Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Κριτική στην αντιπροσώπευση

[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 7 Ιουνίου 2025]

 

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Ν. Οικονόμου:

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

Η ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

ΤΟΥ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

εκδ. Κουκκίδα, 2025

 

          AΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κριτική στην αντιπροσώπευση

 

Βασική προσφορά του Καστοριάδη είναι η διευκρίνιση για  τον πολιτειακό χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, τα οποία με αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση οι υποστηρικτές τους Δεξιοί, Κεντρώοι, αλλά και οι επικριτές τους Αριστεροί και Αναρχικοί αποκαλούν  «δημοκρατίες» ή «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες». Η βάση των αντιλήψεων αυτών είναι το γεγονός ότι σε αυτά υπάρχουν γενικές εκλογές, ελευθερία σχηματισμού κομμάτων, ατομικές ελευθερίες, καθώς επίσης ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου και ένα σύνολο κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Όμως, αυτά τα στοιχεία, που αποκρυσταλλώθηκαν  τον 20ο αιώνα, είναι σημαντικά και καινοφανή, αλλά δεν καθιστούν το κοινοβουλευτικό πολίτευμα δημοκρατικό. Απουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και οι αρχές της που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η κυριότερη απουσία είναι της πολιτικής ελευθερίας, διότι από την αρχαιότητα το κύριο και πολιτικό νόημα της ελευθερίας είναι η συμμετοχή των ατόμων στην άσκηση της εξουσίας. Η συμμετοχή αυτή καθιστά τα άτομα πολίτες. Πολίτης δεν γίνεσαι δι’ αντιπροσώπων και μένοντας εκτός εξουσίας, αλλά συμμετέχοντας άμεσα αυτοπροσώπως στην εξουσία. Η συμμετοχή αυτή, δηλαδή η πολιτική ελευθερία δεν υπάρχει στον σημερινό  κοινοβουλευτισμό που την περιστέλλει στην ελευθερία της αγοράς, στις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Σήμερα, δηλαδή, δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά ψηφοφόροι, οπαδοί και υπήκοοι.

Ο Bergson έγραφε πως «το πρόβλημα της ελευθερίας στους  μοντέρνους ήταν όπως τα παράδοξα των Ελεατών στους αρχαίους». Πράγματι, όπως οι Ελεάτες (Παρμενίδης, Ζήνων) προσπαθούσαν να αποδείξουν με θεωρητικές ακροβασίες πως η πολλαπλότητα των όντων και η κίνηση δεν υπάρχουν, έτσι και οι μοντέρνοι προσπαθούν να αποδείξουν με πολιτικές ακροβασίες ότι πολιτική ελευθερία υπάρχει, ενώ στην ουσία είναι ανύπαρκτη.

Από την άλλη, έχει συγκαλυφθεί επισταμένως  ότι από την αυγή της νεωτερικότητας, από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα ιδρύθηκαν με αντίθεση στη δημοκρατία και οι διανοούμενοί τους εξέφρασαν σαφώς αυτήν την αντίθεση. Σε αυτά τα πολιτεύματα ο Καστοριάδης ασκεί καταλυτική κριτική και καταδεικνύει ότι στην ουσία είναι ολιγαρχίες, φιλελεύθερες ολιγαρχίες, διότι οι πολλοί, η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, δεν συμμετέχουν στην εξουσία, δεν συμμετέχουν στη θέσπιση των νόμων, στην λήψη των αποφάσεων, στη διαμόρφωση και την απονομή του δικαίου, στον έλεγχο της εξουσίας.  Την εξουσία ασκούν λίγοι βουλευτές, τεχνοκράτες, γραφειοκράτες και κομματικά στελέχη που λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν τη δικαστική και κυβερνητική εξουσία. Η σφαίρα των αποφάσεων δεν είναι δημοσία, δεν ανήκει στους πολλούς, αλλά στους λίγους. 

