Από το βιβλίο του Γιώργου Ν. Οικονόμου
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973: Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
εκδ. Νησίδες, 2013 (2η έκδοση 2023)
Η ανύπαρκτη «γενιά»
Η χρήση λοιπόν του όρου «γενιά του Πολυτεχνείου» με τον τρόπο που γίνεται είναι άστοχη και λανθασμένη, αν δεν είναι σκόπιμη για να αποπροσανατολισθεί η συζήτηση από την ουσία, από την πυρακτωμένη εξέγερση και να επικεντρωθεί σε πρόσωπα της Μεταπολίτευσης που δεν έχουν πια ουδεμία σχέση με την εξέγερση[1]. Επομένως η απόδοση των ευθυνών για την χρεοκοπία σε αυτή την ανύπαρκτη «γενιά» με τον τρόπο που γίνεται, δηλώνει είτε εμπάθεια είτε έλλειψη πολιτικής αντίληψης είτε ανικανότητα κατανόησης που χαρακτηρίζει ορισμένους συστημικούς διανοουμένους, άκαπνους πολιτικούς και κακούς αργυρώνητους δημοσιογράφους. Πέραν του ότι δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική και πολιτική πραγματικότητα, δεν δηλώνει ιστορική και πολιτική συνείδηση και ούτε δημιουργεί τέτοια. Δηλώνει μάλλον εμπαθή αντιπαλότητα απέναντι στην εξέγερση και ιδεολογική σκοπιμότητα προς αποφυγή ανάληψης ευθυνών για την μεταπολιτευτική αφασία και χρεοκοπία, με την απόκρυψη των ευθυνών του συστήματος και των ιδίων ατόμων που εκφράζουν αυτήν την άποψη, τις οποίες ευθύνες μεταφέρει σε κάποια γνωστά πρόσωπα. Οι διαστρεβλώσεις και συγκαλύψεις στα ιστορικά και πραγματικά γεγονότα, με τον επιπόλαιο και επιφανειακό τρόπο που γίνονται, είναι καθαρά νεοελληνικό φαινόμενο.
Η χρήση του όρου «γενιά» και η επικέντρωση σε αυτήν συγκαλύπτει επί πλέον το πολιτικό περιεχόμενο της κατάληψης και τις ριζοσπαστικές συνδηλώσεις της εξέγερσης του 1973, διότι απομακρύνει την συζήτηση από την κατάληψη και την εξέγερση αφού τις ανάγει σε ορισμένα άτομα που δεν έχουν πια σχέση με αυτές και το πνεύμα τους, αλλά ζουν τη ζωή τους όπως και όλα τα υπόλοιπα άτομα. η μόνη διαφορά τους είναι οι αναμνήσεις και τα βιώματα: τα μεν ενθυμούνται τον συλλογικό πυρετό της επαναστατημένης εποχής, τα δε την αμέριμνη ομαλότητα του ιδιωτικού βίου τους. Συνεπώς, οι πιθανές ευθύνες των ελαχίστων ατόμων που συμμετείχαν στην εξουσία από τα μέσα της δεκαετίας 1980 είναι ατομικές, και όχι αδιακρίτως συλλογικές ευθύνες μίας ανύπαρκτης πολιτικώς «γενιάς», όπως και να εννοείται αυτή. Τα άτομα που συμμετείχαν σε κόμματα και κυβερνήσεις στην Μεταπολίτευση πρέπει να κρίνονται ως άτομα και όχι ως δήθεν εκπρόσωποι μιας ανύπαρκτης «γενιάς» ή επειδή συμμετείχαν στην εμβληματική εξέγερση. Αντιστρόφως, τα άτομα που συμμετείχαν στο φοιτητικό κίνημα, στην κατάληψη και στην εξέγερση ευθύνονται μόνο για τα συγκεκριμένα γεγονότα και τη συγκεκριμένη περίοδο. Μετά το τέλος των γεγονότων και της συγκεκριμένης περιόδου ουδεμία συλλογική ευθύνη φέρουν. Η περίοδος αυτή έληξε οριστικώς και ανεπιστρεπτί στις 17 Νοεμβρίου 1973.
Αντί λοιπόν των βιαστικών σχηματοποιήσεων και των εύκολων αιτιάσεων για την ανυπόστατη πολιτικώς «γενιά του Πολυτεχνείου» στη Μεταπολίτευση, θα ήταν διδακτικότερη και δημιουργικότερη η αναζήτηση ευθυνών στην πολιτική-οικονομική-μιντιακή ελίτ, στο αντιδημοκρατικό σύστημα εξουσίας, στα συγκεκριμένα άτομα που ανήκουν σε όλες τις «γενιές» που συμμετείχαν σε αυτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.[2]
[1] Το ίδιο ισχύει και για τον Μάη 1968. Ο όρος «γενιά του Μάη ’68» δεν είναι δόκιμος, όσο εύχρηστος και αν φαίνεται ορισμένες φορές, για βάση σε κάποια συζήτηση. Στα γεγονότα του Μαΐου 1968 συμμετείχαν πολλές γενιές, από μαθητές, φοιτητές και εργαζομένους όλων των ηλικιών. Θα ήταν καταλληλότερος ο όρος «συμμετέχοντες» στην εξέγερση του Μάη. Είναι το ίδιο όπως όταν χρησιμοποιείται ο όρος «γενιά των Λαμπράκηδων». Δεν είναι εύστοχος όρος, διότι δεν ήταν όλοι Λαμπράκηδες, αλλά κάποια μόνο άτομα που συμμετείχαν στη νεολαία αυτή της προδικτατορικής Αριστεράς. Ο όρος «Λαμπράκηδες» είναι πιο σωστός. Σημειωτέον ότι στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής χρησιμοποιείται ο όρος «γενιά» (λ.χ. «γενιά του ’30») για να δηλώσει τους λογοτέχνες που εμφανίσθηκαν μία συγκεκριμένη περίοδο και χαρακτηρίζονται από κοινές εν γένει αισθητικές, εθνικές, κοινωνικές ή άλλες κατευθύνσεις. Επίσης η Agnes Heller κάνει λόγο για «πολιτισμικές γενιές» που εισάγουν τις δικές τους φαντασιακές σημασίες τρόπων ζωής και διακρίνει τρεις γενιές: τη «γενιά του υπαρξισμού» αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τη «γενιά της αλλοτρίωσης» από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι το 1968 και τη «γενιά του μεταμοντερνισμού» από τη δεκαετία του ’80. Συνεπώς, η χρήση του όρου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι διαφορετική και επιτρέπει άλλη νομιμότητα.
[2] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όπ. π., σ. 97 κ.ε.