ΑΥΓΗ 16/11/2003
Η αυτοοργάνωση και η αυτονομία του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος
Γιώργος Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Δρ Φιλοσοφίας
"Το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει κάποτε με την δύναμη της επικαιρότητάς του" Ο. Ελύτης
Το Πολυτεχνείο δεν παύει να μας αιφνιδιάζει εδώ και τριάντα χρόνια με την δύναμη της επικαιρότητάς του, αφού σε κάθε επέτειο οξύνονται και εκφράζονται όλες οι μνήμες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα κοινωνικά απωθημένα. Το γεγονός αναδεικνύεται στο μείζον πολιτικό γεγονός εκάστης χρονιάς, αποδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο την δύναμη της μοναδικότητάς του αλλά και την σημασία του για την νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία. Πράγματι η κατάληψη και η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο έχει πολλά σημαντικά στοιχεία που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα πολιτικά γεγονότα και του δίνουν μία ιδιαίτερη και μοναδική θέση στην νεότερη πολιτική ιστορία και ως εκ τούτου κομίζει πολλά διδάγματα για τους μελλοντικούς αμφισβητίες και αντιρρησίες του συστήματος, για κάθε πολίτη που επιθυμεί την αλλαγή της κοινωνικο-πολιτικής καταστάσεως (1). Κατ' αρχήν η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι η κορύφωση μιας αγωνιστικής πορείας δύο περίπου ετών του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος (ΑΦΚ), μιας περίπτωσης αυτόνομου κινήματος μοναδικού στην ελληνική ιστορία, διότι αυτοοργανώνεται και αναπτύσσεται ανεξαρτήτως των πολιτικών κομμάτων, τα οποία βεβαίως, καταργημένα από την δικτατορία, δεν υπάρχουν ως νόμιμη και πολιτική πραγματικότητα. Eξάλλου αυτά είναι πανδήμως αφερέγγυα και ανύπαρκτα πολιτικώς, καθώς δεν κατόρθωσαν να προβλέψουν τη δικτατορία, ούτε να αντισταθούν ουσιαστικώς σε αυτήν. Η απουσία αυτή των πολιτικών από την αντίσταση συνοδεύεται από την ευρύτερη απουσία του ελληνικού λαού όχι μόνο από την πολιτική σκηνή αλλά και από τα παρασκήνια, αφού στην συντριπτική του πλειονότητα αποδέχεται σιωπηλώς τη δικτατορία, δίχως καμιά σοβαρή αντιπαράθεση σε αυτήν. Οι μεμονωμένες κινήσεις και τοποθετήσεις δεν συνιστούν αξιόλογη αντιπαράθεση. Έτσι λοιπόν το ΦΚ αναδύεται και αναπτύσσεται σε μία στιγμή κατά την οποία ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος ήταν ανίκανος να δημιουργήσει κάποια σοβαρή και αξιόλογη αντίσταση στην δικτατορία, η οποία αισθάνεται ασφαλής και παντοδύναμη, μη απειλούμενη από πουθενά (2).
Η οργανωτική και πολιτική αυτονομία του ΑΦΚ οφείλεται κατά ένα μέρος σε αυτήν την απουσία των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και πολιτικών, αφού δεν υφίσταται κοινοβουλευτική ζωή και κατ' επέκταση ολοκληρωτικός έλεγχος επί της κοινωνίας, όπως συμβαίνει σήμερα, κυρίως όμως οφείλεται στον ουσιαστικό παράγοντα, που είναι η αφερεγγυότητα των εν λόγω κομμάτων και οργανώσεων, μαζί με την αδυναμία και ανικανότητά τους να δημιουργήσουν κάποια αξιόλογη αντιπαράθεση στο δικτατορικό καθεστώς. Ιδιαιτέρως πρέπει να επισημανθεί η αυτονομία του κινήματος από τα δύο παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς, των οποίων οι συνεχείς απόπειρες να το χειραγωγήσουν και να το υποτάξουν στις δικές τους τακτικές και στρατηγικές αποτυγχάνουν. Μπορούμε να πούμε ότι ο χαρακτήρας και η δυναμική του ΑΦΚ προσδιορίζεται αφενός μεν από την αντιπαλότητα με το δικτατορικό καθεστώς, αφετέρου δε, στο εσωτερικό του, από την αντιπαράθεση με τα παραδοσιακά κόμματα και κυρίως με τα δύο κόμματα της Αριστεράς. Η παρουσία και η δράση του ΑΦΚ είναι εντελώς διαφορετική από την λογική και νοοτροπία των κομμάτων αυτών, κύρια χαρακτηριστικά των οποίων είναι οι παραδοσιακές θεωρίες του μαρξισμού-λενινισμού, με κυριαρχούσα ιδεοληψία το Κόμμα ως αλάθητο καθοδηγητή και οργανωτή, ο συγκεντρωτισμός, η παράνομη δραστηριότητα και η προσπάθεια χειραγωγήσεως των κινημάτων για ίδιους σκοπούς και οφέλη. Το ΑΦΚ αντιθέτως δρα στους ανοικτούς συλλογικούς χώρους των πανεπιστημίων, προσπαθώντας να ενεργοποιήσει και να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού στον αγώνα εναντίον της δικτατορίας. Το ΑΦΚ έχει αφετηρία τις προσφυγές στα πρωτοδικεία για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές και τις πρώτες αυθόρμητες αντιδικτατορικές διαμαρτυρίες. Οι πρωτοβουλίες ορισμένων φοιτητών αποτελούν το έναυσμα για τη δημιουργία των πρώτων φοιτητικών πυρήνων και οδηγούν στην αυθόρμητη οργανωτική ανάπτυξη και αυτόνομη λειτουργία του ΦΚ, εκ των κάτω, από την βάση και όχι από κάποιο καθοδηγητικό κέντρο. Πράγματι, με τις προσφυγές των φοιτητών στα Πρωτοδικεία από το 1972 κατά των διορισμένων διοικητικών συμβουλίων για την διενέργεια φοιτητικών εκλογών, τις συγκεντρώσεις, τις ομιλίες, τις συζητήσεις και μικροδιαδηλώσεις, τον σχηματισμό των πρώτων φοιτητικών πυρήνων και παρεών που εφεξής αυξάνονται και πληθύνονται, υπονομεύεται το ζοφερό και τρομοκρατικό κλίμα του γενικευμένου φόβου στα πανεπιστήμια και εν μέρει στην υπόλοιπη κοινωνία. διαρρηγνύεται η κρούστα της αδιαφορίας και της απάθειας, το κέλυφος της ιδιώτευσης και του ατομικισμού και δημιουργείται μία ευδία για δράση, επαφή, επικοινωνία, ελεύθερη έκφραση των φοιτητών και ανταλλαγή απόψεων, και κατά συνέπεια ένα ευνοϊκό κλίμα και πλαίσιο που επιτρέπει την αμοιβαία αναγνώρισή τους ως διαφωνούντων και επιθυμούντων τη συλλογική ανοικτή αντιδικτατορική δράση, όπως και τη συνειδητοποίηση των φοιτητικών και πολιτικών προβλημάτων από ευρύτερα στρώματα. Η πορεία αυτή σηματοδοτείται από την δημιουργία το 1972 των Τοπικών Φοιτητικών Συλλόγων, των μόνων συλλογικών χώρων όπου οι φοιτητές μπορούν να συγκεντρωθούν και να γνωρισθούν εντός ενός άλλου πολιτικού πλαισίου, το οποίο επιτρέπει την άμεση πολιτική και θεωρητική πληροφόρηση, την ανταλλαγή ιδεών και βιβλίων, τις ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις και επιχειρηματολογίες, καθώς και τη λήψη αποφάσεων για αντικαθεστωτικές ενέργειες.
Υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος, η δικτατορία αναγκάζεται να παραχωρήσει φοιτητικές εκλογές οι οποίες τελικώς ορίζονται για τις 10 Οκτωβρίου 1972. Οι γενικές συνελεύσεις που γίνονται προς τον σκοπό αυτόν, υπό την εποπτεία καθηγητών των σχολών, καταλήγουν σε πανηγυρικό έλεγχο από τους αντιφρονούντες φοιτητές και σε ταυτόχρονη απομόνωση των διορισμένων διοικητικών συμβουλίων, και φυσικά διαλύονται. Οι εκλογές αναβάλλονται, η απόπειρα του καθεστώτος για ελεγχόμενες φοιτητικές εκλογές αποτυγχάνει. Οι φοιτητές συνειδητοποιούν ότι αποκλείεται να διεξαχθούν αδιάβλητες φοιτητικές εκλογές και εκλέγουν δικές τους επιτροπές, απέχουν από τις στημένες και διαδηλώνουν στο κέντρο της Αθήνας με πολιτικά συνθήματα κατά της δικτατορίας, πράγμα που δηλώνει την αυτοπεποίθηση, την διάθεση και την πίστη τους να διεκδικήσουν την ανοικτή δημόσια συλλογική δράση κατά της δικτατορίας. Έτσι, όλο και μεγαλύτερο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού συνειδητοποιεί τον ανελεύθερο χαρακτήρα της δικτατορίας και την αδυναμία διενέργειας ελευθέρων φοιτητικών εκλογών, πολιτικοποιείται και πολιτικοποιεί τις συγκεντρώσεις και γενικώς οποιαδήποτε εκδήλωση. Το φοιτητικό κίνημα προβάλλει με καθαρά πολιτικά - αντιδικτατορικά συνθήματα και όχι με συνδικαλιστικά και επαγγελματικά, όπως βελτίωση των συνθηκών σπουδών, καλύτερα προγράμματα, βελτίωση σιτίσεως, φοιτητικές εκλογές και άλλα μεταρρυθμιστικά, που ήθελαν και προπαγάνδιζαν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.
Την περίοδο αυτή εμφανίζονται στον φοιτητικό χώρο οι οργανώσεις των δύο Κομμουνιστικών κομμάτων (ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ, Ρήγας) και οι αριστερίστικες (ΑΑΣΠΕ, ΟΣΕ, ΟΜΛΕ), των οποίων η παρουσία θα σημαδέψει την πορεία του ΦΚ με αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν grosso modo δύο τάσεις στους κόλπους του, η συμβιβαστική και η ριζοσπαστική τάση. Αυτό όμως που χαρακτήρισε κυρίως το ΦΚ ήταν οι ανέντακτοι και ανεξάρτητοι φοιτητές, οι οποίοι δεν ήταν δογματικώς ενταγμένοι σε κάποια πολιτική οργάνωση και δεν έβλεπαν το ΦΚ ως προέκταση των θεωρητικών και ιδεολογικών θέσεων των πολιτικών οργανώσεων, αλλά αντιθέτως ως ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο κίνημα, απαλλαγμένο από τις ιδεολογικές και οργανωτικές αγκυλώσεις των παραδοσιακών κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς. Ο πλουραλισμός και η δημοκρατία κατακτώνται μετά από άγριες ενίοτε αντιπαραθέσεις και δογματισμούς, και τελικώς μαζί με τον Μαρξ, Έγκελς, Λένιν, Τρότσκι και Μάο συνυπάρχουν, πολεμικως βεβαίως, αιρετικοί, αναρχικοί και άλλοι ετερόδοξοι στοχαστές όπως Λούξεμπουργκ, Μπακούνιν, Κον Μπεντίτ, Καστοριάδης κ.λπ.
Οι δύο αυτές τάσεις εκδηλώνονται και συγκρούονται σε πολλά ζητήματα, όπως λ.χ. στο ζήτημα των στημένων φοιτητικών εκλογών, όπου η συμβιβαστική υπεστήριζε τη συμμετοχή ενώ η ριζοσπαστική την αποχή. Η αποχή έγινε στην Πάντειο και την Φυσικομαθηματική, ενώ στις άλλες σχολές υιοθετήθηκε η γραμμή των δύο Κ.Κ. για συμμετοχή, όπου όμως η νοθεία ήταν τόσο οφθαλμοφανής ώστε η συμμετοχή ήταν ουσιαστικώς αδύνατη. Οι δύο τάσεις έκτοτε δεν παύουν να αντιπαρατίθενται και να οριοθετούνται, διότι η μεν συμβιβαστική εκλαμβάνει το φοιτητικό κίνημα ως συνδικαλιστικό διεκδικητικό, περιορισμένο στα φοιτητικά αιτήματα και στο πανεπιστημιακό πλαίσιο, ως διαμαρτυρία και μέσον πιέσεως για ακαδημαϊκές ελευθερίες και "ελεύθερες φοιτητικές εκλογές", ενώ η άλλη, η ριζοσπαστική, το εκλαμβάνει ως καταλύτη για την ευρύτερη κινητοποίηση του υπολοίπου πληθυσμού, ως πόλο συσπειρώσεως, μαζικοποιήσεως και δράσεως για την ανατροπή της δικτατορίας. Τα επιχειρήματα των δύο τάσεων για τον χαρακτήρα και τον ρόλο του ΦΚ ήταν τα εξής: η μεν συμβιβαστική υπεστήριζε ότι πρέπει να είναι διεκδικητικό και περιορισμένο στα φοιτητικά και πανεπιστημιακά ζητήματα, διότι η πολιτικοποίησή του θα το απομόνωνε και θα του στερούσε την συμμετοχή ευρύτερων στρωμάτων του φοιτητικού πληθυσμού. Η αντίληψη αυτή εκπορευόταν αφενός μεν από τη διάθεση των εκφραστών της να συμπορευθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την εξομάλυνση και "φιλελευθεροποίηση" την οποία ετοίμαζε το δικτατορικό καθεστώς και αφετέρου με την ηγεμονική ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους τα παραδοσιακά κόμματα: τα επί μέρους κινήματα πρέπει να εξυπηρετούν τους επί μέρους χώρους σε στενή συνδικαλιστική μεταρρυθμιστική βάση και να υπακούουν σε μία κεντρική πολιτική ηγεσία η οποία τα ελέγχει και τα διοχετεύει κατά το δοκούν στην κεντρική πολιτική σκηνή, διότι αυτή η ηγεσία θεωρείται ότι κατέχει εξ ορισμού την "ορθή" γνώση της ιστορίας, της πολιτικής και της κοινωνίας και ως εκ τούτου διαθέτει την "ορθή" τακτική και στρατηγική. Η ριζοσπαστική τάση αντιθέτως υπεστήριζε ότι η πολιτικοποίηση του ΦΚ του επιτρέπει να εξέλθει από το στενό και περιορισμένο φοιτητικό και πανεπιστημιακό πλαίσιο και να διευκολύνει τη σύνδεσή του με άλλα στρώματα του πληθυσμού, λειτουργώντας ως πόλος συσπείρωσης, πράγμα που απεδείχθη με τις διαδηλώσεις και καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, κονιορτοποιώντας έτσι εμπράκτως την συμβιβαστική τάση (3).
Οι δύο τάσεις συγκρούονται επίσης και μετά το ζήτημα των φοιτητικών εκλογών, στο θέμα του Καταστατικού Χάρτη για την παιδεία, στις αρχές του 1973. Ενώ η ριζοσπαστική τάση ζητά να αποσυρθεί το σχέδιο του Καταστατικού Χάρτη αρνούμενη να συμμετάσχει στη σύνταξη ενός νέου, η συμβιβαστική υποστηρίζει την απόσυρσή του και τη συμμετοχή των φοιτητών στην σύνταξη ενός νέου, αίτημα το οποίο μακράν από το να είναι αθώα αυταπάτη και αφελής ψευδαίσθηση των υποστηρικτών του, δημιουργεί μία ψευδή εικόνα της δικτατορίας ότι δήθεν αυτή μπορεί να συνεργασθεί με τους φοιτητές και να δεχθεί τα αιτήματά τους. Θα ήταν τουλάχιστον πολιτική αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι τα αιτήματα των φοιτητών θα γίνονταν δεκτά από το δικτατορικό καθεστώς. Είναι εμφανές ότι η αντίληψη αυτή διακατέχεται από τη μεταρρυθμιστική συνδικαλιστική λογική.
