Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ


[Δημοσιεύθηκε στην  Εφημερίδα των Συντακτών, 5 Αυγούστου 2019]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας


                             Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ 
                           

            Στο άρθρο των Δ. Ψαρρά- Δ. Καρύδα στην εφσυν (20-7-2019) είναι εμφανής η προσπάθεια για απαξίωση του Κορνήλιου Καστοριάδη, όπως δηλώνεται τόσο στον ειρωνικό τίτλο και στο υποτιμητικό κακόγουστο σκίτσο του Η. Μακρή όσο και στο αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Χρειάζονται συνεπώς κάποια σχόλια. Κατ΄αρχάς θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν υπήρξε καμία «ιδεολογική αντιπαράθεση» μεταξύ Πουλαντζά και Καστοριάδη, όπως γράφουν οι δύο συντάκτες. Ο Καστοριάδης ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με τον Πουλαντζά. Απλώς ο Πουλαντζάς το 1977 επιτέθηκε στον Καστοριάδη με αστήρικτους προσωπικούς μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ απαξίωνε το έργο του, χωρίς επιχειρήματα και εξηγήσεις, ως «μορφή ενός εκλεκτικού φληναφήματος και εκλαϊκευμένου υποπροϊόντος του ευρωπαϊκού ιρασιοναλισμού», ως «αντιμαρξιστικό», ως «νεο-ιδεαλισμό» και ότι έχει «χαμηλή ποιότητα»! Επομένως η επίθεση του Πουλαντζά δεν είναι «ιδεολογική αντιπαράθεση», αλλά κακοήθης απαξίωση και φυσικά εκτός πραγματικότητας.
            Οι συντάκτες του άρθρου όμως διαπράττουν ένα μεγάλο λάθος, ελπίζω ανεπιγνώστως, και διαστρεβλώνουν τον Καστοριάδη. Χρησιμοποιώντας από το βιβλίο του Francois Dosse (Καστοριάδης: Μια ζωή) ένα χωρίο, το οποίο παρερμηνεύουν, αποδίδουν στον Καστοριάδη την άποψη ότι «οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απευθείας απόγονοι των Ελλήνων της αρχαιότητας». Ουδέποτε ο Καστοριάδης έχει εκφράσει την άποψη αυτή, αντιθέτως σε κείμενά του τονίζει την μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο εποχών. Η παρερμηνεία των δύο συντακτών έγκειται στο εξής: Ο βιογράφος του Καστοριάδη στο χωρίο αυτό γράφει ότι ο τίτλος του βιβλίου του Ce qui fait la Grece αποδόθηκε στα ελληνικά  ως «Η ελληνική ιδιαιτερότητα» και θα μπορούσε να εκληφθεί από τους εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους ότι «οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απευθείας απόγονοι των Ελλήνων της αρχαιότητας» και η ιδέα αυτή «μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη, οδηγώντας σε απόψεις περί εκλεκτής φυλής, τις οποίες διακινούν κάθε είδους ομάδες και οργανώσεις, συνδυάζοντάς τες μάλιστα με ξενοφοβικές και ρατσιστικές θέσεις. Όλα αυτά, ωστόσο, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική σκέψη και τις αξίες του Καστοριάδη, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: ‘’Οι Έλληνες είναι ρατσιστές’’». 
            Επί πλέον ο Καστοριάδης καυτηρίαζε την τάση πολλών συγχρόνων Ελλήνων να θεωρούνται «ανώτερη φυλή», καθώς επίσης το ιδεολόγημα για την περιβόητη «συνέχεια του Ελληνισμού». Συνεπώς οι δύο συντάκτες δεν διάβασαν καλά το χωρίο αυτό και αποδίδουν λανθασμένα  στον Καστοριάδη φυλετικές-εθνικιστικές θέσεις. Θα πρέπει να αναγνωρίσουν το λάθος τους και να επανορθώσουν.
            Όσον αφορά τις απόψεις του Λεφόρ για τον Καστοριάδη από μία ιδιωτική επιστολή του πρώτου το 1982, είναι προσωπικές γνώμες και δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικό για τον Καστοριάδη. Αυτό που πρέπει όμως να έχει κανείς υπ’ όψιν του είναι ότι οι δύο στοχαστές επί τριάντα τέσσερα χρόνια δεν συνυπήρξαν ειρηνικά, αλλά με πολεμικές αντιπαραθέσεις, τόσο μέσα στην ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» όσο και μετά το τέλος της. Ο Λεφόρ αποχώρησε δύο φορές από την ομάδα. Έκτοτε οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν μέχρι την τελική ρήξη. Από το 1977  ήταν και οι δύο στην συντακτική ομάδα του περιοδικού Libre, πάντα με εντάσεις μεταξύ τους, ώσπου τελικώς ο Λεφόρ σταμάτησε αυθαιρέτως την έκδοση του περιοδικού επειδή διεφώνησε με το κείμενο του Καστοριάδη «Μπροστά στον πόλεμο»! Έτσι το 1980 οι σχέσεις των δύο στοχαστών διακόπηκαν οριστικώς. Οι αντιθέσεις του Λεφόρ στον Καστοριάδη δεν ήταν μόνο πολιτικές και θεωρητικές, αλλά ανάγονται και σε προσωπικούς λόγους, αφού από πολύ νωρίς o Lefort σημαδεύτηκε από ένα αισθηματικό ζήτημα, που μάλλον τον τραυμάτισε και τον έκανε να νοιώσει αντιζηλία απέναντι στον Καστοριάδη (Dosse, σ. 45).
            Σε αυτά που λένε οι δύο συντάκτες, και ο Πουλαντζάς, για την εργασία του Καστοριάδη στον ΟΟΣΑ καθώς και για την στάση του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έχουν απαντήσει εμπεριστατωμένα η Καρτάλη και ο Λουκόπουλος στις επιστολές τους, τις οποίες  όμως εσκεμμένως οι δύο συντάκτες δεν λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψιν τους.  Το σημαντικό όμως είναι ότι δεν αναλύουν με επιχειρήματα, ακριβώς όπως και ο Πουλαντζάς, καμία θέση φιλοσοφική, ψυχαναλυτική ή πολιτική του Καστοριάδη. Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται το ουσιαστικό διακύβευμα που θα πρέπει να αναληφθεί κάποτε, αντί να γίνονται προσπάθειες να μειωθεί η αξία του Καστοριάδη με αμφιλεγόμενες προσωπικές επιθέσεις.    
            Η αλήθεια είναι ότι το έργο του Καστοριάδη έχει αναγνωρισθεί και καταξιωθεί παγκοσμίως, καταλαμβάνοντας μία σημαντική θέση στα μεγάλα φιλοσοφικά έργα. Ενώ τα βιβλία του Πουλαντζά, μπορεί νά έχουν κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις, τελικώς παρέμειναν εγκλωβισμένα στον μαρξισμό, στον Αλτουσέρ και στον ευρωκομμουνισμό, ανακυκλώνοντας και τα αδιέξοδα του ιδίου. Τα αδιέξοδα αυτά φαίνονται και στα άρθρα τού 1977, στα οποία απαξιώνει τον Καστοριάδη με αστήρικτες απόψεις, διότι δεν είχε τις δυνατότητες να του αντιπαρατεθεί με επιχειρήματα στο θεωρητικό πεδίο και στην κριτική του μαρξισμού. Ο Πουλαντζάς δεν είχε καταλάβει σπουδαία πράγματα από το έργο του Καστοριάδη και την «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», που είχε κυκλοφορήσει το 1975 δημιουργώντας συζητήσεις και ανακατατάξεις στο πνευματικό τοπίο της Γαλλίας, και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα. Αντιθέτως, εγκωμιάζει τον Ελεφάντη, τον Βέλτσο και τον Δημητράκο! Τα σχόλια περιττεύουν.        
                                                      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου