Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ


[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 23 Σεπτεμβρίου 2019]


Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Oikonomouyorgos.blogspot.com


ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ


            Στην απάντηση των Δ. Ψαρρά-Δ. Καρύδα (εφσυν 5/8/2019) χρειάζονται ορισμένες διευκρινίσεις.
            1. Οι δύο συντάκτες παραδέχθηκαν εμμέσως το λάθος τους όσον αφορά στις απόψεις του Καστοριάδη για την αρχαία Ελλάδα, αφού αναδιατύπωσαν την άποψή τους. Σε αυτήν λοιπόν την αναδιατύπωση απαντώ στο παρόν κείμενο. Η ανάλυση του Καστοριάδη για τον αρχαιοελληνικό κόσμο δεν έχει «αφαιρετικό και αδιαφοροποίητο χαρακτήρα», όπως γράφουν οι δύο συντάκτες, αλλά συγκεκριμένο και στοχευμένο. Αναζητά τις ρίζες του δυτικού πολιτισμού και την ανάδυση, για πρώτη φορά στην ιστορία, του προτάγματος της αυτονομίας. Η ανάδυση αυτή σηματοδοτήθηκε από την αμφισβήτηση των παραδοσιακών κυρίαρχων σημασιών τόσο στο χώρο των αντιλήψεων όσο και στον χώρο των θεσμών, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της δημοκρατίας. Αυτές τις νέες δημιουργίες αναδεικνύει ο Καστοριάδης με μοναδικό τρόπο και πιστεύει ότι αποτελούν, όχι ένα μοντέλο, αλλά ένα γόνιμο σπέρμα για το σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό διαφοροποιεί την δημοκρατική πόλιν, από τις ολιγαρχικές, αριστοκρατικές πόλεις και από την μακεδονική μοναρχία.     
       Πιστεύει επίσης πως αυτές οι δημιουργίες της δημοκρατίας σταμάτησαν οριστικώς τον 4ο π.Χ. αιώνα και όσα ακολούθησαν δεν αποτελούν καμία συνέχεια ενός αόριστου και εθνικιστικού «ελληνισμού». Ουδέποτε ο Καστοριάδης έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «ελληνισμός» - όταν αναφέρεται στον «ελληνικό κόσμο», εννοεί πάντα την αρχαία Ελλάδα μέχρι τον 4ο π.Χ. Ούτε ο μακεδονικός κόσμος ούτε ο ελληνιστικός αποτελούν «συνέχεια» αυτού του κόσμου - αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. πολύ δε περισσότερο ο βυζαντινός, για τον οποίο έχει γράψει ένα από τα καλύτερα κείμενα επί του θέματος («Οι μύθοι της παράδοσής μας»). Σε αυτό το κείμενο ο Καστοριάδης αναδεικνύει την ιλιγγιώδη διαφορά του σκοτεινού βυζαντινού κόσμου από τους κλασικούς χρόνους, με άλλα λόγια την πολιτική, πολιτισμική και ανθρωπολογική τομή ανάμεσά τους, την α-συνέχειά τους. Και είναι σαφέστατος όταν γράφει ότι  οι δύο κόσμοι είναι εντελώς ξένοι μεταξύ τους και θα πρέπει ο Νεοέλληνες να επιλέξουν μεταξύ των δύο αντιφατικών κόσμων.
            Ως γνωστόν ο σκληρός πυρήνας της περιβόητης «συνέχειας του ελληνισμού» είναι η ένταξη του Βυζαντίου στο ιδεολόγημα αυτό από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο που επαναλαμβάνεται, πάντα ατεκμηρίωτα, από τους νεο-ορθόδοξους και την Αρβελέρ. Αυτό το αφήγημα διαρρηγνύει ο Καστοριάδης αρκετές φορές, ιδίως με το προαναφερθέν κείμενο. Και η α-συνέχεια αυτή υπάρχει και στην νεώτερη Ελλάδα μετά τον 18ο αιώνα.  
            Είναι σίγουρο ότι οι εθνικιστές και οι υποστηρικτές του ιδεολογήματος της συνέχειας δεν καταφεύγουν στη ρηξικέλευθη κριτική του Καστοριάδη κατά του Βυζαντίου, ούτε στις αξίες της ελευθερίας, της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή στη συμμετοχή όλων στην εξουσία, ούτε στην ριζοσπαστική κριτική του στις αντιδημοκρατικές και μεταφυσικές αντιλήψεις του Πλάτωνα, ούτε στις θετικές απόψεις του για τους Σοφιστές, ούτε στην ανάδειξη των απόψεων τού Αριστοτέλη για το δίκαιο, την ισότητα και τον πολίτη. Η ανάλυση του Καστοριάδη είναι φιλοσοφική και πολιτική, όχι εθνικιστική ρητορεία περί ενδόξων προγόνων.
            2. Η είσοδος του Καστοριάδη στην ελληνική σκηνή ήταν το 1980 πρώτη φορά - το 1989 ήταν η δεύτερη. Το 1980 έκανε σεμινάρια στη Χίο με θέμα «Η γένεση της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα». Επίσης έδωσε στην Αθήνα μία διάλεξη στην Ιατρική Σχολή Αθηνών για την Ψυχανάλυση και, με πρωτοβουλία μιας παρέας νέων, δύο ομιλίες πολιτικού περιεχομένου στην ΑΣΟΕΕ, για τις δυνατότητες της αυτονομίας και της δημοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο. Σε αυτές προσήλθε πλήθος κόσμου και τα αμφιθέατρα ήταν κατάμεστα. Ο Καστοριάδης ανέπτυξε τα θέματά του με τις πρωτότυπες και  αιρετικές απόψεις του που δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και έθεσαν πράγματι θρυαλλίδες στις καθιερωμένες αντιλήψεις περί αρχαίας Ελλάδας, περί φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης, περί αντιπροσωπευτικού συστήματος, αυτονομίας και δημοκρατίας, περί μαρξισμού και σοσιαλισμού, και ασφαλώς περί της αποτυχημένης και ανίκανης Αριστεράς. Με αυτήν την έννοια η παρουσία του ήταν πράγματι «ανατρεπτική».
             3. Όσον αφορά στα γραφόμενα του Λεφόρ σε ιδιωτική επιστολή, θα πρέπει να υπεισέλθουμε στην ερμηνεία ιδιωτικών γνωμών, άρα σε δύσβατα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά. Κατ’ αρχάς υπάρχει πρόβλημα με την γνώμη του ότι ο Καστοριάδης «αναπαράγει ανεστραμμένον τον ολοκληρωτικό μύθο»! Τι σημαίνει «ανεστραμμένος ολοκληρωτικός μύθος»; Δεν νομίζω ότι έχει κάποιο νόημα. Είναι μία κενή φράση. Ανήκει στις φραστικές ακροβασίες που συνηθίζουν οι Γάλλοι διανοούμενοι.
            Για την δεύτερη ιδιωτική γνώμη του Λεφόρ, η δική μου ερμηνεία είναι η εξής: ο Λεφόρ ενοχλείται επειδή ο Καστοριάδης ασκεί ριζική κριτική στο καπιταλιστικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα, εντός τού οποίου κέρδιζε το...βούτυρό του – όπως το κέρδιζε άλλωστε και ο ίδιος ο Λεφόρ και ο Πουλαντζάς. Θα έπρεπε δηλαδή  ο Καστοριάδης να μην «αισθάνεται ξένος» με την κοινωνία αυτή, να της είναι ευγνώμων και να μην αναζητά κάποια άλλη καλύτερη. Απαιτεί από τον Καστοριάδη υπακοή στο σύστημα και συμμόρφωση στο «τέλος  της ιστορίας», στα οποία δυστυχώς κατέληξε ο Λεφόρ.
            Εδώ βρίσκεται μία μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στους δύο στοχαστές, αφού ο Λεφόρ θεωρεί ότι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατικό, συνεπώς δεν χρειάζεται αλλαγή, ενώ ο Καστοριάδης το θεωρεί ολιγαρχικό, όπως είναι πράγματι, και διατυπώνει ιδέες για την αλλαγή του προς μία δημοκρατική κοινωνία.   
             

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΛΕΝΙΝ


[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 30 Αυγούστου 2019]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας


ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΛΕΝΙΝ


            Τον Ιανουάριο 2019 συμπληρώθηκαν 100 έτη από την άγρια δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τα Freikorps, αλλά η ζωή της και οι ιδέες της είναι σχεδόν άγνωστες σε μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Ο κύριος λόγος είναι ότι εκπροσωπούσε στο μαρξιστικό κομμουνιστικό κίνημα την αντιαυταρχική αντίληψη, υπερασπιζόταν τις ελευθερίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την πίστη στις δυνατότητες των ίδιων των εργαζομένων - ήταν δηλαδή εντελώς αντίθετη στην λενινιστική αντιδημοκρατική ιδεολογία και μονοκομματική πρακτική. Αυτή η αντίληψη της Λούξεμπουργκ φάνηκε από πολύ ενωρίς, ήδη από το 1904 στο έργο της «Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»,[1] με την κριτική της στην αυταρχική και υπερσυγκεντρωτική αντίληψη του Λένιν για την οργάνωση και τον ρόλο του Κόμματος, όπως αυτή εκφράσθηκε στο «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω» (1904).
            Στο έργο της αυτό η Λούξεμπουργκ επικρίνει δριμύτατα την σιδηρά λενινιστική πειθαρχία στην Κεντρική Επιτροπή, στην οποία υποχρεώνονταν όλα τα μέλη, οργανώσεις και όργανα του Κόμματος. Με τον υπερσυγκεντρωτισμό του Λένιν, όλοι είναι εκτελεστικά όργανα της Κεντρικής Επιτροπής χωρίς καμία αυτονομία και ανεξαρτησία. Αυτήν την τυφλή υπακοή παρομοιάζει η Λούξεμπουργκ με την υπακοή που απαιτεί το καπιταλιστικό εργοστάσιο, ο στρατώνας και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός. «Ένα παντοδύναμο κέντρο, γράφει η Λούξεμπουργκ, περιβεβλημένο με απεριόριστο δικαίωμα ελέγχου και επέμβασης, σύμφωνα με το πρότυπο του Λένιν, θα περιέπιπτε σε παραλογισμό, αν η αρμοδιότητά του έφθανε ως τις αποκλειστικά τεχνικές λεπτομέρειες». Έτσι και έγινε.
            Συνεχίζει η Λούξεμπουργκ: «Παραχωρώντας στο διευθυντικό όργανο του κόμματος εξουσίες τόσο απόλυτες, αρνητικού χαρακτήρα, όπως θέλει ο Λένιν, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δυναμώνει σε πολύ επικίνδυνο βαθμό τη συντηρητικότητα, που φυσικά είναι συμφυής σε αυτό το όργανο». Και: «Ο υπερσυγκεντρωτισμός που υπερασπίζεται ο Λένιν μας φαίνεται εμποτισμένος όχι από θετικό και δημιουργικό πνεύμα, αλλά από το άγονο πνεύμα του νυκτοφύλακα» και οδηγεί στην εξουσία της γραφειοκρατίας και των διανοουμένων επί των εργαζομένων. Όπως και έγινε.
             Σε ένα άλλο προφητικό κείμενό της του 1918, «Κριτική στη ρωσική επανάσταση» η Λούξεμπουργκ ασκεί οξεία κριτική στις πρακτικές του Λένιν που, μετά την αιφνιδιαστική κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβριο 1917 από τους  μπολσεβίκους, είχε εγκαθιδρύσει ένα δικτατορικό καθεστώς - και από τον Ιούλιο 1918 μονοκομματικό -, καταργώντας αυθαιρέτως την νομίμως εκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση, ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, όλα τα άλλα αριστερά κόμματα, διώκοντας καντέτους, μενσεβίκους, εσέρους και αναρχικούς.