Στον κοινοβουλευτισμό η πραγματική εξουσία δεν ανήκει στους εκλεγμένους 300 ή 400 βουλευτές, τους δήθεν αντιπροσώπους της λαϊκής βούλησης, αλλά στα κόμματα και κυρίως στο εκάστοτε πλειοψηφούν που γίνεται έτσι ο κύριος διαχειριστής της εξουσίας. Όπισθεν δε των κομμάτων ευρίσκονται οι πραγματικοί κάτοχοι της εξουσίας, τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, τα «διαπλεκόμενα» σύμφωνα με την ορολογία του συρμού, οι κάτοχοι των ισχυροτάτων mass media και της ηλεκτρονικής πληροφορικής. Αυτά τα συμφέροντα επιβάλλονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις κυβερνήσεις, οι οποίες τα προωθούν και τα εξυπηρετούν. Τουτέστιν, οι λεγόμενοι αντιπρόσωποι δεν εξυπηρετούν ούτε ενδιαφέρονται για τα «συμφέροντα του λαού» και το κοινό αγαθό.

Πράγματι, αν και οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις κόπτονται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, εν τούτοις στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι αντιπρόσωποι ήδη από τη γένεση του κοινοβουλευτισμού δεν μπορούν να εκφράσουν το κοινό συμφέρον, για τον απλούστατο λόγο ότι ένα σύνολο 300, 400 ή 500 εκλεγμένων αντιπροσώπων είναι αδύνατον να εκφράσει τα συμφέροντα ενός πληθυσμού 10, 40 ή 100 εκατ. ατόμων. Αυτό που μπορούν να εκφράσουν οι αντιπρόσωποι είναι μόνο το δικό τους συμφέρον, των οικείων τους, των κομμάτων τους και των ανώτερων οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών ελίτ οι οποίες τους στηρίζουν και τους ενισχύουν ποικιλοτρόπως. Όπως επισημαίνει ο Zeev Sternhell: «Η καθολική ψηφοφορία δεν εξασφαλίζει ούτε την ουσιαστική συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι ούτε την ισότητα ούτε την δικαιοσύνη. Η Republic από μόνη της δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτομάτως, όπως πίστευαν κατά το παρελθόν, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τη σταθερότητα των βασικών φιλελεύθερων αξιών».

Ένα μόνο παράδειγμα αρκεί για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης: η περίπτωση της βουλευτικής και υπουργικής ασυλίας που καθιερώνει την ανισότητα και καταργεί την ισότητα όλων ενώπιον του νόμου και της δικαστικής εξουσίας, καταργεί την έννοια της δικαιοσύνης. Αποτελεί δε φεουδαρχικό κατάλοιπο, όπως σημείωνε ο Hans Kelsen: «Το προνόμιο ότι ένας βουλευτής μπορεί να διωχθεί στα δικαστήρια για μία αξιόποινη πράξη, μόνον εάν συναινεί το κοινοβούλιο προέκυψε στην εποχή της απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή στην εποχή της σφοδρότερης αντίθεσης ανάμεσα στο κοινοβούλιο και στην βασιλική κυβέρνηση».     

 

Η εξουσία  ασκείται εν τέλει προς όφελος των ολίγων οικονομικώς και κοινωνικώς ισχυρών. Αυτό το έδειξε η οικονομική κρίση από το 2008, αφού οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο ευνόησαν σκανδαλωδώς τα ανώτερα στρώματα, τις τράπεζες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, το μεγάλο κεφάλαιο, τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα των ΜΜΕ. Ο κοινοβουλευτισμός γενικώς εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις επιθυμίες που εκφράζουν οι αγορές, τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα στις συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου και χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση και διατήρηση των τεραστίων οικονομικών ανισοτήτων με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων μεγιστάνων, η φτωχοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και η έλλειψη οιασδήποτε μέριμνας για την προστασία του.

Ταυτοχρόνως, οι άρχουσες ελίτ των κοινοβουλευτικών συστημάτων παραμέλησαν τα μεσαία και κατώτερα στρώματα τα οποία περιέπεσαν σε δύσκολη κατάσταση, ανεργία, υπέστησαν αυξημένη φορολογία, περικοπή συντάξεων, μισθών και επιδομάτων, αύξηση του ωραρίου εργασίας, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, ανασφάλιστη, μαύρη, επισφαλή εργασία, υποβάθμιση των κοινωνικών παροχών και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Από την άλλη, κύρια αιτία της μεγάλης οικονομικής κρίσης ήταν ακριβώς η ακραία εξυπηρέτηση από τις άρχουσες ελίτ των ιδιωτικών συμφερόντων.  

Η «αντιπροσώπευση» είναι, κατά τον Καστοριάδη, και στην θεωρία και στην πράξη, αλλοτρίωση της κυριαρχίας. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την πολιτική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους «αντιπροσωπευομένους» προς τους «αντιπροσώπους». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, η οποία επιτυγχάνεται με κύριο όργανο τις εκλογές. Αυτό το ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι’ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, πράγμα το οποίο επισημαίνει ο Αριστοτέλης. Αυτός ο πολιτικός καταμερισμός που επιβάλλει το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα επέτρεψε και επιτρέπει την αυτονόμηση των πολιτικών αποφάσεων προς όφελος των λίγων ισχυρών και πλουσίων.

Η αρχή της αντιπροσώπευσης είναι εντελώς ξένη με την ιδέα της δημοκρατίας και μεταξύ των δύο μορφών διακυβέρνησης δεν υπάρχει καμία συμπληρωματικότητα. Αντίθετα με όσα διακηρύσσει η φιλελεύθερη ιδεολογία, υπάρχει μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στην άμεση δημοκρατία και το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα. Η αντιπροσώπευση και τα κόμματα βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά, αναιρούν την δημοκρατία. Η λογική τους είναι ότι αυτά είναι ικανά να κυβερνούν, άρα πρέπει να ψηφισθούν  και να έχουν εξουσία, ενώ οι υπόλοιποι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αυτοκυβερνηθούν και ο ρόλος τους μετά τις εκλογές είναι στον ιδιωτικό χώρο. Άρα το αντιπροσωπευτικό σύστημα ελάχιστη σχέση έχει με την δημοκρατία, είναι άρνηση της δημοκρατίας και χαρακτηριστική περίπτωση ολιγαρχίας και ετερονομίας. Αλλά και άλλοι συγγραφείς λ.χ. οι Pareto, Mosca, Michels,  Schumpeter στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν διαπιστώσει ότι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα δεν είναι δημοκρατία. Οι αλήθειες αυτές συγκαλύπτονται επιμελώς από τους κρατούντες, από τα κόμματα, τις ιδεολογίες, την Αριστερά, τα ΜΜΕ, τους περισσότερους διανοουμένους και τα προνομιούχα στρώματα.

Κατά τον Καστοριάδη, η κυρίαρχη ιδέα της αντιπροσώπευσης ότι υπάρχουν «ειδικοί» της πολιτικής, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας, Ο Hegel έγραφε πως ο εαυτός εκπίπτει μέσω της αντιπροσώπευσης, ενώ ο G. Sartori πως όταν κάποιος ψηφίζει στις εκλογές έναν αντιπρόσωπο, αυτομάτως αναγνωρίζει ότι ο ίδιος είναι ανίκανος να ασκήσει πολιτική, να αποφασίσει και να σκεφθεί. Ο Καστοριάδης εκφράζει τη θέση του με χαρακτηριστικό προσωπικό τόνο: «Όσον με αφορά ως άνθρωπο ελεύθερο, δέχομαι ευχαρίστως να υπακούω στους άρχοντες που εξέλεξα και όσο αυτοί δρουν νομίμως και δεν ανακλήθηκαν. Aλλά η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να με αντιπροσωπεύει θα μου φαινόταν αφόρητα προσβλητική, εάν δεν ήταν πολύ κωμική».

 

 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ, ΟΧΙ ΣΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Ξάνθης, Εμπρός, 7 Ιουνίου 2025]

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΜΑΡΑΓΚΟ

 

1

Ποια είναι τα βασικά φιλοσοφικά και πολιτικά εργαλεία που αντλείτε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο βιβλίο σας «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα»;

 

