Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ

 

[Δημοσιεύθηκε στο Αρχειοτάξιο (ΑΣΚΙ), αρ. 25, 2024]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ

Στη μνήμη των

Σάκη Αδαμόπουλου, Γιώργου Ζουμή και Δημήτρη Κουμάνταρου

 

Για το βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη

Τo Πoλυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο

Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του ‘73

 Θεμέλιο, Αθήνα 2023

 

Το βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη με τον δηλωτικό τίτλο Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο. Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του ’73, έργο ζωής που προέκυψε από μεγάλο μόχθο και πολύ χρόνο, είναι ένα βιβλίο που έλειπε από την βιβλιογραφία, έρχεται να καλύψει ένα κενό που αφορά την εικόνα και την γνώση μας για την εξέγερση του ’73. Να πω εξ αρχής ότι είμαστε πολύ τυχεροί που ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης ασχολήθηκε με την εξέγερση, διότι έχει επίγνωση του αντικειμένου και την δέουσα ευαισθησία, αφού συμμετείχε ενεργώς στο φοιτητικό κίνημα στην περίοδο 1972-73, στην κατάληψη και στην εξέγερση.  Μετά από μία κατατοπιστική παρουσίαση των συνθηκών που υπήρχαν την διετία 1972-1973, την αρχή και την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος κατά της δικτατορίας, ο συγγραφέας ασχολείται με την κατάληψη-εξέγερση τον Νοέμβριο 1973, που αποτελεί την κορύφωση του φοιτητικού κινήματος.

Ασχολείται κυρίως, με αυτά που έγιναν έξω από το Πολυτεχνείο, όπως το λέει και ο τίτλος, με την μεγάλη παρουσία και κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων ατόμων, ενός κοινωνικού πλήθους από μαθητές, σπουδαστές τεχνικών και άλλων σχολών, οικοδόμους, υπαλλήλους, επαγγελματίες, καλλιτέχνες, διανοουμένους και άλλους εργαζομένους. Χωρίς αυτούς, όπως γραφει και ο Λεωνίδας, δεν θα υπήρχε αυτό που ξέρουμε ως «Πολυτεχνείο», θα ήταν απλώς μια άλλη φοιτητική κατάληψη, λίγο καλύτερη από αυτήν της Νομικής. Οι έξω μετέβαλαν την φοιτητική κατάληψη σε λαϊκή εξέγερση, μετά από το κάλεσμα ασφαλώς των μέσα, των φοιτητών - σε εξέγερση που συγκλόνισε την Ελλάδα και όχι μόνο.

Εδώ βρίσκεται η πρωτότυπη συνεισφορά του βιβλίου αυτού. Το βιβλίο είναι μοναδικό διότι δίνει φωνή στους απέξω, στους ανώνυμους, στους αφανείς, κυρίως τραυματισθέντες το τετραήμερο της εξέγερσης, μέσα από τις καταθέσεις τους στη Δίκη του Πολυτεχνείου το 1975, μέσα από συνεντεύξεις που πήρε ο συγγραφέας καθώς επίσης από τις έρευνες και τις πολύτιμες ημερολογιακές σημειώσεις του ίδιου του συγγραφέα. Μέσα από την προσωπική συμμετοχή των αγωνιστών, μέσα από τα ίδια τους τα λόγια δομεί την αφήγηση του ανώνυμου πλήθους. Εξ όσων γνωρίζω αυτό γίνεται για πρώτη φορά, δηλαδή η εξιστόρηση μιας εξέγερσης μέσα από τον λόγο των ίδιων των συμμετεχόντων, σε μία συνεκτική με ειρμό αφήγηση, σε ένα ζωντανό ρεπορτάζ, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο. Είναι  ένα ρεπορτάζ της δράσης τους με την ακρίβεια ενός ιστορικού. Παρουσιάζει την εξέγερση μέσα από την προσωπική μαρτυρία των ίδιων των αγωνιστών σε ενιαία αφήγηση με τέτοιο τρόπο που νομίζεις ότι είναι ένας ο αφηγητής. Και είναι ένας, το ανώνυμο πλήθος, η ανώνυμη συλλογικότητα, η δρώσα συλλογικότητα.

Μία σημαντική προσφορά του βιβλίου είναι επίσης η ξεχωριστή αφήγηση για την συνέχεια της εξέγερσης μετά την αιματηρή εκκένωση του Πολυτεχνείου, τις ημέρες 17, 18 και 19 Νοεμβρίου, οι οποίες συνήθως ξεχνιούνται, αλλά κατά την διάρκεια των οποίων έγιναν σημαντικές κινητοποιήσεις. Η αγωνιστική εικόνα τους σχηματίζεται πάλι μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των δρώντων υποκειμένων, αφανών τραυματισθέντων ή άλλων αυτοπτών μαρτύρων και από τις πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας. Συγκροτείται έτσι το παζλ των κινητοποιήσεων με μεθοδικό, υπομονετικό και τεκμηριωμένο τρόπο.

Ο συγγραφέας οργανώνει και αξιοποιεί το υλικό του με εξαίρετο συνεκτικό τρόπο, εξιστορώντας την εξέγερση ημέρα την ημέρα, ώρα την ώρα. Συνδυάζεται η δημοσιογραφική άμεση αφήγηση με την αστυνομική διερεύνηση υπό την αιγίδα του ιστορικού ερευνητή, με αποτέλεσμα το βιβλίο να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Το βιβλίο αναδεικνύει τον αγώνα των αφανών, των ανωνύμων, αυτών δηλαδή που δημιούργησαν την εξέγερση. Αποτελεί έτσι απάντηση στην προσωποποίηση του Πολυτεχνείου που έγινε αμέσως μετά την Μεταπολίτευση από ορισμένα άτομα, τα οποία έγιναν γνωστά μέσω των ΜΜΕ και των κομμάτων και χρησιμοποιήθηκαν από αυτά ως «αντιπρόσωποι» της εξέγερσης. Αποτέλεσμα ήταν τα ταυτισθεί ο συλλογικός αγώνας με κάποια άτομα και με τις απόψεις αυτών των ατόμων και ως εκ τούτου να κατασκευασθεί μία αλλοιωμένη εικόνα της εξέγερσης που ολοκληρώθηκε και με την κατασκευή της λανθασμένης έννοιας της «γενιάς». Η εκμετάλλευση του συλλογικού αγώνα και δη του αίματος των άλλων από τα άτομα αυτά στην Μεταπολίτευση είναι ιδιοτέλεια. Και το βιβλίο του Λεωνίδα αποτελεί μία έμμεση καταγγελία της ιδιοτέλειας αυτής αναδεικνύοντας την ανιδιοτέλεια των αφανών αγωνιστών του ‘73.   

Αναδεικνύεται έτσι μέσα από την αφήγηση η δύναμη που έχει ο πραγματικός συλλογικός αγώνας που σε συναδελφώνει, σε συνδέει με τον άγνωστό σου, σε οδηγεί να εκδηλώσεις τις καλύτερες πλευρές του εαυτού σου, την άμεση συμμετοχή, το θάρρος, την αλληλεγγύη, την αυτοθυσία, τις πρωτοβουλίες, την υπέρβαση του φόβου και του εαυτού σου. Αυτές οι αρετές εξηγούν την δύναμη και την αποτελεσματικότητα της μεγαλειώδους εξέγερσης και απαντούν στο ερώτημα το πώς αυτή έγινε πραγματικότητα σε εποχές στρατιωτικής ανελευθερίας, αστυνομοκρατίας και καθεστωτικής τρομοκρατίας. Mια χαρακτηριστική εικόνα αυτού του πυρακτωμένου αγώνα μπορεί να μας δώσει η σύντομη και λιτή αφήγηση ενός αγωνιστή από τους έξω. Καταθέτει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος 18 χρονών που τελειώνοντας το μάθημα μουσικής στα Εξάρχεια κατέβηκε στο Πολυτεχνείο το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973 διότι:

«ήμουν αντίθετος στο καθεστώς και ήθελα να συμπαρασταθώ στους αγωνιζόμενους φοιτητές. Το έργο που μου ανατέθηκε ήταν να ανάβω φωτιές για την αντιμετώπιση των δακρυγόνων που, στις 10 το βράδυ περίπου, είχαν πλημμυρίσει την περιοχή. Παράλληλα βοηθούσα στην μεταφορά των τραυματιών στο αναρρωτήριο του Πολυτεχνείου. [Μεταξύ των άλλων] μετέφερα έναν τραυματία που ήταν κτυπημένος στο στήθος και νομίζω ήταν νεκρός, διότι παρέμενε ακίνητος. Γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα βρέθηκα στη διασταύρωση Αβέρωφ-Πατησίων, απέναντι από το ξενοδοχείο ‘’Ακροπόλ’’. Είδα τότε ένα άτομο πεσμένο στο έδαφος, που φαινόταν να είναι σοβαρά τραυματισμένος. Πήρα μια διαφημιστική επιγραφή που βρισκόταν εκεί, για να προφυλαχτώ, και κατευθύνθηκα προς το μέρος τού τραυματία για να προσφέρω ό,τι βοήθεια μπορούσα. Προτού προλάβω όμως να κάνω δύο βήματα, άκουσα μια ριπή και πλημμύρισα στο αίμα. Η σφαίρα με χτύπησε στο δεξιό τμήμα της λεκάνης. Αμέσως δίπλωσα στα δύο και έπεσα στο πεζοδρόμιο». Αφού ανασηκώθηκε και περπάτησε λίγα μέτρα, έπεσε πάλι: «Σε μικρή απόσταση ήταν κάτι παιδιά, μάλλον φοιτητές, που έσπευσαν να με βοηθήσουν και με μεταφέρανε στο Πολυτεχνείο». Εκεί μέσα σε έναν θάλαμο, «υπήρχαν άλλοι 10 με 15 τραυματίες, όλοι βαριά τραυματισμένοι. Πλημμυρισμένοι στο αίμα και ήταν φανερό ότι είχαν χτυπηθεί από σφαίρες. Ορισμένοι φώναζαν ‘’βοήθεια’’ και άλλοι ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν» . (σ. 161-162)

Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της εξέγερσης που εκφράζεται στις λιτές μαρτυρίες των αγωνιστών και αναδεικνύει με συγκλονιστικό τρόπο ο Λεωνίδας. Το μεγαλείο αυτό είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων εξεγέρσεων: συμβαίνουν από τα κάτω αυθόρμητα, μετά από καταπίεση και καταστολή αρκετών χρόνων, ξεχειλίζουν από σφρίγος, φαντασία, πάθος και δύναμη, παρασέρνουν τους πάντες, κοινωνούν μεγάλα πλήθη σε μια μεθυστική αίσθηση κοινών πολιτικών στόχων και σημασιών, επιβάλλουν ανατροπές, καταργούν ατομικές φαντασιώσεις, τακτικισμούς και κομματικές σκοπιμότητες. Είναι οι μοναδικές στιγμές που ενσυνειδήτως, με όλες τις αισθήσεις, νοιώθεις πως όλα είναι δυνατά και οι κοινοί πολιτικοί στόχοι πραγματοποιήσιμοι, όχι όνειρο ή ουτοπία. οι στιγμές που αγωνίζεσαι για βασικές πολιτικές, συλλογικές και ζωτικές ανθρώπινες αξίες, συγκεκριμένες, και όχι για αφηρημένες έννοιες και ιδεολογίες. Είναι οι στιγμές που οι αγωνιζόμενοι εμφορούνται από ιστορική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση, που οι δρώντες γράφουν ιστορία, η ανώνυμη συλλογικότητα γράφει ιστορία. Είναι οι στιγμές που σημαίνουν ελευθερία. Όσοι συμμετείχαν σε τέτοιες καταστάσεις καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτό που είπε η σπουδαία πολιτική φιλόσοφος Χάννα Άρεντ: «Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι (...) όσο διαρκεί η δράση τους.  ούτε πριν ούτε μετά. Πράγματι, είμαι ελεύθερος και δρω σημαίνουν  ένα και το αυτό πράγμα».

Αυτά όλα σημαίνουν πολιτική. Το «Πολυτεχνείο» δημιούργησε πολιτική, έδωσε άλλη διάσταση στην πολιτική και γι’ αυτό συνιστά πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα  πολιτικό συμβάν. Είχε τα χαρακτηριστικά ενός αυτόνομου κινήματος, που αμφισβήτησε την δικτατορική εξουσία και πρότεινε αλλαγές για μία άλλη δημοκρατική πολιτεία. Αυτό εκδηλώθηκε και στους στόχους και στην μορφή που είχε η εξέγερση. Είχε δημοκρατικό περιεχόμενο και πολιτικούς στόχους: πτώση της δικτατορίας,  ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία. Αλλά δημιούργησε και νέα οργανωτική μορφή: ανεξαρτησία από κόμματα, αρχηγούς, «ειδικούς», ιδεολογίες και γραφειοκρατίες, με συνελεύσεις, διαβούλευση και ανακλητές επιτροπές. Διέρρηξε τις παραδοσιακές κομματικές αντιλήψεις, υπερέβη καθιερωμένες ηγεσίες, μέτωπα και «ενότητες» εκ των άνω, εισέβαλε στο πολιτικό προσκήνιο από τα κάτω ως απρόσκλητος επισκέπτης, επιβάλλοντας την ριζοσπαστική δυναμική του, ανατρέποντας αδιαφανείς συμμαχίες και προκαθορισμένες εξελίξεις, σφυρηλατώντας την ενότητα στη βάση. Αυτά σημαίνουν άμεση δημοκρατία και αυτονομία.

Αυτά εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα στους απέξω, οι οποίοι λειτουργούσαν εντελώς αυθόρμητα και αυτόνομα, χωρίς αρχηγούς, ηγέτες και κομματικούς καθοδηγητές, χωρίς συντονιστική επιτροπή. Υπήρχε ένας εκπληκτικός αυτοκαθορισμός και αυτοσυντονισμός, που οφειλόταν στην εκούσια συμμετοχή στον αγώνα και στο πάθος για αλλαγή. Όλα αυτά φαίνονται μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου και ήταν καινοφανή για τα νεοελληνικά δεδομένα.  Αποτελούν το κύριο πολιτικό μήνυμα της εξέγερσης και σημαντική πολιτική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Αυτά τα χαρακτηριστικά συγκρότησαν το κοινωνικό πλήθος σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το πολιτικό υποκείμενο δεν είναι προκατασκευασμένο, δεν υπάρχει κάπου έτοιμο από πριν και έρχεται για να προκαλέσει γεγονότα και εξελίξεις. Αυτοσυγκροτείται ενώ δρα στο πολιτικό προσκήνιο, και δρα αυτοσυγκροτούμενο, δημιουργώντας ένα δημόσιο χώρο. Έτσι έχει γίνει σε όλες τις επαναστάσεις και τις μεγάλες εξεγέρσεις στην Ιστορία και εξ αυτού του χαρακτήρα του  έρχεται πάντοτε σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες οργανωμένες δυνάμεις και γραφειοκρατίες, τις παρακάμπτει, τις καθιστά περιττές ως επιζήμιες και εμπόδια.

Οι αγωνιστές του «Πολυτεχνείου» δεν περίμεναν από κάποιους άλλους, δεν ανέθεσαν σε άλλους τον αγώνα κατά της δικτατορίας, τον αγώνα για ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία. Αγωνίσθηκαν προσωπικώς οι ίδιοι, διακινδύνευσαν οι ίδιοι, χωρίς αντιπροσωπεύσεις και πολιτικάντηδες, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική βρίσκεται παντού, βρίσκεται μέσα στην ίδια την κοινωνία. Και εδώ η εξέγερση συνάντησε την άλλη εμβληματική εξέγερση του Γαλλικού Μάη το ’68, που αποτέλεσε σημαντική έμπνευση για το ελληνικό φοιτητικό κίνημα. «Η πολιτική γίνεται στον δρόμο», έλεγαν οι εξεγερμένοι τον Μάη του ’68. Ενώ ο ραδιοφωνικός σταθμός της εξέγερσης μετέδιδε: «Εδώ Πολυτεχνείο. Οι ιδέες της ελευθερίας, οι ιδέες της λαϊκής κυριαρχίας, οι ιδέες της ανεξαρτησίας, βρίσκονται στις Δημαρχίες και Νομαρχίες που έχουν καταληφθεί από τον λαό, βρίσκονται πίσω από τα οδοφράγματα».  Έτσι, πολιτική χωρίς την αυτοπρόσωπη άμεση ψυχο-σωματική παρουσία δεν υπάρχει. Αυτό είναι ένα από σημαντικά μηνύματα της εξέγερσης, το οποίο συγκαλύπτεται διαρκώς και σκοπίμως από τις κυρίαρχες θεσμικές και κομματικές δυνάμεις του συστήματος, τα ΜΜΕ και τους διανοουμένους.

Αυτή η εκρηκτική κατάσταση που διαγράφεται στο βιβλίο του Λεωνίδα απείλησε ουσιαστικά το καθεστώς, το κλόνισε. Η δυναμική και η δύναμη της εξέγερσης το απείλησε ευθέως και το έθεσε ενώπιον του διλήμματος: ή να παραδώσει την εξουσία ή να προβεί σε βίαιη καταστολή. Προτίμησε το δεύτερο, γι’ αυτό και η πρωτοφανής άγρια καταστολή με πάνοπλη αστυνομία, χωροφυλακή, με 14 τανκς, λοκατζήδες, πεζοναύτες, πεζικό, με δακρυγόνα, πυροβολισμούς,  δολοφονίες και απόπειρες δολοφονιών.  Ο απολογισμός ήταν βαρύς: 24 νεκροί επισήμως, 1103 τραυματίες, συλλήψεις, βασανιστήρια, παρανομία. Όμως η εξέγερση αποτέλεσε την αρχή του τέλους της δικτατορίας, αφού ανέτρεψε τα σχέδιά της  για ένα ελεγχόμενο χουντοκοινοβουλευτισμό με το πείραμα Μαρκεζίνη-Παπαδόπουλου. Χωρίς την δυναμική εξέγερση η στρατιωτική χούντα δεν θα είχε πέσει. Θα είχε επιτύχει το πείραμα αυτό για «ομαλοποίηση» με απόλυτο κυρίαρχο τον δικτάτορα για οκτώ τουλάχιστον χρόνια.  

Το βιβλίο δεν αποτελεί μια στείρα νοσταλγία της εξέγερσης ούτε θυσιάζει σε συναισθηματικούς συνειρμούς. Η σοβαρή ιστορική τεκμηρίωση  κάνει την ανάγνωσή του αφορμή για δημιουργικές σκέψεις και στοχαστικά συναισθήματα.. Τελειώνοντας το βιβλίο έχεις κατ΄αρχάς ένα συναίσθημα απορίας, συγκίνησης και θαυμασμού για τους νέους που αψηφούσαν τα δακρυγόνα, τις σφαίρες, τις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας και αργότερα του στρατού. Από την άλλη, σε κατακλύζουν σκέψεις και συναισθήματα απέχθειας, οργής, αγανάκτησης για την βίαιη, κτηνώδη, απάνθρωπη, βάρβαρη συμπεριφορά της Αστυνομίας και του στρατού που χτυπούσαν στο ψαχνό για να δολοφονήσουν. Όμως οι κύριες σκέψεις και τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι η οργή, η απογοήτευση και η αγανάκτηση για την απουσία δικαιοσύνης. Διότι, διαβάζοντας το βιβλίο παρίστασαι σε εγκλήματα, τραυματισμούς και δολοφονίες άοπλων νέων για τα οποία ποτέ δεν βρέθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν οι φυσικοί αυτουργοί, μόνο δύο ή τρεις δικάσθηκαν, ο Ντερτιλής και ο Λυμπέρης. Η δικαστική εξουσία και οι αρμόδιες αρχές στην Μεταπολίτευση, δεν έκαναν έρευνες να βρεθούν οι δολοφόνοι, όπως επισημαίνει διακριτικά και ο συγγραφέας. Ούτε το πολιτικό σύστημα ευνόησε κάτι τέτοιο. Η δικαιοσύνη δυστυχώς δεν ευδοκίμησε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. εννοώ η πολιτική δικαιοσύνη, και η ποινική στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μπορεί να υπάρχει δικαστική εξουσία, αλλά δεν υπήρξε ούτε υπάρχει δικαιοσύνη και θα έλεγα ότι δεν υπήρξε ούτε το περίφημο «αίσθημα δικαίου».   

Οι ένοχοι της μεγάλης σφαγής ήταν όλοι κρατικοί εκπρόσωποι όλων των θεσμών. Φυσικά ο στρατός και η αστυνομία, αλλά επίσης οι σύμμαχοι και τα στηρίγματα του δικτατορικού καθεστώτος, η δικαστική εξουσία και η Εκκλησία. Είναι συνένοχοι για την δικτατορία και την μεγάλη σφαγή. Ουδείς από αυτούς διαχώρισε την θέση του, ουδείς παραιτήθηκε, ούτε μετά. Πλήρης κάλυψη της βαρβαρότητας και των δολοφονιών εκ μέρους τους. Όλοι αυτοί δεν ήταν Αμερικανοί ή Ρώσοι, ήταν Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι, υπήκοοι του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», του «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια».[1] Όμως οι χιλιάδες που συνεργάσθηκαν και στελέχωσαν τα όργανα της δικτατορίας δεν υπέστησαν κυρώσεις.

Ένα νέο ζήτημα λοιπόν που αναδεικνύεται από τις μαρτυρίες αυτού του βιβλίου είναι η Δικαιοσύνη, μια νέα πρόταση που συμπληρώνει τις προτάσεις της εξέγερσης για ελευθερία, δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία. Τι σημαίνει όμως δικαιοσύνη σήμερα, αφού οι φυσικοί αυτουργοί δεν δικάσθηκαν ούτε μπορεί να δικασθούν; Θα σήμαινε ίσως δικαίωση, δικαίωση του αγώνα τους. Το σύνθημα που ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης ήταν «Το Πολυτεχνείο ζει μέχρι να δικαιωθεί». Ακούσθηκαν κάποιες απόψεις ότι ο αγώνας δικαιώθηκε, είτε διότι «αποκαταστάθηκε ο κοινοβουλευτισμός» είτε διότι «νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ» ή διότι «ανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981». Όμως όλες αυτές είναι ιδεολογικές ερμηνείες που εξυπηρετούν κομματικά συμφέροντα, είναι δηλαδή συνειδητές διαστρεβλώσεις. 

Ασφαλώς στην Μεταπολίτευση υπήρξαν κάποιες θετικές θεσμικές αλλαγές: η δικτατορία έπεσε, δικάσθηκαν οι πρωταίτιοι, εδραιώθηκε ένας ομαλός κοινοβουλευτισμός για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, καταργήθηκε με δημοψήφισμα η μοναρχία, νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, έγιναν κάποιες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει χρόνια πριν. Όμως αυτά δεν αρκούν, δεν εξαντλούν τα ζητούμενα του αγώνα. Οι πολιτικοί στόχοι της εξέγερσης ήταν: ουσιαστική ελευθερία, πραγματική δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία. Όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Οι στόχοι αυτοί γραμμένοι με αίμα ζητάνε δικαίωση. Αυτό λοιπόν που αναδύεται από το βιβλίο ως ανάγκη είναι η δικαίωση.

Μα τι σημαίνει αλήθεια δικαίωση; Η δικαίωση έρχεται από τους μετέπειτα, από αυτούς που ακολουθούν. Δεν μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο παρά την συνέχιση από τους μεταγενεστέρους του αγώνα των άοπλων νέων του ’73 για τους στόχους αυτούς. Κάθε μεγάλη πολιτική εξέγερση θέτει με τον τρόπο της το πολιτειακό ζήτημα και το ζήτημα της εξουσίας. Έτσι, και η εξέγερση του Νοεμβρίου έθεσε το ζήτημα της δημοκρατικής πολιτείας και της λαϊκής εξουσίας, και με αυτήν την έννοια είναι επίκαιρη με τα μηνύματά της, διότι υπενθυμίζει ότι ο αγώνας για ελευθερία, δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία είναι πάντα το ζητούμενο. Είναι το ζητούμενο διότι οι σημασίες αυτές έχουν υποστεί μετέπειτα και σήμερα τέτοια διαστρέβλωση που τα νοήματά τους έχουν εξαϋλωθεί, έχει χαθεί η ουσία τους που αναδείχθηκε από τους αγωνιστές του ‘73.

Πράγματι, ελευθερία σημαίνει απαλλαγή από κάθε είδους καταπίεση και αυταρχισμό, από τον αυταρχισμό της εξουσίας. Δεν μπορεί να είμαστε ελεύθεροι όταν οι άλλοι έχουν περισσότερη εξουσία από εμάς, όταν οι λίγοι αποφασίζουν και εμείς εκτελούμε. Η ελευθερία με αυτό το νόημα οδηγεί στο ζήτημα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία υπάρχει όταν εξασφαλίζονται οι βασικές αρχές της. Έτσι δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία χωρίς τον δήμο, χωρίς την εξουσία του δήμου. Δεν μπορεί να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία χωρίς ο λαός να είναι κυρίαρχος ουσιαστικά, να συμμετέχει στην εξουσία, στις αποφάσεις που τον αφορούν και καθορίζουν τη ζωή και το μέλλον του.  Ούτε μπορεί να υπάρχει δημοκρατία χωρίς τον κανόνα της ουσιαστικής και πραγματικής πλειοψηφίας, χωρίς την πλήρη διαφάνεια και τον έλεγχο της εξουσίας από θεσμικά όργανα του δήμου. Για όλα αυτά δεν υπάρχει καμία δημόσια συζήτηση ούτε και για το νόημα της δικαιοσύνης. Στα πλαίσια αυτά δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και δικαίωση, διότι αυτές δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν χωρίς ουσιαστική ελευθερία και πραγματική δημοκρατία.

 

Πρέπει όλα αυτά να τα θυμόμαστε. Ακούγεται πολύ συχνά ότι η 17η  Νοεμβρίου είναι ημέρα μνήμης. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει μνημόσυνο; Σημαίνει πορεία στην αμερικανική πρεσβεία; Σημαίνει δημιουργία μουσείου; Κατά την γνώμη μου το ζήτημα της μνήμης τις περισσότερες φορές είναι μια ρητορεία, και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική μνήμη. Αντιθέτως, υπάρχει ως επί το πλείστον λήθη των ουσιαστικών νοημάτων της εξέγερσης, λήθη που διαπιστώνεται σε όλους σχεδόν τους νευραλγικούς χώρους του κοινωνικού και πολιτικού βίου. Ο εξαίρετος Μίλαν Κούντερα μας βοηθάει να καταλάβουμε το ζήτημα αυτό όταν  γράφει το εξής σημαντικό: «Ο αγώνας εναντίον της λήθης είναι αγώνας εναντίον της εξουσίας». Που σημαίνει:  εάν θέλουμε να θυμόμαστε, εάν θέλουμε να μην κυριαρχεί η λήθη, θα πρέπει να υπάρχει αγώνας  εναντίον της εξουσίας, εναντίον κάθε αυταρχικής, καταπιεστικής και ανεξέλεγκτης εξουσίας. Μόνο τότε ηττάται η λήθη. Ακόμα πιο πολύ όταν ξέρουμε ότι η εξουσία και οι κυρίαρχες δυνάμεις όλων των ειδών διαμορφώνουν συνήθως την επίσημη εκδοχή της ιστορίας και των πολιτικών συμβάντων και οδηγούν στην συγκάλυψη της αλήθειας.

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται μια μεγάλη συμβολή του βιβλίου που παρουσιάζουμε. Η συγκλονιστική αφήγηση του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, για την συγκλονιστική εξέγερση είναι έργο εναντίον της λήθης. Προτρέπει και ελπίζω να ενεργοποιήσει τη μνήμη πολλών, για να μην ξεχασθούν τα νοήματα της εξέγερσης που συγκλόνισε την Ελλάδα, για να μην ξεχασθούν οι φρικαλεότητες, η απανθρωπιά, η βαρβαρότητα των Ελλήνων χριστιανών αστυνομικών και στρατιωτικών. Να μην ξεχασθεί η ανάγκη για δικαιοσύνη, για δικαίωση του αγώνα των άοπλων νέων.

Το βιβλίο Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο είναι παρόν για να αναθερμάνει την μνήμη, να την κρατήσει ζωντανή, να μην ξεχασθεί η μεγάλη προσφορά της εξέγερσης, πολύτιμη για τις σημερινές δύσκολες καταστάσεις. Πολύτιμη, διότι η εξέγερση συγκρότησε το κοινωνικό πλήθος σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, ανέδειξε συλλογικές, πολιτικές και αγωνιστικές αξίες οι οποίες είναι απαραίτητες σήμερα που κυριαρχούν το προσωπικό και το κομματικό συμφέρον, ο ατομικισμός και η ιδιώτευση, η κομματική κενότητα και ανικανότητα. που κυριαρχούν ο θεσμικός  και κυβερνητικός αυταρχισμός, η ανησυχητική παρουσία της ακροδεξιάς στην κοινωνία, στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση. Είναι επίκαιρη λοιπόν η εξέγερση με τις συλλογικές αξίες της και τα πολιτικά προτάγματά της, επίκαιρη σε μια εποχή και σε έναν κόσμο που υπάρχουν μόνο ερείπια συλλογικών ιδεών και αξιών, ερείπια δημοκρατικών προταγμάτων.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Έτσι, η εξέγερση δεν κλόνισε μόνο την δικτατορία,  απομυθοποίησε επίσης τους αρμούς του ελληνικού συστήματος και την εθνο-θρησκευτική ιδεολογία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου