Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. "Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας" και η κομβική σημασία της .

 

[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 29 Νοεμβρίου 2025]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας

και η κομβική σημασία της

 

Το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας συμπληρώνει το 2025 πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση. Το γεγονός αυτό καλεί σε αποτίμηση ενός από τα σπουδαιότερα φιλοσοφικά έργα του 20ου αιώνα. Τι θέση έχει στην ιστορία της φιλοσοφίας; Ποια είναι η πολιτική του διάσταση και ποια η σημασία του σήμερα; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να αναφερθούν οι νέες ιδέες, οι ιδέες μήτρες που αναπτύσσονται για πρώτη φορά, εν τη γενέσει τους στο βιβλίο αυτό. Για να υπάρξουν όμως οι νέες ιδέες έπρεπε να βρουν γόνιμο έδαφος, δηλαδή να ξεκαθαρίσει το τοπίο από λανθασμένες αντιλήψεις και πρακτικές.

            Η πρώτη ρηξικέλευθη πράξη προς τούτο ήταν η ριζική κριτική και απόρριψη, όχι μόνο των κομμουνιστικών καθεστώτων  της εποχής  αλλά και της ίδιας της μαρξικής θεωρίας. Η απόρριψη αυτή είναι ριζική, με την έννοια ότι ο Καστοριάδης δεν αναζήτησε κάποιον υποτιθέμενο αληθινό και γνήσιο Μαρξ, ούτε προσέφυγε σε κάποια παραφυάδα του μαρξισμού-λενινισμού (μαοϊσμός, καστρισμός), σε σοσιαλδημοκρατία ή αναρχία που δέσποζαν την εποχή εκείνη (1965). Ούτε επίσης οδηγήθηκε στην «άλλη» πλευρά, αφού παρέμεινε πιστός στην κριτική του καπιταλισμού και των σημασιών του. Φυσικά οι απόψεις του επαληθεύτηκαν και δικαιώθηκαν μετά από 25 χρόνια, με την κατάρρευση των ανατολικών κομμουνιστικών καθεστώτων και την έμπρακτη διάψευση-αποτυχία της μαρξικής θεωρίας.

Η κριτική του δεν έχει αντικείμενο μόνο την δογματική θεωρία αλλά επεκτείνεται γενικώς στην θεωρία όπως αυτή επιβλήθηκε από την ελληνοδυτική μεταφυσική και λογική και παρουσιάσθηκε τις περισσότερες φορές ως αλήθεια και μοναδική γνώση του Είναι. Επόμενο αναμενόμενο βήμα είναι η γενική κριτική στην κληρονομημένη σκέψη η οποία έδωσε πρωτεύοντα ρόλο στην θεωρία και στον ορθό λόγο με αποτέλεσμα την θεώρηση του Είναι ως πλήρως και καλώς ορισμένου. Με την κριτική αυτή ο Καστοριάδης αποκαθιστά τον ρόλο της πράξεως ως ειδικής μορφής του πράττειν και  εισάγει ένα διαφορετικό νόημα για την πολιτική ως υπόθεση των δρώντων υποκειμένων, ως έργο της κοινωνικής βάσης.

Η πολιτική με αυτό το νόημα οδηγεί στην αυτονομία, η οποία είναι μία νέα πολιτική ιδέα που διαφοροποιείται σαφώς τόσο από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και κομμουνισμό όσο και από τα κοινοβουλευτικά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, που είναι μορφές θεσμισμένης ετερονομίας, ανοίγοντας έτσι έναν άλλον δρόμο στον πολιτικό προσανατολισμό. Ο δρόμος αυτός έχει οδοδείκτη την άμεση συμμετοχή των ατόμων στην πολιτική πρακτική και στην εξουσία.  αυτό σημαίνει αυτονομία, εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τους νόμους, τον Νόμο, χωρίς μεσάζοντες, γραφειοκράτες, κόμματα και αντιπροσώπους. Αντιπαρατίθεται έτσι στην κομματική, γραφειοκρατική, αστική και λενινιστική ιδεολογία που στηρίζονται στην αντιπροσώπευση. Η αυτονομία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αυτόνομη δραστηριότητα του κοινωνικού πλήθους. Είναι εμφανές ότι εισάγεται μία νέα αντίληψη για την  πολιτική και το αντικείμενό της. 

Επειδή η πολιτική και η αυτονομία συμβαίνουν ή θα συμβούν εντός της κοινωνίας και της ιστορίας, τίθεται το ερώτημα: πώς αυτές μπορούν να επιτευχθούν στην υπάρχουσα πραγματικότητα; Συνεπώς, επόμενος στόχος της Φαντασιακής θέσμισης είναι η προσπάθεια να κατανοηθεί τι είναι κοινωνία και τι ιστορία. πώς δημιουργούνται, πώς εξελίσσονται, ποιος είναι ο τρόπος του είναι τους. Ασκώντας κριτική στις κυρίαρχες απόψεις οι οποίες αντιμετώπισαν την κοινωνία και την ιστορία με  θεωρίες και έννοιες προερχόμενες από την κληρονομημένη οντολογία και λογική, δηλαδή με εργαλεία προερχόμενα από άλλους τομείς, ο Καστοριάδης προσπαθεί να κατανοήσει την κοινωνία και την ιστορία καθ’ εαυτές, έξω από τις ισχύουσες έννοιες και μεθόδους.

Για την κατανόηση αυτή ανατρέχει στον ρόλο της φαντασίας και εδώ βρίσκεται μια άλλη ρηξικέλευθη συμβολή του. Ενώ η ατομική φαντασία είχε εξετασθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από την κληρονομημένη σκέψη (Αριστοτέλης, Καντ, Φρόιντ) η κοινωνική φαντασία ήταν άγνωστη και εξορισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής ιστορίας. Η φαντασία στην κοινωνικο-ιστορική της διάσταση, το κοινωνικό φαντασιακό, αποτελεί τον όρο κλειδί για την κατανόηση της δημιουργίας των θεσμών και των συμβόλων, των σημασιών και των περιεχομένων που συγκροτούν και συνέχουν μια κοινωνία στην ιστορική της παρουσία. Το κοινωνικό φαντασιακό είναι ο δημιουργός της κοινωνίας και της ιστορίας. Το φαντασιακό δεν είναι το φανταστικό, η φαντασίωση ή η ψευδαίσθηση, ούτε είναι εικόνα κάποιου πράγματος ή αντανάκλαση του πραγματικού, αλλά δημιουργεί το πραγματικό, δημιουργεί νέες μορφές, νέα οντολογικά είδη, ακόμα και τον λόγο.  

Το κοινωνικό φαντασιακό δημιουργεί την κοινωνία δημιουργώντας το σύμπαν των βλέψεων, προσανατολισμών, σημασιών, νοημάτων, αξιών μιας κοινωνίας. Αυτό το σύμπαν συνιστά τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, οι οποίες δεν έχουν κάποια λογική ή πραγματική αιτία ούτε εξυπηρετούν μόνο μια λειτουργία, την ικανοποίηση μια ανάγκης.  δεν δημιουργούνται από την φύση, από κάποια ιστορική ή οικονομική αναγκαιότητα, από ένα άτομο ή από μια ομάδα ατόμων, αλλά από το κοινωνικό φαντασιακό της ανώνυμης συλλογικότητας. Τέτοιες σημασίες είναι όλα αυτά που υπάρχουν και γίνονται μέσα στις κοινωνίες, όπως ο Θεός, η δουλεία και η κατάργησή της μετά από αρκετούς αιώνες, οι εκάστοτε ανάγκες, ο ορθολογισμός, η καπιταλιστική ανάπτυξη, ο κυρίαρχος ρόλος της οικονομίας και της παραγωγής στον καπιταλισμό, το εμπόρευμα, η θέση του ανθρώπου στην σύγχρονη κοινωνία. Οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες συγκροτούν, προσανατολίζουν και συνέχουν την κοινωνία. Έτσι λοιπόν, η κοινωνία είναι αυτοδημιουργία, αυτοθέσμιση και δη φαντασιακή, με την έννοια ότι η ίδια δημιουργεί το είναι της όχι  ορθολογικώς ή αντιγράφοντας την πραγματικότητα, αλλά επινοώντας και δημιουργώντας καινούριες μορφές, σημασίες  και θεσμούς που δεν είχαν προϋπάρξει πουθενά αλλού. Ιδού λοιπόν η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.

Ομοίως η ιστορία, για τον Καστοριάδη, είναι ποίησις, γένεση οντολογική, δημιουργία νέων ειδών-μορφών, που συμβαίνουν εντός της κοινωνίας. Η κοινωνία από την πλευρά της αυτοεκτυλίσσεται στον χρόνο συνδεόμενη έτσι με την ιστορία. Γι’ αυτό ο φιλόσοφος δεν διαχωρίζει την κοινωνία από την ιστορία, τις θεωρεί άρρηκτα συνδεδεμένες σε σημείο που κάνει λόγο για ενιαίο κοινωνικό-ιστορικό. Έτσι λοιπόν εισάγει έναν άλλον τρόπο του Είναι, άγνωστο στην ελληνοδυτική μεταφυσική: το κοινωνικό-ιστορικό που είναι δημιουργία ή καταστροφή.

 

 Οι πρωτότυπες και ρηξικέλευθες ιδέες στην Φαντασιακή θέσμιση ανατρέπουν την κληρονομημένη οντολογία και λογική, τον θεωρητικισμό, τον ορθολογισμό και την καθοριστικότητα, δημιουργώντας μια άλλη οντολογία στον αντίποδα της χαϊντεγγεριανής και γενικώς όλης της προηγούμενης. Έτσι μπορεί να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή του κειμένου. Η σπουδαιότητα του βιβλίου αυτού για την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης είναι αναμφισβήτητη, διότι άλλαξε τον τρόπο του σκέπτεσθαι για την κοινωνία και την ιστορία, για τον άνθρωπο και την θεωρία. Είναι επίσης βασικής σημασίας για την πολιτική σκέψη και πρακτική, αφού άνοιξε τον ορίζοντα σε εξορισμένες περιοχές όπως η πολιτική του κοινωνικού πλήθους και η αυτονομία. Οι αναπτύξεις της Φαντασιακής θέσμισης εμπεριέχουν την δυνατότητα να υπάρξει η πολιτική και η αυτονομία: αφού οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες αλλάζουν από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, μπορούν να αλλάξουν και σήμερα. Η αυτονομία με την πολιτική θεσμική της έκφραση είναι μια δυνατότητα του ανθρώπου, του κοινωνικού φαντασιακού. Αυτή είναι μια ανεκτίμητη προσφορά του Καστοριάδη.

 

 

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

TA ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

 

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο The ΒooksJournal, τχ. 25, Νοέμβριος 2012]

 

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

             Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

oikonomouyorgos.blogspot.com

 

 

ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

 

 

Στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, του οποίου βασικοί παράγοντες είναι οι εκλογές, το κοινοβούλιο και τα κόμματα, το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι τόσο η εμπιστοσύνη και οι ελπίδες που επενδύουν στα κόμματα οι άνθρωποι που τα ψηφίζουν, όσο τα αντιφατικά και αρνητικά στοιχεία που αυτά περιέχουν και, ως εκ τούτου, οι αρνητικές έως καταστρεπτικές επιπτώσεις που επιφέρουν εν τέλει στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό έχει δείξει πολλάκις η νεοελληνική ιστορία, με τελευταίο παράδειγμα τα δύο κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Δέσμια αμφότερα μιας αρχηγικής, οικογενειοκρατικής και κομματοκρατικής αντίληψης, εγκλωβίσθηκαν στην εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, πελατειακών σχέσεων και σε απύθμενη διαφθορά, που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή. Γι’ αυτό επιβάλλεται στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία να προσδιορισθούν τα αντιφατικά και αρνητικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που εκτινάχθηκε αιφνιδίως στη δεύτερη θέση  στις εκλογές της 6ης Μαΐου και 17ης Ιουνίου 2012 και κατέστη καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων.

 

Οι συνιστώσες

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτοπροσδιοριζόμενος ως κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, περιλαμβάνει δώδεκα συνιστώσες, μεταξύ των οποίων μερικές αυτοτοποθετούνται στο αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο και ευαγγελίζονται τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Οι συνιστώσες περιλαμβάνουν αριστεριστές και πρώην κνίτες, με πρότυπο τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Γκεβάρα και τον Μάο, δηλαδή όλες τις μορφές του αποτυχημένου σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος.[1] Οι αντιφατικές απόψεις των συνιστωσών του οδηγούν σε συγχύσεις και αδιέξοδα με αποτέλεσμα να χάνεται η ακριβής συνισταμένη. Λόγου χάριν, μερικές είναι υπέρ του ευρώ και άλλες υπέρ της επιστροφής στη δραχμή, κάποιες υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες κατά. Επίσης συγχύσεις δημιούργησαν  και οι προτάσεις στελεχών του για την χρηματοδότηση της οικονομίας με χρήση των καταθέσεων, για φορολόγηση του τζίρου των επιχειρήσεων με 1% και για τον υποχρεωτικό δανεισμό του κράτους από τους έχοντες εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ ετησίως.

 

Αντιμνημονιακός μονισμός

 

Κυρίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται για τον υποβιβασμό της πολιτικής συζήτησης στο δίπολο «Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί» και για τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων πως έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χώρα, απομονωμένη από όλους, θα ευημερήσει και θα επανέλθει στην προ του 2009 κατάσταση. Η αλήθεια είναι πως είτε εντός είτε εκτός ευρώ η λιτότητα θα παραμείνει, και η έξοδος από την Ευρώπη δεν είναι το τέλος του κακού, αλλά η αρχή ενός άλλου, ίσως μεγαλύτερου. Οι θέσεις του για καταγγελία του Μνημονίου οδηγούν σε έξοδο από το ευρώ με τους χειρότερους όρους, ενώ τα στελέχη του πλέουν σε πελάγη ανυποψίαστης αφέλειας.[2] Στο ζήτημα αυτό η πολιτική του φυσιογνωμία είναι συγκεχυμένη και συνονθύλευμα ετερόκλητων απόψεων, πράγμα που φάνηκε στις τοποθετήσεις των στελεχών του. Λόγου χάριν, από τη μία υπήρχε η άποψη για ακύρωση ή μονομερή καταγγελία του Μνημονίου, από την άλλη η άποψη για μη μονομερή καταγγελία, ταυτοχρόνως μία για πολιτική και όχι νομική καταγγελία και άλλη για επαναδιαπραγμάτευση.   Όμως o ΣΥΡΙΖΑ δεν εξηγεί ότι η καταγγελία του Μνημονίου σημαίνει έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τα λεγόμενα τουλάχιστον του ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου. Το επιχείρημά του είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπλοφάρει όταν απειλεί με έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Tο καίριο ερώτημα είναι: και αν η Ε.Ε. δεν μπλοφάρει; Δηλαδή, το μέλλον της χώρας παίζεται στα ζάρια από τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Λαϊκισμός

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ φλερτάρει επίσης με τον λαϊκισμό και τον αντιμνημονιακό εθνικισμό οδηγώντας στην πόλωση «Έλληνες-Ανθέλληνες». Ο πρόεδρός του, μη διστάζοντας να επαναφέρει την παλαιά πόλωση μεταξύ εθνικοφρόνων και μη, που τόσο πλήρωσε η κοινωνία, δήλωνε πως «κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν».[3] Ο λόγος του προέδρου είναι εμφανώς λαϊκίστικος με αναφορές του τύπου «ο λαός μας», «ο ελληνικός λαός», ο οποίος, στην ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς, είναι πάντοτε καλός, αγνός και δεν φταίει σε τίποτε. Πάντοτε φταίνε οι εξωτερικοί «εχθροί» που τον επιβουλεύονται: Άγγλοι, Αμερικανοί, Γερμανοί ή Εβραίοι, Τρόικα και Ε.Ε., αναλόγως της εποχής. Καμία νύξη για τις ευθύνες του «λαού» στη συναίνεσή του στο πελατειακό διεφθαρμένο κομματοκρατικό καθεστώς που οδήγησε στη χρεοκοπία. Καμία υποψία για την ολοσχερή προσχώρηση του «λαού» στις σημασίες της καπιταλιστικής ιδεολογίας (κατανάλωση, τηλεθέαση, επιτυχής καριέρα, καλοπέραση, εύκολη ζωή κ.ο.κ.).

Ο λαϊκισμός φαίνεται επίσης στις προτάσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για διορισμούς 100.000 ατόμων στο δημόσιο, για πρωθυπουργό της υπηρεσιακής κυβερνήσεως τον λαϊκιστή και αποτυχημένο σε όλους τους τομείς που ανέλαβε, πρώην υπουργό  του ΠΑΣΟΚ Γεράσιμο Αρσένη. Δείγματα επίσης της λαϊκίστικης και παλαιοκομματικής λογικής είναι η πρόσκληση από τον Α. Τσίπρα, κατά τη χρήση της διερευνητικής εντολής μετά τις πρώτες εκλογές, σε «κοινωνικούς φορείς» γνωστής συντεχνιακής νοοτροπίας - μεταξύ αυτών στη συντεχνία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και στη συντεχνία των πρυτάνεων των ΑΕΙ με την οποία συμφώνησε πως δεν είναι εφαρμόσιμος ο Νόμος για τα ΑΕΙ της Α. Διαμαντοπούλου. Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν επίσης αρκετές λαϊκίστικες προτάσεις που είναι ανεδαφικές ή εν πάση περιπτώσει δεν εξηγούνται πειστικώς οι τρόποι πραγματοποίησής τους σε εποχή που τα ταμεία είναι άδεια. Τέτοιες είναι, oι υποσχέσεις για επιστροφή του χαρατσιού, των ανώτερων συντάξεων, των ειδικών επιδομάτων, του αυξημένου επιδόματος ανεργίας, καθώς επίσης η εξασφάλιση του ελάχιστου κατώτερου μισθού σε 1.300 ευρώ.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως η κατηγορία στον ΣΥΡΙΖΑ για λαϊκισμό αντιμετωπίζεται από ορισμένους κύκλους της Αριστεράς ως «νέ ος λαϊκισμός» («ο αντιλαϊκισμός είναι ο λαϊκισμός της εποχής μας»)! Αντί δηλαδή να επιχειρηματολογήσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία την αποφεύγουν με επίθεση και μεταμοντερνιστική πονηρία. Αυτό δείχνει την αδυναμία τους για έλλογη και ουσιαστική πολιτική συζήτηση. 

 

Καιροσκοπισμός

 

Το μεγάλο κενό του ΣΥΡΙΖΑ είναι η έλλειψη προτάσεων για ουσιαστικές θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές, η έλλειψη συνεκτικού σχεδίου και σαφούς στρατηγικής. Δεν έχει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, πράγμα που προσπαθεί να καλύψει με αντιμνημονιακά συνθήματα και αόριστες θέσεις για διορισμούς, κρατικοποιήσεις, επανακρατικοποιήσεις, αντικαπιταλισμό και σοσιαλισμό. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε εκλογικό καιροσκοπισμό, μικροκομματική και παλαιοκομματική τακτική, αφού το 2011 δέχθηκε στους κόλπους του πρώην βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ευθύνονται για την πορεία προς τον γκρεμό, λειτουργώντας έτσι ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Οι βουλευτές και τα στελέχη αυτά ενώ επί πολλά έτη συμμετείχαν στο ΠΑΣΟΚ που με τις αποφάσεις και την πολιτική του ευθύνεται, μαζί με τη ΝΔ, για τη χρεοκοπία, αυτοί «αγρόν ηγόραζαν». Όμως το 2010 και το 2011 όταν άρχισε η τρικυμία αυτοί κατάλαβαν πως το σκάφος βυθιζόταν και το εγκατέλειψαν εγκαίρως για να σωθούν. Αντί βεβαίως τα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αποχωρήσουν προσπάθησαν πάλι να αποκτήσουν μερίδιο στην εξουσία, σε άλλη κομματική μορφή, παρουσιαζόμενοι ως αρχάγγελοι της ηθικής και του «αντιμνημονιακού αγώνα». Το πολιτικό ερώτημα είναι: γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πως η πολιτική σκηνή χρειάζεται απαραιτήτως τη Σακοράφα, τον Κοτσακά  και τον Κουρουμπλή; Μήπως νομίζει πως χωρίς αυτούς είναι αδύνατη η έξοδος από την κρίση;

Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε επίσης «αντιμνημονιακές συμμαχίες» με αναξιόπιστα συνδικαλιστικά στελέχη και κρατικοδίαιτες συντεχνίες των ΔΕΚΟ, βασικούς παράγοντες του πελατειακού κράτους και της διαφθοράς, υπερασπιστές επί σειρά ετών των δικών τους συντεχνιακών συμφερόντων εις βάρος του κοινωνικού αγαθού. Πρόκειται για το περιβόητο βαθύ ΠΑΣΟΚ, το οποίο το μόνο που επιθυμεί είναι η διατήρηση του πελατειακού κράτους, τη μόνη ιδεολογία που ασπάζεται είναι το συμφέρον του και τον μόνο τρόπο δράσης που κατέχει είναι ο εκβιασμός του κοινωνικού συνόλου. Οι συμμαχίες αυτές θα καθορίσουν εν πολλοίς τον προσανατολισμό και τις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως καθόρισαν και του ΠΑΣΟΚ, πιέζοντας προς την κατεύθυνση διατηρήσεως τόσο των προνομίων των συντεχνιών όσο και των κεκτημένων της μικρομεσαίας μάζας. Αυτό μαρτυρούν και οι θέσεις του για κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων, τραπεζών και για επανακρατικοποιήσεις. Το σύστημα που εκκολάπτεται με τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές είναι η κυριαρχία της κρατικοδίαιτης νομενκλατούρας, του κομματικού μηχανισμού και των συνδικαλιστικών συντεχνιών, δηλαδή ένας γραφειοκρατικός καπιταλισμός που δεν απέχει πολύ από κάποια, έστω βελτιωμένη, εκδοχή της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Ρωσίας, του  «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπως ευσχήμως αποκαλείται από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ερμηνεία του ΣΥΡΙΖΑ για το εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο εκλαμβάνει με τα ιδιαίτερα κομματικά και ιδεολογικά του φίλτρα, ως επιβράβευση της σωστής συμπεριφοράς του.  Όμως, η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέπεια τόσο της αποτυχίας και της απαξίωσης των δύο κομμάτων εξουσίας όσο και της απόγνωσης των ανθρώπων από τα πρωτοφανή μέτρα λιτότητας, ύφεσης, ανεργίας, ανασφάλειας, δηλαδή είναι αποτέλεσμα της οργής και της απελπισίας μίας καταστρεφόμενης κοινωνίας. Η άνοδός του οφείλεται επίσης, σε μεγάλο μέρος, στη δυσαρέσκεια των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ακριβώς όπως η άνοδος της Χρυσής Αυγής και του Π. Καμμένου είναι συνέπεια, μεταξύ άλλων, και της δυσαρέσκειας των πρώην ψηφοφόρων του ΛΑΟΣ και της ΝΔ. Οι ψηφοφόροι αυτοί, οι οποίοι στήριζαν επί δεκαετίες τον δικομματισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αποτελούν τη μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων που πλαισιώνει τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ.[4] Η άνοδός του είναι δηλαδή συνέπεια κυρίως της συμφεροντολογικής δυσαρέσκειας των πρώην καλομαθημένων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Η μάζα αυτή που επί πολλές δεκαετίες έχει κολακευθεί με παροχές και  δάνεια μιας επίπλαστης υλικής ευημερίας, δεν έχει όραμα πολιτικής και ηθικής αναδιάρθρωσης, ούτε κοινωνιοκεντρικούς σκοπούς - δεν είναι ο αναμάρτητος «λαός» που βαυκαλίζεται να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ.

 

Ενότητα και κυβέρνηση της Αριστεράς

 

Χαρακτηριστική ήταν και η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για ενότητα της Αριστεράς, πρώτον με το ΚΚΕ, το οποίο δεν την επιθυμεί, και δεύτερον με τη ΔΗΜΑΡ, πράγμα επίσης δύσκολο. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον έλλειψη ρεαλισμού. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς», την οποία διατυμπάνιζε και διατυμπανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ανέφικτη διότι δεν έβγαιναν οι έδρες (στις πρώτες εκλογές υπήρχαν 52 οι δικές του, συν 19 της ΔΗΜΑΡ, άντε και 39 του Π. Καμμένου, δεν εξασφάλιζαν την «δεδηλωμένη»). Απέρριψε επίσης την πρόταση οικουμενικής της ΔΗΜΑΡ καθώς και την πρόταση στήριξής του ή ανοχής από το ΠΑΣΟΚ και άλλα κόμματα. Μάλλον απέβλεπε στην άνοδό του σε επόμενες εκλογές, πράγμα που επέτυχε. Το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως εκλαμβάνει την εκλογική του άνοδο ως πρόταση αδιαλλαξίας, ενώ δεν είναι παρά μία προτίμηση των ψηφοφόρων ελλείψει άλλης εναλλακτικής αξιόπιστης λύσεως, όπως τόνισα. Το να παίρνει τοις μετρητοίς αυτό που ο ίδιος εννοεί ως «θέληση του λαού» και να την ιεροποιεί, να την απολυτοποιεί, να την ερμηνεύει αυθαιρέτως, είναι ένδειξη λαϊκισμού, δημοκοπίας ή αυταπάτης. Διότι η «θέληση του λαού» τα προηγούμενα τριάντα επτά έτη «εκφραζόταν» στα δύο κόμματα της χρεοκοπίας με ένα ποσοστό 80-85% και ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ κυμαινόταν μεταξύ 3-5%.   

Μία σχετική αντίφαση είναι το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόταν για συνεργασία στο ΚΚΕ, το οποίο είναι ένα σταλινικό απολιθωμένο και αντιδημοκρατικό κόμμα που επιθυμεί καθεστώς τύπου σταλινικής Ρωσίας.[5] Το βασικό ερώτημα είναι τι είδους συνεργασία θα είναι αυτή, με ένα κόμμα και μία ιδεολογία που στρέφονται κατά της ελευθερίας και της δημοκρατίας; Εκτός και άν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατά βάθος τις ίδιες αρχές με το ΚΚΕ, αφού από αυτό προέρχονται τα περισσότερα στελέχη του, ενώ τα υπόλοιπα από παρεμφερείς κομμουνιστογενείς χώρους και μαρξιστοειδείς ιδεολογίες.

Η αντίφαση καθίσταται εντονότερη αν σκεφθεί κανείς πως το ΚΚΕ καταφέρεται κατά όλων των κομμάτων με τέτοιο τρόπο που δίνει την εντύπωση πως δεν επιθυμεί πολυκομματισμό, αλλά μάλλον  μονοκομματισμό, δηλαδή μία αλήθεια, ένα δόγμα, ένα μόνο κόμμα («ένα είναι το κόμμα»), στα πρότυπα των πρώην ανατολικών κομμουνιστικών καθεστώτων ή της Κούβας και της Β. Κορέας. Το απέδειξε και η στάση του μετά τις πρώτες εκλογές, κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών, όπου παρέμεινε αμετακίνητο στις θέσεις του, δεν δέχθηκε καν την διερευνητική εντολή και ούτε καν συζήτησε για συνεργασία.[6]

 

Αιτίες της χρεοκοπίας

 

Επίσης η ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ για την ελληνική χρεοκοπία είναι προβληματική. Θεωρεί ως κύρια αιτία της τον καπιταλισμό και την Ευρωπαϊκή Ένωση παραβλέποντας τις εγγενείς αιτίες του κομματοκρατικού ολιγαρχικού συστήματος και της ιθύνουσας πολιτικής και οικονομικής τάξεως. Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας δεν οφείλονται τόσο ή μόνο στην Ε.Ε. αλλά και στην εσωτερική ολιγαρχική διακυβέρνηση με όλες τις νεοελληνικές διαστρεβλώσεις της οικογενειοκρατίας, της φαυλοκρατίας, της αναξιοκρατίας, του πελατειακού κράτους και της γενικευμένης απουσίας ελέγχου και τιμωρίας. Ούτε τα προβλήματα οφείλονται στο Μνημόνιο, αλλά το αντίστροφο: το Μνημόνιο είναι απόρροια των εγγενών αδυναμιών και διαστρεβλώσεων. Τα προβλήματα αυτά έχουν βαθειές ρίζες στον παρασιτικό κρατικοδίαιτο τρόπο παραγωγής, στις διαρθρωτικές αδυναμίες της διοίκησης, στις κοινωνικές δυσπλασίες, στο διεφθαρμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα το οποίο σπατάλησε τα δάνεια και τα πακέτα της Ε.Ε.  στην κατανάλωση, σε καταθέσεις στις ξένες τράπεζες και σε offshore εταιρείες και δεν τα επένδυσε στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι νεοελληνικές πολιτισμικές συνθήκες με κυρίαρχη την μυθοποιητική εθνικιστική-θρησκευτική ιδεολογία. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως καταγγέλει το Μνημόνιο χωρίς να αναζητεί τα βαθύτερα αίτια, χωρίς να στρέφεται κατά της ολιγαρχικής κομματοκρατίας που οδήγησε στον γκρεμό. Ο λόγος είναι ότι και ο ίδιος αποτελεί μέρος της κομματοκρατίας και απεργάζεται τη διατήρησή της με άλλη μορφή, παρά τις αιτιάσεις του κατά του δικομματισμού.

 

Δικομματισμός

 

Τι θέλει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του δικομματισμού; Φαίνεται να επιθυμεί ένα άλλον δικομματισμό, στον οποίο ο ένας πόλος θα είναι ο ίδιος και στον άλλο η Κεντροδεξιά. Αυτός είναι άλλωστε ο αδήριτος τρόπος λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος: χρειάζονται τουλάχιστον δύο ισχυρά πολυσυλλεκτικά κόμματα με μικρές διαφορές που να εναλλάσσονται ομαλώς στη διακυβέρνηση και να δίνουν την εικόνα της αλλαγής. Ενταγμένη στο πλαίσιο αυτό η άρνησή του να συναινέσει σε κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις πρώτες εκλογές, είναι κατανοητή ως εξυπηρετούσα μικροκομματικά οφέλη και αποβλέπουσα στον σκοπό αυτό: επανασύσταση του δικομματισμού υπό άλλη μορφή και διατήρηση της κομματοκρατίας. Η άρνησή του για κυβέρνηση συνεργασίας είναι ταυτοχρόνως απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί καθεστώς πολυκομματισμού. Διότι ουσιαστικός και λειτουργικός πολυκομματισμός, και μάλιστα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, σημαίνει πως επιζητείται συνεργασία μεταξύ κομμάτων, η οποία όμως δεν είναι εφικτή χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς αναζήτηση του κοινού παρονομαστή. Και όταν ο κοινός δεν υπάρχει θα πρέπει, σύμφωνα με την πρακτική αριθμητική και την κοινή λογική, να γίνει αναζήτηση μεθόδου για μετατροπή των ετερώνυμων εταίρων σε ομώνυμους. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αντί του ελαχίστου κοινού πολλαπλασίου προτίμησε τον μέγιστο κοινό διαιρέτη. Φυσικά το πρόβλημα δεν είναι μαθηματικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό, και εδώ έγκειται η μεγάλη έλλειψή του: η αίσθηση για την κρισιμότητα της πολιτικής συγκυρίας και η πολιτική ευθύνη. 

Πάντως, αν και ο δικομματισμός της Μεταπολίτευσης ηττήθηκε και υπήρξε ήδη πολυκομματισμός, πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, με επτά κόμματα στη Βουλή, και παρ’ ολίγον οκτώ στις πρώτες εκλογές, εντούτοις δημιουργήθηκε πάλι αδιέξοδο.

 

Η άμεση δημοκρατία

 

Μία άλλη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αντίληψή του πως το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατία («αντιπροσωπευτική», «κοινοβουλευτική» ή «αστική», όπως την αποκαλεί). Όμως ακόμη και παραδοσιακοί υπερασπιστές του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος βλέπουν πια τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος αυτού, λόγω της συμπεριφοράς του μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, αφού ευνόησε τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις και ταυτοχρόνως επετέθηκε με ποικίλους τρόπους στα κατώτερα και μεσαία στρώματα. Αποδείχθηκε πως η πολιτική ολιγαρχία (κυβερνήσεις, κοινοβούλια, κόμματα) ευνοεί πάντοτε μόνο την οικονομική ολιγαρχία και τα ΜΜΕ.[7] Η λανθασμένη αντίληψη περί δημοκρατίας δημιουργεί συγχύσεις στόχων με συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ να μη μπορεί να συγκροτήσει ένα ευκρινές όραμα δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά, ενώ στο Προγραμμά του κάνει λόγο για «ουσιαστική δημοκρατία» και «επέκταση των πεδίων δημοκρατικής συμμετοχής» και στην Εκλογική Διακήρυξή του για «εισαγωγή μορφών άμεσης δημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης», εν τούτοις αυτά είναι αόριστα και νεφελώδη μη υποστηριζόμενα από συγκεκριμένα μέτρα. Χαρακτηριστικά, δεν προτείνει κανένα θεσμό που θα μπορούσε να ευνοήσει τη συμμετοχή των ανθρώπων και την αποδυνάμωση θεσμών του ολιγαρχικού πολιτεύματος. Δεν προτείνει λ.χ. τον θεσμό του δημοψηφίσματος, ούτε καν στην περιφέρεια και στους δήμους ούτε επίσης τοπικές συνελεύσεις.[8]

Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την άμεση δημοκρατία είναι ανύπαρκτη, αφού τα προηγούμενα έτη η σύνολη πολιτική του έκφραση και οι αναλύσεις του ουδόλως αναφέρονταν στην έννοια της άμεσης δημοκρατίας. Ιδίως μετά την έκρηξη της κρίσεως ουσιαστικά αναλώθηκε σε διαμαρτυρίες κατά του Μνημονίου και της λιτότητας και σε υποστήριξη κινημάτων κατά του Μνημονίου. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά τις συγκεντρώσεις στις πλατείες από τον Μάιο του 2011 δημοσιογράφοι και διανοούμενοι του χώρου προσπάθησαν μέσα από άρθρα και αναλύσεις να αναδείξουν την αντιμνημονιακή και αντικυβερνητική πλευρά του κινήματος των πλατειών και ταυτοχρόνως να απαλείψουν ή να υποτιμήσουν την αμεσοδημοκρατική  διάστασή του.[9]

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις συζητήσεις στην πλατεία Συντάγματος τον Μάιο-Ιούνιο 2011 διάφοροι αριστεροί και αριστεριστές επέμεναν στις «αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες» χωρίζοντάς τες από το περιεχόμενο και τον στόχο.  Ως εάν οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να είχαν περιεχόμενο αντιδημοκρατικό, και στόχο την σοσιαλιστική ή σοσιαλδημοκρατική ολιγαρχία ή τον κομμουνισμό, και όχι βεβαίως την άμεση δημοκρατία. Oι αριστεροί εξέφραζαν με αυτόν τον τρόπο τόσο την άγνοια ή την αμηχανία τους ενώπιον του καινοφανούς προτάγματος της άμεσης δημοκρατίας, που υπερέβαινε τους ορίζοντες και την ιδεολογία τους, όσο και την προσπάθειά τους να εντάξουν αυτό το ακατανόητο ανεπιθύμητο καινούριο στα παλαιά καλούπια της μικροκομματικής λογικής τους. Συνεπώς η αναφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ στην άμεση δημοκρατία είναι συγκυριακή, επιφανειακή και αναγκαστική, λόγω της επικαιρότητάς της μετά την πλατεία Συντάγματος (από τις 25. 5. 2011).

 

Ευθύνες

 

Αλλά και πριν από την κρίση ο ΣΥΡΙΖΑ απουσίαζε από την ουσιαστική πολιτική με πολλούς τρόπους, όπως με την ανάθεση των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων σε συνδικαλιστικές και συντεχνιακές διεκδικήσεις. Έχει μερίδιο ευθύνης στο ότι επέτρεψε να υποκατασταθεί η πολιτική από τον συντεχνιακό συνδικαλισμό ευνοώντας το κρατικοδίαιτο καθεστώς και υποστηρίζοντας κάθε είδους συντεχνιακή διεκδίκηση (λ.χ. ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ταξιτζήδες). Συνευθύνεται επίσης, μαζί με τις άλλες κομματικές δυνάμεις, και για αρκετά αρνητικά ζητήματα όπως την υποστήριξη στο διαβόητο άρθρο 86 για την υπουργική ασυλία που επέβαλε ο Β. Βενιζέλος το 2001, για την βουλευτική ασυλία, για τις υπέρογκες αμοιβές των βουλευτών και τα προνόμιά τους, για το σκανδαλώδες καθεστώς προσλήψεων και αμοιβών των υπαλλήλων της Βουλής, για τον τρόπο χρηματοδότησης των κομμάτων και για την αδιαφάνεια των οικονομικών τους.

Στο πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνει την κατάργηση αυτών των απαράδεκτων αντιδημοκρατικών προνομίων – παρά μόνο της υπουργικής ασυλίας, και αυτό διότι έχει πια εξοργισθεί ο κόσμος με το τερατούργημα αυτό και έχει αποδειχθεί εμφανώς η προστασία που προσφέρει στη διαφθορά και στους υπουργούς από κάθε έλεγχο και τιμωρία. Δεν προτείνει επίσης τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, ούτε την κατάργηση του αριστοκρατικού θεσμού των βουλευτών επικρατείας, ούτε την κατάργηση των μισθών των ιερέων και μητροπολιτών από το Δημόσιο, δηλαδή από τα χρήματα των φορολογουμένων. Και από την άλλη δεν είχε την παραμικρή υποψία και πρόβλεψη για την επερχόμενη κρίση. Ευθύνεται δηλαδή όχι μόνο για όσα έκανε αλλά και για όσα δεν έκανε – ως κόμμα υποτίθεται της Αριστεράς.

 

Το μεταναστευτικό

 

Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει και η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο αδιέξοδο του μεταναστευτικού προβλήματος. Με τη στάση του («Κάτω τα χέρια από τους μετανάστες») ευνόησε τις κυβερνητικές απροθυμίες ή εμπόδισε τις όποιες προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος. Χαρακτηριστικά, η ιδεολογική του καμπάνια για τα λεγόμενα «κέντρα φιλοξενίας» των μεταναστών ως «στρατόπεδα συγκέντρωσης» αθώωνε ανεπίτρεπτα τα πραγματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως της Μακρονήσου στην εμφυλιοπολεμική Ελλάδα, της χιτλερικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας, στα οποία μαρτύρησαν εκατομμύρια άνθρωποι από τα βασανιστήρια, την πείνα, τις κακουχίες, τους θαλάμους αερίων, τις δολοφονίες, από την κάθε είδους βία που εφηύρε ο ολοκληρωτισμός κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Οι συναισθηματικές υπερβολές της Αριστεράς δηλώνουν ανωριμότητα και έλλειψη ιστορικής-πολιτικής συνείδησης.

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το μεταναστευτικό δίνουν λάθος μήνυμα και ευνοούν την είσοδο μεταναστών, επιτείνοντας το πρόβλημα και αυξάνοντας επί πλέον τις κρατικές δαπάνες τη στιγμή που αυτές περικόπτονται από άλλους βασικούς τομείς. Δεν προτείνει τίποτε ουσιαστικό για αποτρεπτικά μέτρα ούτε για μείωση των υπαρχόντων μεταναστών. Η Αριστερά γενικώς δίνει την εικόνα ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τους μετανάστες παρά για τους κατοίκους των υποβαθμισμένων περιοχών που έγιναν έρμαιο της ανομίας, της ασυδοσίας, της εγκληματικότητας, των ναρκωτικών και των κάθε είδους προαγωγών. Με διεθνιστικές διακηρύξεις, μεταμοντέρνα πολυπολιτισμικά ιδεολογήματα, με στείρα αντιρατσιστικά συνθήματα, και συναυλίες μουσικής δεν εξασφαλίζεται βιώσιμη πολιτική, αλλά συγκάλυψη και συσσώρευση των προβλημάτων. Η αποτυχία επίλυσης του μεταναστευτικού προβλήματος ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησε τον κόσμο των υποβαθμισμένων περιοχών, ταλαιπωρημένο και εγκαταλελειμμένο από την πολιτεία, την Δημοτική αρχή και την Αριστερά, προς τα ακραία ρατσιστικά σχήματα και την Χρυσή Αυγή. 

 

Συμπέρασμα

 

Με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος για κυβερνητικές ευθύνες, ούτε είναι προετοιμασμένος για συγκυβέρνηση. Όμως η ιστορία επιβεβαιώνει πως «η αποτυχία της προετοιμασίας είναι η προετοιμασία της αποτυχίας». Ο αναβαθμισμένος εκλογικά ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα, διότι είναι μάλλον μία συνέπεια του προβλήματος, όπως ανέφερα προηγουμένως. Η αναγκαία πολιτική-οικονομική-κοινωνική λύση δεν θα δοθεί από τους μαθητευόμενους μάγους της Αριστεράς,  από την Σακοράφα, τον Στρατούλη και τον Λαφαζάνη. Ούτε από διανοουμένους κομματικών σπηλαίων και πανεπιστημιακών θερμοκηπίων, από κρατικοδίαιτα συνδικαλιστικά στελέχη, εκπροσώπους συντεχνιακών συμφερόντων και νοσταλγούς πελατειακών σχέσεων. Οι θεωρητικές οικονομίστικες προτάσεις ποτέ δεν οδήγησαν σε διέξοδο. Οι μαρξιστικές θεωρίες του 19ου αιώνα και οι λενινιστικές των αρχών του 20ου, έστω επικαιροποιημένες από τον Αλτουσέρ, τον Ζίζεκ και τον Μπαντιού, δεν αρκούν για την κυβερνητική πράξη. Ο κύριος λόγος είναι πως δεν μπορούν να επεξεργασθούν εναλλακτικό σχέδιο με ρεαλιστική πολιτική προοπτική. Τη βασική αυτή έλλειψη προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κρύψει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, πίσω από τακτικισμούς, λαϊκισμούς και αντιμνημονιακά συνθήματα.

Όλες οι προηγούμενες αδυναμίες που επεσήμανα, τονισμένες από ιδεολογικά δόγματα και αριστερισμό, δεν εξασφαλίζουν γνώση των συνθηκών, επαφή με την πραγματικότητα και αξιόπιστη πρακτική. Η συγκυριακή εκλογική ευφορία, σε συνδυασμό με την έλλειψη δημοκρατικής παιδείας, την κομματική αδιαλλαξία και την πίστη πως κατέχει την αλήθεια οδηγεί σε αδιέξοδα.

Η Αριστερά δεν έχει δείξει πολιτική υπευθυνότητα όταν το απαίτησαν οι περιστάσεις στις περασμένες δεκαετίες. Αλλά και σε άλλες χώρες όπου αριστερά κόμματα ανέλαβαν κυβερνητικές ευθύνες δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Επανέλαβαν τα αδιέξοδα υπό άλλη μορφή. Αυτό δεν σημαίνει πως τα κόμματα της Δεξιάς ή του Κέντρου είναι (ή τα πήγαν) καλύτερα. Όλα τα κόμματα έχουν τα αδιέξοδά τους, όπως και ο ολιγαρχικός κοινοβουλευτισμός, εντός του οποίου πορεύονται και τον οποίο στηρίζουν. Η λύση δεν βρίσκεται στα κόμματα, στην κυριαρχία των κομμάτων, στην κομματοκρατία, αλλά στην πραγματική δημοκρατία.[10]

 



[1] Βλ. Η. Κανέλλης, «Ο ΣΥΡΙΖΑ εξ ων συνετέθη» και «Ο μετρ των αριστερών κλισέ», Τα Νέα, 12 Μαΐου 2012, σ. 18 και 40.

[2] Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Π. Λαφαζάνης υποστήριζε, με ξύλινη κομματική γλώσσα και απόλυτη παλαιοκομμουνιστική σιγουριά που τρομάζει, πως μετά την έξοδο από την ευρωζώνη δεν θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα: «Αλλά τα προβλήματα που θα εμφανισθούν στη μετάβαση είναι απολύτως αντιμετωπίσιμα στην πρώτη φάση, ενώ σε δεύτερο επίπεδο θα ανοίξουν ελπιδοφόρους ανακαμψιακούς ορίζοντες» (στο site: Iskra, Ιανουάριος 2012). 

[3] Η Καθημερινή, 21. 2. 2012.

[4] Πρώτοι στη Β΄ Αθηνών ήρθαν οι πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Σ. Σακοράφα (πρώτη) και Π. Κουρουμπλής (δεύτερος).

[5] Στο τελευταίο συνέδριό του το ΚΚΕ διαπίστωνε πως ο Στάλιν ήταν «ο ηγέτης που πέτυχε τη μετάβαση από την καπιταλιστική οικονομία στη σοσιαλιστική»!

[6] Περισσότερα για τα προβλήματα της Αριστεράς βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Το τέλος της Αριστεράς», Πολίτες, αρ. 19 (Οκτώβριος 2010) και αρ. 20 (Νοέμβριος 2010). Τώρα στο Γ. Ν. Οικονόμου, Άμεση δημοκρατία. Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες, Παπαζήσης, Αθήνα, 2014..

[7] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την  κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.

[8] Στο Πρόγραμμά του (όχι το «επικαιροποιημένο» της 1ης Ιουνίου 2012) υπάρχει η πρόταση για θεσμοθέτηση δημοψηφισμάτων μόνο για κάθε τροποποίηση των Συνθηκών της Ε.Ε.  

[9] Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει την αρθρογραφία στα έντυπα του χώρου και στην Αυγή, την περίοδο Ιουνίου-Οκτωβρίου 2011.   

[10] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.