Το βιβλίο «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα. Η επίκαιρη πολιτική πρόταση του Κορνήλιου Καστοριάδη» γράφτηκε για να εκφράσει το πολιτικό σύμπαν και την πολιτική σκέψη του Καστοριάδη. Τα φιλοσοφικά και πολιτικά εργαλεία που μπορεί να αντληθούν από το έργο του Καστοριάδη είναι πολλά και αυτά αναλύονται στο βιβλίο αυτό. Όμως εδώ μπορούμε να αναφέρουμε δύο, όσον αφορά την πολιτική του σκέψη. Τα βασικά στοιχεία αυτής της σκέψης είναι η αυτονομία και η δημοκρατία, οι οποίες είναι αλληλένδετα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Εν προκειμένω, δημοκρατία σημαίνει άμεση δημοκρατία και όπως σωστά λέει ο ίδιος, η δημοκρατία  δεν μπορεί παρά να είναι άμεση. Σε αυτήν όλοι οι πολίτες συμμετέχουν άμεσα στη διαμόρφωση και την θέσπιση των νόμων (αυτονομία). Να σημειωθεί ότι από την αρχαιότητα μέχρι τον 18ο αιώνα, οι φιλόσοφοι, οι στοχαστές και άλλοι διανοούμενοι όταν μιλάνε για δημοκρατία εννοούν την άμεση.

Σήμερα είμαστε αναγκασμένοι να βάζουμε το επίθετο «άμεση» για να δηλώσουμε την πραγματική δημοκρατία, διότι από τον 19ο αιώνα ο Γάλλος πολιτικός στοχαστής Τοκβίλ χρησιμοποίησε τον όρο δημοκρατία για να περιγράψει το διαμορφωνόμενο τότε αντιπροσωπευτικό σύστημα, την RepublicRépublique), και έκτοτε γενικεύθηκε, έγινε μόδα και συνήθεια. Πρόκειται όμως περί ψεύδους, διότι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα ουδεμία σχέση έχει με την δημοκρατία, αλλά είναι καθαρή ολιγαρχία αφού οι λίγοι κυβερνούν, οι λίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και ψηφίζουν τους νόμους ερήμην της κοινωνίας και προς όφελος των λίγων ισχυρών και των οικονομικών συμφερόντων. Η διάγνωση αυτή είναι ένα σημαντικό εργαλείο που μας προσφέρει ο Καστοριάδης για να καταλάβουμε την πραγματικότητα και να προσανατολισθούμε σε αυτήν, δηλαδή να δράσουμε.

 

2

Πώς συνδέετε το πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας με την κρίση των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων, όπως ο κοινοβουλευτισμός και η σοσιαλδημοκρατία;

 

Η αυτονομία και η δημοκρατία δεν είναι μόνο σκέψη και θεωρία αλλά κυρίως πράξη, είναι η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι συνθήκες για ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέψουν την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην λήψη των αποφάσεων και στην θέσπιση των νόμων. Αυτή η προσπάθεια είναι αναγκαία σήμερα στην μεγάλη κρίση των κοινοβουλευτικών συστημάτων, στα οποία, όλες οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς, οι λεγόμενες εναλλακτικές, απέτυχαν να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και οικολογικά προβλήματα. Η μεγάλη αποτυχία τους ήταν το γεγονός ότι κατά την διακυβέρνησή τους, παρά τα θετικά πράγματα που έκαναν και την σχετική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων, δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να προβούν σε σημαντικές θεσμικές αλλαγές που θα επέτρεπαν την συμμετοχή της κοινωνίας στη διαμόρφωση και την λήψη των αποφάσεων.

Το αποτέλεσμα ήταν να επανέλθουν στην εξουσία τα κόμματα των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, των τραπεζών και των ιδιοκτητών των μεγάλων ΜΜΕ και να εκτρέπουν το κοινοβουλευτικό καθεστώς προς αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, οι οποίες καταργούν στην πράξη τις αρχές του κοινοβουλευτισμού και τις κατακτήσεις των κατωτέρων στρωμάτων. Έτσι το καθεστώς αυτό μετατρέπεται σε ένα μετα-κοινοβουλευτικό καθεστώς, με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν οι εκλογές, τα κόμματα και το κοινοβούλιο, όμως οι ουσιαστικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται από αυτό αλλά από την κυρίαρχη κυβερνητική εξουσία και από κέντρα εκτός του κοινοβουλίου τα οποία ούτε εκλέγονται ούτε ελέγχονται (ΕΕ, αγορές, Τράπεζες, ΔΝΤ, ΠΟΕ κ.λπ). Δηλαδή στον μετα-κοινοβουλευτισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι μόνον ερήμην της κοινωνίας αλλά και ερήμην του κοινοβουλίου, χωρίς καμία διαφάνεια, χωρίς κανέναν έλεγχο. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν σήμερα είναι η ανάδειξη των αξιών της αυτονομίας και της (άμεσης) δημοκρατίας σε αντιπαράθεση με την αποτυχία του κοινοβουλευτισμού.

 

3

Τι σημαίνει για εσάς ο όρος «ετερονομία» και πώς αντιπαρατίθεται με την έννοια της «αυτοθέσμισης»;

 

Αυτή η κατάσταση που περιέγραψα πιο πάνω δίνει μια προσέγγιση της ετερονομίας. Ο νόμος δεν θεσπίζεται από την κοινωνία, από το σύνολο των ανθρώπων αλλά από τους λίγους κομματικούς γραφειοκράτες εντός και εκτός των χωρών. Κάποιος άλλος, έτερος, θέτει τον νόμο για μας και εμείς εκτελούμε. Στην ετερονομία αντιπαρατίθεται η αυτονομία: εμείς οι ίδιοι άμεσα θέτουμε τον νόμο για μας. Στην ετερονομία υπάρχει ο διαχωρισμός σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε αυτούς που τις εκτελούν, ανάμεσα στους κυβερνήτες και τους εκτελεστές, ενώ στην αυτονομία αυτός ο διαχωρισμός δεν υπάρχει.

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε έναν γενικό ορισμό της ετερονομίας που δίνει ο Καστοριάδης βασισμένο στην αυτοθέσμιση. Κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται, αλλά η ετερόνομη συγκαλύπτει την αυτοθέσμισή της αποδίδοντάς την σε ένα εξωκοινωνικό παράγοντα (θεό, προγόνους, φύση, πνεύματα της φυλής) με αποτέλεσμα να υποδουλώνεται στην θέσμισή της και να μην την αλλάζει και η θεσμισμένη κοινωνία να επικαλύπτει την θεσμίζουσα κοινωνία. Ενώ στην αυτονομία η κοινωνία αναγνωρίζει ρητώς την αυτοθέσμισή της με συνέπεια να μπορεί να αμφισβητεί και να αλλάζει τους θεσμούς της, να επιτρέπει στην θεσμίζουσα κοινωνία να δρα και να θεσμίζει.

 

4

Ποια παραδείγματα της σημερινής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας θεωρείτε ενδείξεις της «βαρβαρότητας» που περιγράφει ο Καστοριάδης;

 

Ο Καστοριάδης θεωρεί ότι μια κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση βαρβαρότητας όταν χαρακτηρίζεται είτε από ιστορική στασιμότητα είτε από βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις δίχως όμως καμία ιστορική δημιουργικότητα, δηλαδή μια κλειστή κοινωνία που λιμνάζει ή που δεν ξέρει παρά να γίνεται κομμάτια δίχως να δημιουργεί τίποτε. Είναι δυστυχώς η γενική κατάσταση που υπάρχει σήμερα. Εκτός από την τεχνολογία και τις νέες επιτεύξεις της δεν υπάρχει ουσιαστική δημιουργία στους πολιτικούς θεσμούς, στον πολιτισμό, στην ηθική, στις σχέσεις των ανθρώπων, στην προστασία του περιβάλλοντος. Τα σημάδια για την επερχόμενη βαρβαρότητα είναι πολλά: ο ακροδεξιός Τραμπ στις ΗΠΑ με τον Ίλον Μασκ, η αυθαίρετη πολεμική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και συνεχιζόμενη πάνω από δύο έτη, η ολοσχερής καταστροφή και ο ανελέητος σφαγιασμός των αμάχων, των γυναικών και των παιδιών Παλαιστινίων στη Γάζα από την αδίστακτη πολεμική μηχανή του Ισραήλ υπό τις ευλογίες του Δυτικού κόσμου, η γενική στασιμότητα στην Ευρώπη και η άνοδος της ακροδεξιάς, η οποία βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας με άγριες διαθέσεις. Ταυτοχρόνως η οικολογική καταστροφή και η κλιματική αλλαγή που οφείλονται στην αναλγησία και ασυδοσία του άγριου καπιταλισμού με την βοήθεια των κοινοβουλευτικών καθεστώτων, δημιουργεί εφιαλτικές συνθήκες για τις επόμενες γενιές, όπως προειδοποιούν επιστήμονες και οικολογικές οργανώσεις. 

Στην Ελλάδα επίσης τα σημάδια είναι πολλά: η αυταρχική κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη περιλαμβάνει γνωστά ακροδεξιά στελέχη  και κυβερνά έχοντας λάβει το 40% των ψήφων, είναι δηλαδή κυβέρνηση ουσιαστικά μειοψηφίας, όπως και οι προηγούμενες, που αποφασίζει για το υπόλοιπο 60%! Αυτή η κυβέρνηση έχει εξαγοράσει τα ΜΜΕ με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πραγματική ενημέρωση και έχει διορίσει την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας με συνέπεια να μην αποδίδεται δικαιοσύνη στα μεγάλα σκάνδαλα που συγκλόνισαν την χώρα: τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων με υπεύθυνο τον ίδιο τον πρωθυπουργό. το έγκλημα των Τεμπών στο οποίο από ό,τι φαίνεται εμπλέκεται το περιβάλλον του πρωθυπουργού, το οποίο φροντίζει εμφανώς και διακαώς για την συγκάλυψη των ευθυνών του. Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση προβαίνει σε συνταγματικές παρεκτροπές, σε διάλυση του ΕΣΥ, της δημόσιας εκπαίδευσης, του σιδηροδρομικού δικτύου και λοιπών δημοσίων υπηρεσιών, φαλκιδεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, βασιζόμενη σε μια ασύστολη προπαγάνδα ψευδών και τρομοκρατίας από τα εξαγορασμένα ΜΜΕ, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα γνωστά  αυταρχικά καθεστώτα του μεσοπολέμου. Όλα αυτά προοιωνίζονται μια πρωτοφανή βαρβαρότητα, εάν η κοινωνία δεν αντιδράσει.

 

5

Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ρεαλιστική και εφαρμόσιμη σήμερα την πρόταση της άμεσης δημοκρατίας;

 

Το ερώτημα αυτό είναι εύλογο και πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όμως εύλογα είναι και ένα σωρό άλλα σχετικά ερωτήματα που προηγούνται: τι πολίτευμα θέλουμε; Θέλουμε κάποιες θεσμικές αλλαγές; Ποιες είναι αυτές και γιατί δεν τις διεκδικούμε; Πώς ανεχόμαστε να ζούμε σε ένα καθεστώς που αποφασίζει χωρίς εμάς και εναντίον μας; Και επί πλέον να νομίζουμε ότι αυτό είναι δημοκρατικό;  Αυτά τα ερωτήματα που δεν τίθενται στη δημόσια συζήτηση, πρέπει να τεθούν και να αρχίσει η προσπάθεια για την απάντησή τους.

Ασφαλώς η επίτευξη της δημοκρατίας δεν είναι εύκολο πράγμα διότι απαιτούνται άτομα που την θέλουν και αγωνίζονται για την έλευσή της, όμως δεν μπορεί αυτό να γίνει χωρίς κάποιες ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές. Εδώ συναντάμε ένα άλλο ζήτημα, το ζήτημα των αναγκαίων θεσμικών αλλαγών που προετοιμάζουν το έδαφος. Τέτοιες θεσμικές αλλαγές θα ήταν:

- Νομοθέτηση ενός ή δύο δημοψηφισμάτων κάθε έτος για ουσιαστικά ζητήματα.

- Η αναγκαία αναδιάρθρωση της δικαστικής εξουσίας με ανεξαρτητοποίησή της από την κυβερνητική εξουσία και εκλογή των δικαστών.

- Χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους.

- Κυβερνήσεις πραγματικής πλειοψηφίας (δηλαδή 51% των ψήφων) και όχι εικονικής.

- Συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής.

- Κατάργηση της υπουργικής και βουλευτικής ασυλίας

Το ερώτημα είναι, γιατί αυτές οι σχετικά εύκολες θεσμικές αλλαγές δεν γίνονται; Το δημοψήφισμα ή ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους ή η κατοχύρωση της απλής αναλογικής είναι εύκολο να γίνουν όπως γίνονται σε άλλες χώρες, με μια απλή απόφαση, με ένα νόμο ή με συνταγματική αναθεώρηση. Δεν γίνονται όμως διότι ούτε η άρχουσα τάξη το θέλει ούτε η κοινωνία το απαιτεί. Ομοίως και για τις άλλες θεσμικές αλλαγές. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ουσία: για να γίνουν αλλαγές χρειάζεται η βούληση του κοινωνικού πλήθους, και αυτή η βούληση δεν υπάρχει σήμερα ούτε για αυτονόητες, εύλογες και εύκολες αλλαγές. Με άλλα λόγια, η (άμεση) δημοκρατία είναι πορεία θεσμικών αλλαγών, δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η προσπάθεια του Καστοριάδη, η δική μου και αρκετών άλλων είναι να αφυπνισθεί η κοινωνική πλειοψηφία προς την κατεύθυνση αυτή.

Από την στιγμή όμως που διαπιστώνουμε ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι ολιγαρχικό, τότε αναπόφευκτα τίθεται το ζήτημα της αλλαγής του σε δημοκρατικό. Συνεπώς η ουσία εδώ είναι ότι η πρόταση για αυτονομία και δημοκρατία είναι λογική, εύλογη, δίκαιη, σωστή και καλώς τεκμηριωμένη από ένα φιλόσοφο που ανήκει στους σημαντικότερους διανοητές του 20ου αιώνα. Η πρόταση αυτή είναι και η απάντηση στην σημερινή παρακμή και κατάρρευση των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων Είναι δε εφικτή αφού υπήρξε στην αρχαία Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο όρος, η έννοια και το πολίτευμα της δημοκρατίας δημιουργήθηκαν εκεί, ότι από αυτό καταγόμαστε και ότι ήταν τέτοια η προσφορά του και η σημασία του που όλοι σχεδόν σήμερα μιλάνε για δημοκρατία, όμως με λάθος τρόπο, εννοώντας οι περισσότεροι τα ολιγαρχικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Από την άλλη, είναι γελοίο να επαινούμε τα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα στους διάφορους τομείς και να μην εκτιμούμε την άμεση δημοκρατία, ειδικά της Αθήνας, από την οποία προήλθαν σχεδόν όλα αυτά τα επιτεύγματα. 

 

6

Πώς διαφοροποιείται η πρόταση σας, όπως αυτή αρθρώνεται στο βιβλίο «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα», από άλλες σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις της πολιτικής αλλαγής, όπως ο ελευθεριακός σοσιαλισμός (Bookchin) ή οι μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας (Pateman);

 

 

Οι προτάσεις του Bookchin πέρασαν πολλές αλλαγές από τότε που διέρρηξε τις σχέσεις του με τον αναρχισμό στα μέσα της δεκαετίας του 1990: «ελευθεριακός σοσιαλισμός», «συνομοσπονδιακός δημοτισμός», «ελευθεριακός δημοτισμός», «κομμουναλισμός» και μέσα σε όλα αυτά η «κοινωνική οικολογία» και η «άμεση  δημοκρατία». Όπως καταλαβαίνει κάποιος υπάρχει σύγχυση στις επιδιώξεις του οι οποίες δεν μπόρεσαν να διευκρινισθούν, διότι η τελευταία δεκαετία της ζωής του ήταν δύσκολη  από ζητήματα υγείας. Με τον  Bookchin ασχολήθηκα αναλυτικά στο βιβλίο μου «Δημιουργώντας ξανά την πολιτική», AthensSchool 2021, οπότε δεν μένει παρά να συνοψίσω εδώ την κριτική μου. Ο Bookchin παρέμεινε εξαρτημένος από τον οικονομισμό του Μαρξ με συνέπεια οι προτάσεις του να διέπονται από ένα είδος οικονομισμού, όπως φαίνεται στην εμμονή του για την κοινή κατοχή των οικονομικών μέσων και αγαθών από τους τοπικούς δήμους («δημοτικοποίηση»). Οι δε αναφορές του στην άμεση δημοκρατία είναι διαδικασιοκρατικές, δηλαδή την αντιμετωπίζει ως διαδικασία, ως μέσον, για τον σκοπό του κομμουναλισμού.   

Όσον αφορά τις προτάσεις για «συμμετοχική δημοκρατία», αυτές προήλθαν από διανοουμένους και  πολιτικούς του Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας. ας θυμηθούμε τους ανεκδιήγητους Τόνι Μπλαιρ, Γ.Α. Παπανδρέου (με «ηγερία» την Μαρία Δαμανάκη που συνέγραψε και ένα συνονθύλευμα απόψεων)  και την Σεγκολέν Ρουαγιάλ στη Γαλλία. Προσπάθησαν να εντάξουν κάποια στοιχεία συμμετοχής στον κοινοβουλευτισμό με σκοπό να αποσοβήσουν την κρίση του και την αποτυχία του, αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό, όπως βλέπουμε σήμερα. Οι αφηγήσεις αυτές δεν φτούρισαν διότι στερούνταν συνοχής, σοβαρότητας και φιλοσοφικής βάσης, ήταν μια καθαρή θεωρητική κατασκευή χωρίς την βούληση και την προσπάθεια για πρακτική εφαρμογή.

 

7

Αν υποθέσουμε πως η αυτονομία είναι ένα ανοιχτό, διαρκές πρόταγμα και όχι ένας τελικός προορισμός, τι σημαίνει αυτό για εσάς προσωπικά σήμερα – ως στοχαστή, ως πολίτη, και ως άνθρωπο που επιλέγει να αντιστέκεται στη βαρβαρότητα του καιρού μας;

 

 

Η αυτονομία και η δημοκρατία είναι το ζητούμενο, ο σκοπός. Για την επίτευξή του χρειάζονται στόχοι, δηλαδή συγκεκριμένες θεσμικές αλλαγές όπως αυτές που ανέφερα στην ερώτηση 5, καθώς επίσης και άλλες που οπωσδήποτε θα θέσει ένα κοινωνικό πλήθος συγκροτημένο σε συλλογικό υποκείμενο με διαβούλευση, παρρησία και ισηγορία. Το ζητούμενο δηλαδή είναι να αναδυθεί το πρόταγμα της αυτονομίας, που δεν υπάρχει σήμερα. Για να γίνει δυνατό αυτό χρειάζεται ένας νέος Διαφωτισμός που θα θέτει τα ζητήματα με σαφήνεια και αποφασιστικότητα, διευκρινίζοντας τι σημαίνει ολιγαρχία και τι δημοκρατία, διαδίδοντας την αλήθεια για τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των κοινοβουλευτικών καθεστώτων, διαφοροποιούμενος από την κυρίαρχη ιδεολογία της αντιπροσώπευσης, δεξιάς, κεντρώας και αριστερής.

            Το έργο αυτό είναι μονόδρομος αφού όλες οι άλλες προσπάθειες αποδείχθηκαν αδιέξοδες και ολέθριες, όπως η προσπάθεια της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της, που κατέληξε σε αποτυχία. Η αποτυχία αυτή  προήλθε τόσο από την ιδεολογία της (μαρξισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός) όσο και από την απροθυμία ή την αδυναμία της να εγκολπωθεί τις αρχές της δημοκρατίας. Αυτά λοιπόν που προσπαθώ να αναδείξω είναι ότι η δημοκρατία είναι μια νέα ιδέα που πρέπει να τεθεί ως σκοπός του πολιτικού αγώνα, ότι ο άλλος πνευματικός και πολιτικός  δρόμος που χρειάζεται σήμερα, είναι ο δρόμος προς την (άμεση) δημοκρατία η οποία δεν υπάρχει πουθενά, προς το πολίτευμα της δημοκρατίας στο πλαίσιο που εξήγησα πριν. Έτσι προσπαθώ στο νέο μου βιβλίο, να αναδείξω ότι το δίλημμα «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα» είναι επίκαιρο, είναι κάτι σαν το «Ελευθερία ή θάνατος».