            Η Λούξεμπουργκ ασκεί κριτική στον Λένιν για την αυθαίρετη κατάργηση της Συντακτικής, διότι πίστευε πως τα σοβιέτ θα παρέμεναν δημοκρατικά μόνο σε συνδυασμό με μία ελευθέρως λειτουργούσα Συνέλευση και όχι υπό την δικτατορία ενός κόμματος, του μπολσεβίκικου. Γράφει η Λούξεμπουργκ: «Αλλά το φάρμακο που ανακάλυψαν ο Λένιν και ο Τρότσκυ, η γενική κατάργηση της δημοκρατίας, είναι χειρότερο ακόμα και από την ίδια την αρρώστεια που ήταν να θεραπεύσουν: καταστρέφει αυτήν την ίδια τη ζωντανή πηγή, από την οποία μπορεί να διορθωθεί κάθε φυσική ατέλεια των κοινωνικών θεσμών, την ενεργό, ανεμπόδιστη, δραστήρια πολιτική ζωή όσο το δυνατόν ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων». Επίσης: «Από την κριτική των Λένιν και Τρότσκυ για τους δημοκρατικούς θεσμούς, συμπεραίνεται πως βασικά αρνούνται την εθνική αντιπροσωπεία με γενικές εκλογές και ότι θέλουν να στηριχθούν μόνο στα σοβιέτ. Δεν βλέπουμε τότε τον λόγο που καθιερώθηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα». Καταλήγει η Λούξεμπουργκ: «Λοιπόν και Σοβιέτ, σαν σπονδυλική στήλη και Συντακτική με καθολική ψηφοφορία».
            Όσον αφορά στην κατάργηση των ατομικών ελευθεριών, των εφημερίδων και των κομμάτων γράφει: «Χωρίς γενικές εκλογές, χωρίς απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, χωρίς ελεύθερη διαπάλη των ιδεών, η ζωή πεθαίνει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία απομένει το μόνο ενεργό στοιχείο». Έτσι αντί για δικτατορία του προλεταριάτου εγκαθιδρύθηκε δικτατορία του Κόμματος: «Υπάρχει λοιπόν στο βάθος μία κυβέρνηση κλίκας, μία δικτατορία είναι αλήθεια, όχι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου, όχι: η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή μία δικτατορία με την αστική έννοια και με την έννοια της ιακωβίνικης κυριαρχίας».
            Η Λούξεμπουργκ ήταν εναντίον της ιακωβίνικης αντίληψης του Λένιν και πίστευε ότι το πιο σημαντικό είναι η άμεση και αυτόνομη δράση των ανθρώπων, διότι χάρη σε αυτήν αποκτούν την αίσθηση των πολιτικών ευθυνών. ‘Εδινε προτεραιότητα στη δραστηριότητα των ίδιων των εργαζομένων, που έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθη, διότι έτσι εκπαιδεύονται και μαθαίνουν. Θεωρούσε πως τα λάθη που έγιναν από το κοινωνικό κίνημα, είναι πιο γόνιμα και πιο πολύτιμα από το «αλάθητο» της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής. Για την Λούξεμπουργκ το καθοριστικό στοιχείο ήταν το κοινωνικό πλήθος, ενώ για τον Λένιν το Κόμμα. Δυστυχώς επιβλήθηκαν πραξικοπηματικά οι ανελεύθερες απόψεις και δικτατορικές πρακτικές του Λένιν και οδήγησαν ένα κίνημα, που είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις τον Φεβρουάριο 1917, στον ολοκληρωτισμό. 
            Οι διαγνώσεις της «κόκκινης Ρόζας» ήταν καίριες και επαληθεύθηκαν από την Ιστορία.


[1] Τα δύο κείμενα της Λούξεμπουργκ, στα οποία αναφέρομαι εδώ, υπάρχουν στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα έργα, τόμος Α’, μτφρ. Α. Στίνα, Υδροχόος, Αθήνα, 1972.