Το δικτατορικό καθεστώς φαίνεται να αιφνιδιάζεται με τη δυναμική του ΦΚ και είναι ανίκανο να καταλάβει τον χαρακτήρα του, ενώ οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του είναι ανίκανοι να εμποδίσουν την ανάπτυξή του, γεγονός λογικό, αφού όλη η συγκρότηση, η δομή, η λειτουργία και η νοοτροπία τους εμφορείται και κυριαρχείται από την αντιμετώπιση παρανόμων κομμουνιστικών και μη οργανώσεων. Στις 10 Φεβρουαρίου εκδίδεται το νομοθετικό διάταγμα 1347/73 που επιτρέπει την άρση της αναβολής στρατεύσεως των φοιτητών, το οποίο θα αποτελέσει την αφετηρία νέων φοιτητικών κινητοποιήσεων και αντιπαραθέσεων με το καθεστώς, για την αντιμετώπιση των κατασταλτικών μηχανισμών του καθεστώτος. Πράγματι, στις 14 Φεβρουαρίου πραγματοποιείται στον περίβολο του Πολυτεχνείου συγκέντρωση εκατοντάδων φοιτητών από πολλές σχολές της Αθήνας, με κύριο αίτημα την ανάκληση του ανωτέρω διατάγματος, κατά την οποία η αστυνομία εισβάλλει βιαίως στο Πολυτεχνείο καταπατώντας το άσυλο και τραυματίζοντας πολλούς φοιτητές. Ακολουθεί η κατάληψη της Νομικής για τον ίδιο σκοπό από φοιτητές πολλών σχολών τον Μάρτιο 1973, η οποία συσπειρώνει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Η κατάληψη και τα γεγονότα της Νομικής ανεβάζουν το θερμόμετρο και το ΑΦΚ εξέρχεται πια καταξιωμένο και φερέγγυο, αναδεικνύεται ως ο μοναδικός αξιόπιστος αντίπαλος της δικτατορίας, με την αυτοοργάνωσή του και την δική του πολιτική φυσιογνωμία, η οποία αυτοδημιουργείται και αυτοκατακτάται εκτός και εναντίον οιουδήποτε καθοδηγητικού κέντρου. Πράγματι, οι παραδοσιακοί πολιτικοί φαίνεται να αιφνιδιάζονται από την δυναμική του ΑΦΚ και από την στιγμή που δεν δύνανται να το ελέγξουν και να το ποδηγετήσουν, τηρούν αποστάσεις ασφαλείας και καχυποψίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την στάση τους στην συγκέντρωση - κατάληψη της Νομικής, κατά την οποία ουδείς πρώην πολιτικός εδήλωσε παρουσία ή συμπαράσταση, ούτε έκανε οποιαδήποτε δήλωση μετά το πέρας της καταλήψεως. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν επιπλέον και στον χαρακτήρα που έλαβε η κατάληψη με τα αντιαμερικανικά συνθήματα και την ευρύτερη ριζοσπαστική και κριτική δυναμική της. Αυτή ακριβώς η οργανωτική και πολιτική αυτονομία του είναι ο κύριος λόγος που επέτρεψε στο ΑΦΚ να αναδειχθεί στον σημαντικότερο αντίπαλο της δικτατορίας, η οποία και υπό την πίεσή του αποφασίζει την πορεία της προς την "ομαλοποίηση" και την πολιτικοποίηση, και την εκ τούτου νομιμοποίηση και μονιμοποίησή της, μέσω της παροχής ορισμένων ελευθεριών ελεγχομένων από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της. Προς τον σκοπό αυτό στις 8 Οκτωβρίου ο πρώην πολιτικός Μαρκεζίνης ορκίζεται "πρωθυπουργός". Το πείραμα όμως αυτό της δήθεν φιλελευθεροποίησης αποτυγχάνει ένεκα της κατάληψης και την εξέγερσης του Πολυτεχνείου...
1) Για μία ανάλυση της κατάληψης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973 βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, "Είκοσι χρόνια μετά", στο Δ. Παπαχρήστος (επιμ.), Εκ των υστέρων, Αθήνα, Νέα Σύνορα 1993.
2) Ο Γ. Ράλλης έγραφε στον Κ. Καραμανλή την 1 Μαρτίου 1973: "Γενικά είμαι απελπισμένος γιατί ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν και οι περισσότεροι έχουν καταληφθή από χειμερία νάρκη...". Ομοίως και ο Κ. Τσάτσος επίσης στον Κ. Καραμανλή στις 23 Μαρτίου 1973: "Όπως τόσες φορές το είπαμε, δεν υπάρχει γενικό πνεύμα αντιστάσεως".
3) Χαρακτηριστικό αντιπαράδειγμα οι κινητοποιήσεις των υπομηχανικών τον Μάρτιο 1972, οι οποίες παρέμειναν σε συνδικαλιστικά πλαίσια και δεν πολιτικοποιήθηκαν με συνέπεια τη μη σύνδεσή τους με ευρύτερα στρώματα ούτε καν του φοιτητικού πληθυσμού και την αναγκαστική απομόνωσή τους και τον τελικό εκφυλισμό των κινητοποιήσεών τους, χωρίς και την ικανοποίηση των βασικών αιτημάτων τους. Η δικτατορική κυβέρνηση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, με τους ελιγμούς της, τις υποσχέσεις, τις απειλές ότι θα διαλύσει τη σχολή τους, τις αποβολές των φοιτητών και το κλείσιμο της σχολής, την διοικητική και αστυνομική τρομοκρατία, επέτυχε τελικώς να κάμψει τις κινητοποιήσεις των υπομηχανικών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου