική αντιστροφή των αξιών. Οι ανθρωπιστικές αξίες, καθώς επίσης οι ηθικές και πολιτικές ιδέες, εξαφανίστηκαν: το αίσθημα δικαίου, η ισότητα, η ελευθερία, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή. Η μόνη αξία ήταν η εξουσία και η διατήρησή της με την τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, τις φυλακές, τις εξορίες. ως αρχές του νέου καθεστώτος αναγορεύτηκαν η υποταγή, η πειθαρχία, η εξόντωση του αντιπάλου ως εχθρού, ο χαφιεδισμός, η ιησουίτικη αρχή «ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα». Τα στελέχη της αιμοσταγούς Τσεκά αναδείχθηκαν σε εμβληματικές φιγούρες. Έτσι, ο Ζινόβιεφ έχρισε τον Ντζερζίνσκι, τον επικεφαλής της Τσεκά, «άγιο της Επανάστασης» και το μπολσεβίκικο κράτος απέδωσε στον σαδιστή αρχιτσεκά Ουρίτσκι τις μεγαλύτερες τιμές.[8]

Όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες, οι πολιτικές κινήσεις, κινητοποιήσεις και δυναμικές –πρωτοφανείς για τη Ρωσία– υπέκυψαν στην ανελέητη συνεχή καταστολή και στον ολοκληρωτισμό των μπολσεβίκων. Όλα τέλειωσαν το 1921 με τις σφαγές στην Κροστάνδη, στην Ουκρανία (κίνημα του Μαχνό) και στο Ταμπόφ, καθώς επίσης με την εξουδετέρωση της Εργατικής Αντιπολίτευσης της Αλεξάνδρας Κολλοντάι. Το καθεστώς που τελικά σχηματίστηκε, όπως επισήμανε ήδη το 1918 η Λούξεμπουργκ, ήταν «μια δικτατορία μιας κλίκας, μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή μια δικτατορία με την αστική έννοια και με την έννοια της ιακωβίνικης κυριαρχίας».[9]

Συνεπώς, τον Οκτώβριο του 1917 δεν έγινε καμία επανάσταση, όπως διακηρύσσει η κομμουνιστική ορθοδοξία και ο αγοραίος μαρξισμός. αυτά που ακολούθησαν ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια της επανάστασης. Από τον Οκτώβριο γινόταν ένα διαρκές «πραξικόπημα», μια αντεπανάσταση των μπολσεβίκων και του Λένιν που κατήργησε την επαναστατική πορεία, η οποία είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 1917, όπως είχε γράψει ο Καστοριάδης ήδη από τη δεκαετία του ’60. Οι επαναστάσεις δεν αποφασίζονται μυστικά από την κεντρική επιτροπή ενός μόνο κόμματος, διότι τότε πρόκειται για κίνημα μονοκομματικό που ακολουθείται από τα μέλη και τους οπαδούς του και ίσως από κάποιους άλλους ακόμη· δημιουργεί, όμως, τετελεσμένα κι εκβιαστικά γεγονότα ερήμην του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Οι επαναστάσεις γίνονται από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που περιλαμβάνει συνήθως τα κατώτερα και μεσαία στρώματα κι αλλάζει τους συσχετισμούς εξουσίας προς όφελος όλης της κοινωνίας κι όχι μόνο προς όφελος ενός κόμματος, όπως έγινε με τους μπολσεβίκους.

 

Τα σοβιέτ

 

Ευλόγως τίθενται τα ερωτήματα: τι έκαναν τα σοβιέτ και πώς λειτουργούσαν; Λόγω έλλειψης χώρου, μπορούν να ειπωθούν μόνο λίγα πράγματα και μάλιστα επιγραμματικώς. Ήδη απ’ την αρχή τα σοβιέτ είχαν αποδεχτεί τον κυρίαρχο ρόλο των κομμάτων κι είχαν εκχωρήσει την εξουσία τους τόσο σε αυτά όσο και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πράγματι, λειτουργούσαν ως εξής: οι πρωτοβάθμιες συνελεύσεις  εξέλεγαν αντιπροσώπους για τo σοβιέτ, λ.χ. το Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης (δευτεροβάθμιο όργανο) κι αυτοί με τη σειρά τους εξέλεγαν την Εκτελεστική Επιτροπή (τριτοβάθμιο όργανο), όπου διορίζονταν και μέλη των κομμάτων. Η Εκτελεστική Επιτροπή είχε την ουσιαστική εξουσία. Εφόσον, όμως, κυρίαρχα σ’ αυτήν ήταν τα κόμματα, τα σοβιέτ έχασαν την αυτονομία τους ως ανεξάρτητα όργανα της βάσης και υποτάχθηκαν στα κόμματα. Έτσι, μετά τη διάλυση των κομμάτων το 1918, οι μπολσεβίκοι ήταν η μόνη δύναμη και τα χρησιμοποιούσαν για να επικυρώνουν τις αποφάσεις του κόμματος και της κυβέρνησης, κατορθώνοντας την μπολσεβικοποίηση των σοβιέτ ως εκτελεστικών οργάνων της κυβέρνησης. Ας μην ξεχνάμε πως πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης ήταν ο ίδιος ο Τρότσκι.[10]

 

Λένιν και Τρότσκι: Τα γραπτά και οι ιδέες

 

Οι αυταρχικές κι ανελεύθερες πρακτικές συνάδουν με τις θεωρητικές απόψεις του Λένιν, δηλαδή του ρεύματος που ονομάστηκε λενινισμός ή μαρξισμός-λενινισμός. Ήδη από τις αρχές του 20ού αι. παρατηρούνται στα κείμενά του οι συγκεντρωτικές, αυταρχικές, ανελεύθερες κι αντιδημοκρατικές ιδέες του. Εδώ θα περιοριστούμε σε λίγα μόνο παραδείγματα. Χαρακτηριστική περίπτωση  αποτελεί το βιβλίο του Τι να κάνουμε; (1902), στο οποίο προσπαθεί να συγκροτήσει το τέρας που λέγεται κόμμα-κράτος, κόμμα-στρατός, κόμμα-εργοστάσιο. Εκεί επινοεί τον τεϊλορισμό τέσσερα χρόνια πριν από τον Τέιλορ. Μιλάει γι’ αυστηρή διαίρεση των καθηκόντων βάσει μιας καθαρά εργαλειακής αποτελεσματικότητας. Απορρίπτει, επίσης, τις από τα κάτω μορφές οργάνωσης των εργατών σαν «παράλογη...αντίληψη περί δημοκρατίας». Ο Λένιν δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις αυτοδιαχειριστικές ικανότητες της βάσης.

Όσον αφορά στην κριτική και την ελευθερία, ο Λένιν ήταν ρητώς και κατηγορηματικώς εναντίον: «Η ελευθερία της κριτικής είναι η ελευθερία του οππορτουνισμού να φέρει μέσα στον σοσιαλισμό αστικές ιδέες και αστικά στοιχεία»·[11] ή: «Η γραφειοκρατία απέναντι στη δημοκρατία, ο συγκεντρωτισμός απέναντι στην αυτονομία: αυτή είναι η οργανωτική αρχή του επαναστατικού κόμματος απέναντι στην οργανωτική αρχή των οππορτουνιστών».[12] Και: «Όσο για την ελευθερία του λόγου πρόκειται φυσικά για μικροαστική αντίληψη. Δεν υπάρχει ελευθερία του λόγου σε επαναστατικές περιόδους».[13]

Στο Συνέδριο του (ενιαίου ακόμα) Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1903, οι μπολσεβίκοι δέχτηκαν ότι πρέπει να καταπατηθούν ελευθερίες και δικαιώματα, το απαραβίαστο της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου «για τις ανάγκες της επανάστασης, για την αλλαγή της κοινωνίας προς τον σοσιαλισμό και την απελευθέρωση του ανθρώπου».[14]

Όταν το 1905 δημιουργήθηκαν τα σοβιέτ από τα κάτω, οι μπολσεβίκοι κι ο Λένιν δεν μπόρεσαν να τα εκτιμήσουν και δυσαρεστήθηκαν. Ο Τρότσκι αφηγείται: «Η Μπολσεβίκικη Επιτροπή της Πετρούπολης κατ’ αρχάς τρόμαξε από αυτήν την καινοτομία, την ακομμάτιστη αντιπροσώπευση των μαχόμενων μαζών. Δεν βρήκε τίποτα καλύτερο να κάνει παρά να παρουσιάσει στο Σοβιέτ ένα τελεσίγραφο: να υιοθετήσει αμέσως ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ή να διαλυθεί. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης και της παράταξης των Μπολσεβίκων εργαζομένων, αγνόησε το τελεσίγραφο χωρίς κανέναν δισταγμό».[15]

Ο Λένιν ουδέποτε πήρε στα σοβαρά τον κανόνα της πλειοψηφίας, παρά μόνο στις περιπτώσεις που τον βόλευε. Τον Αύγουστο του 1917 και στο κείμενό του Συνταγματικές αυταπάτες γράφει με σαφήνεια: «Σε επαναστατικούς καιρούς δεν είναι αρκετό ν’ αναζητάς τη “θέληση της πλειοψηφίαςˮ – πρέπει να αποδειχθείς δυνατότερος στην αποφασιστική θέση. πρέπει να νικήσεις. Έχουμε δει αναρίθμητα παραδείγματα που η καλύτερα οργανωμένη, περισσότερο συνειδητή και καλύτερα οπλισμένη μειοψηφία επιβάλλει τη θέλησή της στην πλειοψηφία και τη νικά».

Στη βιογραφία του Λένιν που έγραψε ο Τρότσκι το 1924 αναφέρεται ότι όταν το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ κατήργησε την ποινή του θανάτου, ο Λένιν οργίστηκε και είπε: «Τι βλακεία, τι βλακεία! Νομίζουν ότι μπορεί να γίνει επανάσταση χωρίς τουφεκισμούς;». Ο Τρότσκι αναφέρει, επίσης, πως τις πρώτες ημέρες μετά τον σχηματισμό της μπολσεβίκικης κυβέρνησης, ο Λένιν «…εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να εντυπώσει στον καθένα την ιδέα ότι η τρομοκρατία ήταν αναπόφευκτη. Δέκα φορές την ημέρα φώναζε: “Δικτατορία; Πάμε λοιπόν!”».[16] Ο τρόπος που είχε για να εξοντώσει τους εσωκομματικούς αντιπάλους του φαίνεται από την συμπεριφορά του στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος (8-16 Μαρτίου 1921), όταν ο Λένιν κατήγγειλε την Εργατική Αντιπολίτευση ως «μικροαστικό», «επαναστατικοσυνδικαλιστικό», «αναρχικό» παρακλάδι.[17]

Τέλος, ο Λένιν δεν εκτιμούσε καθόλου τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα θεωρούσε «τυπικά» αστικά δικαιώματα, άρα θεωρούσε ότι δεν είχε και τόση σημασία εάν θα καταργούνταν. Η αντίληψη αυτή ήταν ολέθρια για την εγκαθίδρυση της μονοκομματικής κομμουνιστικής δικτατορίας.  

Τα ίδια ισχύουν και για τον Τρότσκι. τα κείμενά του βρίθουν αντιδημοκρατικών αυταρχικών κι ανελεύθερων απόψεων. Παράδειγμα, το Τρομοκρατία και κομμουνισμός (1920). Εκεί ο Τρότσκι απαντά στον Κάουτσκι, που είχε ασκήσει κριτική στους μπολσεβίκους και τον Λένιν, και τίθεται υπέρ της τρομοκρατίας κατά αντιπάλων και εχθρών και υπέρ της «επαναστατικής δικτατορίας».

Στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος, ο Τρότσκι συγκέντρωσε κι αυτός τα πυρά του κατά της Εργατικής Αντιπολίτευσης και είπε μεταξύ άλλων τα εξής φοβερά: «Έχουν προβάλει επικίνδυνα συνθήματα. Έχουν φετιχοποιήσει τις δημοκρατικές αρχές. Τοποθέτησαν το δικαίωμα των εργατών να εκλέγουν αντιπροσώπους πάνω από το Κόμμα. Λες και το Κόμμα δεν έχει δικαίωμα να επιβεβαιώσει τη δικτατορία του ακόμη κι αν αυτή η δικτατορία έρχεται προς στιγμή σε σύγκρουση με τις πρόσκαιρες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας».[18] Επίσης, ο Τρότσκι εξέφρασε την άποψη να στρατιωτικοποιηθούν τα συνδικάτα και ήταν υπέρ της καταναγκαστικής εργασίας. Χαρακτήρισε δε τους εξεγερμένους της Κροστάνδης χαφιέδες και πράκτορες του γαλλικού Επιτελείου και εν συνεχεία τους κατέσφαξε.[19]

 

Μαρξ

 

Πίσω από όλες αυτές τις αντιδημοκρατικές απόψεις και πρακτικές υπάρχουν κάποιες αντιλήψεις του Μαρξ, στις οποίες στηρίχτηκαν οι μαρξιστές Λένιν και Τρότσκι. Θεωρώ ότι οι βασικές αντιλήψεις που έπαιξαν αρνητικό ρόλο ήταν τέσσερις. Η πρώτη ήταν η θεωρία για την «υλιστική αντίληψη της ιστορίας» (ιστορικός υλισμός), όπου αναπτύσσεται μια ολική αντίληψη για την ιστορία που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Κατά τον Μαρξ, οι αντιφάσεις ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις δυνάμεις παραγωγής καθορίζουν την κοινωνική και ιστορική πορεία. Δηλαδή, εισάγει την ιστορική νομοτέλεια, την ιστορική τελεολογία: η ιστορία έχει έναν σκοπό και τείνει προς τον κομμουνισμό και την αταξική κοινωνία. Φυσικά, η ιστορία δεν έχει κανέναν σκοπό. οι κοινωνίες επιτελούν αυτά που επιθυμούν και όσα τους επιτρέπει το φαντασιακό τους.

Η δεύτερη θεωρία ήταν η περιβόητη «δικτατορία του προλεταριάτου», ένα σαφώς αντιδημοκρατικό στοιχείο που έπαιξε βασικό ρόλο· μετατράπηκε τελικά σε δικτατορία του κόμματος, το οποίο θεωρήθηκε εκφραστής και αντιπρόσωπος του προλεταριάτου. Υπάρχουν επίσης αναφορές υπέρ της δικτατορίας και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο κείμενο Η κρίση και η αντεπανάσταση (1848), όπου ο Μαρξ κατέκρινε το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης επειδή δεν άσκησε δικτατορία για να καταστρέψει την εξουσία της Πρωσικής κυβέρνησης. Γράφει συγκεκριμένα: «Κάθε προσωρινή πολιτική κατάσταση που προέρχεται από μια επανάσταση καλεί για δικτατορία, και μια ενεργητική δικτατορία».[20]

 Η τρίτη θεωρία ήταν μια κριτική πάνω στα αστικά δικαιώματα, ήδη από τα πρώτα γραπτά του Μαρξ· λόγου χάρη, στο Το εβραϊκό ζήτημα έγραφε πως τα αστικά ήταν τα δικαιώματα του «εγωιστή» ανθρώπου, χωρισμένου από τη συλλογικότητα. Αλλού γράφει πως «Οι εργάτες… πρέπει να ενεργήσουν προς την αποφασιστικότερη συγκέντρωση της βίας στα χέρια της κρατικής εξουσίας. Δεν επιτρέπεται να αφεθούν να παρασυρθούν από τα δημοκρατικά λόγια για ελευθερία του ατόμου, για αυτοδιακυβέρνηση…».[21]

Η τέταρτη ήταν η αντίληψη για τον δήθεν επιστημονικό χαρακτήρα της μαρξικής θεωρίας, όθεν και η πίστη στον «επιστημονικό σοσιαλισμό». Θεωρία-επιστήμη κι επιστημονικός σοσιαλισμός σήμαιναν ότι υπάρχει μία μοναδική αλήθεια κι όσοι διαφωνούν με αυτή πρέπει να τη γνωρίσουν διά της βίας ή να εξοντωθούν.

Αυτά τα τέσσερα στοιχεία είναι ίσως ο λόγος που από το έργο του Μαρξ απουσιάζει η αξία της δημοκρατίας, μια θεωρία άμεσης δημοκρατίας, όπως επίσης και μια θεωρία ελευθερίας και πολιτικής. Αυτές οι τέσσερις βασικές αντιλήψεις, φυσικά κι άλλες, αποτέλεσαν τη βάση του αντιδημοκρατικού προσανατολισμού του Λένιν και των μπολσεβίκων. Η έννοια της δικτατορίας ήταν απερίφραστα τμήμα της μαρξικής, λενινιστικής και τροτσκιστικής ιδεολογίας. Με τέτοια ιδεολογική σκευή ήταν σίγουρος ο θάνατος της δημοκρατίας και της ελευθερίας και η απόληξη σε ένα αντιδημοκρατικό κι ανελεύθερο καθεστώς.

 

Τα μαθήματα

 

Έτσι οδηγούμαστε στα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την αποτυχία της Ρωσικής Επανάστασης. Το πρώτο μάθημα είναι η αδυναμία των σοβιέτ να διαμορφώσουν μία αυτόνομη παρουσία και η ανάθεση των πρωτοβουλιών στα κόμματα και τους αντιπροσώπους. Συνεπώς, χωρίς την ενεργό και συνειδητή συμμετοχή της βάσης –του κοινωνικού πλήθους που δεν αναθέτει την εξουσία σε αντιπροσώπους– δεν ευδοκιμεί καμία μεγάλη ή μικρή θεσμική κοινωνικοπολιτική αλλαγή με δημοκρατικό περιεχόμενο. Χωρίς την συλλογική ικανότητα ενός ενημερωμένου κι εκπαιδευμένου κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου, η οποιαδήποτε κινητοποίηση σίγουρα μεταπίπτει στην κυριαρχία ενός κόμματος, μιας γραφειοκρατίας ή ενός δικτάτορα.

Δεύτερο βασικό μάθημα είναι ότι αν μία μειοψηφική οργάνωση ή οριακά πλειοψηφική επιδιώκει την κατάληψη της εξουσίας, τότε –υπό ορισμένες συνθήκες– η αποφασιστικότητα των μελών της, ο απαρέγκλιτος στόχος και η απουσία κοινωνικής μαζικής αντίστασης έχουν αποτελεσματικότερο βάρος από το σύνολο της κοινωνίας και τις δημοκρατικές διαδικασίες.[22] Άρα, το ουσιαστικό ζήτημα είναι πώς θα αποφευχθεί κάθε πραξικόπημα και σφετερισμός της εξουσίας από κόμματα, μελλοντικούς «μπολσεβίκους» και νέους «Λένιν».   Εδώ μας δίνει μαθήματα ο ίδιος ο Λένιν, αλλά διά της μεθόδου των αντιθέτων. Τι σημαίνει αυτό;

Ο Λένιν στο Τι να κάνουμε; εξέθετε όλες τις ιδέες που οδήγησαν στο αυταρχικό κι ανελεύθερο κράτος των μπολσεβίκων. Το βιβλίο αυτό, όπως όλα τα συγγράμματα του Λένιν, θα πρέπει να εκτίθεται σαν βασικό έκθεμα σε ένα μελλοντικό μουσείο καταστρεπτικών ιδεών ή άχρηστων πραγμάτων. Σήμερα, στο ερώτημα «τι να κάνουμε;» οι απαντήσεις είναι ακριβώς αντίθετες από αυτές του Λένιν. Σε κινήματα για την αλλαγή της κοινωνίας δεν πρέπει να υπάρχει αρχηγός, κόμμα, ιδεολογία, θεωρία-επιστήμη, γραφειοκρατία, συγκεντρωτισμός, αυταρχισμός, αντιπροσώπευση, εργατισμός, οποιοσδήποτε περιορισμός δικαιωμάτων κι ελευθεριών, η πίστη ότι υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια. αντιθέτως, απαιτείται πλήρης ελευθερία και ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες, συλλογική διεύθυνση, συνελεύσεις πολιτών ως κύρια πηγή εξουσίας, ενδελεχής και ουσιαστικός έλεγχος όλων των εξουσιών – με άλλα λόγια, δημοκρατικές αρχές και πρακτικές.[23]

 

 



[1] Oskar Anweiler, The Soviets: The Russian workers, peasant, and soldiers councils, 1905-1921, Random House, New York 1974, σ. 63.

[2] Μαρκ Φερρό, Από τα σοβιέτ στον γραφειοκρατικό κομμουνισμό: Οι μηχανισμοί μιας ανατροπής, μτφ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Σκόπελος 1999, σ. 52, 174. 

[3] Στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ (25/10/1917) οι μπολσεβίκοι είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία των αντιπροσώπων. Οι αριστεροί εσέροι στήριξαν μετά τον Νοέμβριο τους μπολσεβίκους, έχοντας συμφωνήσει με τον Λένιν, κι έλαβαν πέντε υπουργεία. Ο Φερρό γράφει πως ουδείς αριστερός εσέρος ήταν υπουργός, όλοι ήταν μπολσεβίκοι (Φερρό, ό.π., σ. 119). 

[4] Η Ρόζα Λούξεμπουργκ μπορεί το 1918 για λόγους ιδεολογικούς και συναισθηματικούς να επαινεί τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, εντούτοις στο πολύ σημαντικό κι οξυδερκές κείμενό της H ρωσική επανάσταση ασκεί σφοδρή κριτική για τις ανελεύθερες κι αντιδημοκρατικές πρακτικές τους: «Χωρίς γενικές εκλογές, χωρίς απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, χωρίς ελεύθερη διαπάλη των ιδεών, η ζωή πεθαίνει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία απομένει το μόνο ενεργό στοιχείο» (βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, H ρωσική επανάσταση, τόμ. 1, Υδροχόος, Αθήνα 1972, σ. 107). Και το εκπληκτικό: «Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και μόνο για τα μέλη ενός κόμματος –όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά– δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά... η “ελευθερίαˮ χάνει την αποτελεσματικότητά της όταν καταντάει προνόμιο» (στο ίδιο, σ. 104).

[5] Λούξεμπουργκ, στο ίδιο, σ. 99: «Αλλά το φάρμακο που ανακάλυψαν ο Λένιν κι ο Τρότσκυ, τη γενική κατάργηση της δημοκρατίας, είναι χειρότερο ακόμα κι από την ίδια την αρρώστια που ήταν να θεραπεύσουν: καταστρέφει αυτή την ίδια τη ζωντανή πηγή, από την οποία μπορεί να διορθωθεί κάθε φυσική ατέλεια των κοινωνικών θεσμών, την ενεργό, ανεμπόδιστη, δραστήρια πολιτική ζωή όσο το δυνατόν ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων […] Από την κριτική των Λένιν και Τρότσκυ για τους δημοκρατικούς θεσμούς, συμπεραίνεται πως βασικά αρνούνται την εθνική αντιπροσωπεία με γενικές εκλογές κι ότι θέλουν να στηριχθούν μόνο στα σοβιέτ. Δεν βλέπουμε τότε τον λόγο που καθιερώθηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα». Καταλήγει η Λούξεμπουργκ στη σαφή θέση της: «Λοιπόν και Σοβιέτ, σαν σπονδυλική στήλη και Συντακτική με καθολική ψηφοφορία» (στο ίδιο, σ. 102).

[6] Φερρό, ό. π., σ. 131-132.

[7] Φερρό, ό.π., σ. 121. Βλ. επίσης Michel Heller, «Lénine et la Vetchéka ou le vrai Lénine», Libre, No 2, 1977. Και Βολίν, Η άγνωστη επανάσταση ΙΙ: Μπολσεβικισμός και αναρχία, μτφ. Ζάκκας, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1976.

[8] Έμμα Γκόλντμαν, Η απογοήτευσή μου στη Ρωσία: Τα δύο χρόνια στη Ρωσία (1920-1921), μτφ. Κερεβάντη και Βαλούρδος, Απόπειρα, Αθήνα 2009, σ. 272-273.

[9] Λούξεμπουργκ, στο ίδιο, σ. 107.

[10] Για περισσότερα βλ. Anweiler, ό.π. και Φερρό, ό.π.

[11] Β.Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σ. 178.

[12] Β.Ι. Λένιν, Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω: Η κρίση στο κόμμα μας,  Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σ. 397.

[13] Γκόλντμαν, ό.π., σ. 56.

[14]Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφ. Γιάννης Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα 2001, σ. 109 - 111, 383.

[15] Τρότσκυ, Στάλιν, Λονδίνο 1954, σ. 64-65.

[16] Μ. Heller, ό.π., σ. 150.

[17] Maurice Brinton, Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος: το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917-1921, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σ. 188.

[18] στο ίδιο, σ. 187.

[19]Απ’ την άλλη, υπήρχαν την ίδια εποχή σημαντικοί μαρξιστές στοχαστές και σοσιαλιστές αγωνιστές που είχαν αντίθετες αντιλήψεις απ’ τον Λένιν και τον Τρότσκι, όπως οι Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Κάουτσκι, ο Άντον Πάνεκουκ, η Έμμα Γκόλντμαν, ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν, καθώς επίσης στην ίδια τη Ρωσία οι μενσεβίκοι, ο Τολστόι, ο Γκόργκι, ο Πλεχάνοφ, ο Κροπότκιν και οι αναρχικοί. Για περισσότερα βλ. Λούξεμπουργκ, ό.π., σ. 111. Και M. Walzer, Η εφημερίδα των Συντακτών, 4/11/2018. Και Βολίν, ό. π., σ. 8-12.

[20] K. Marx and F. Engels, The revolution of 1848-49: Articles from the Neue Rheinische Zeitung, International Publishers, New York 1972, σ. 124.

[21]Enthüllungen über den Kommunistenprozess zu Köln, Sozialdemokratische Bibliothek Bd. IV, Hattingen Zürich, 1885, σ. 81.

[22] Φερρό, ό.π., σ. 52.  

[23] Περισσότερα βλ. Γιώργος Ν. Οικονόμου, «Άμεση δημοκρατία και κομμουνισμός», στο: Γ.Ν. Οικονόμου, Άμεση δημοκρατία: Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες, Παπαζήσης, Αθήνα 2014.