Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

H ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΥΤΟΠΙΑ

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 28, Ιούλιος 2011]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας

Η ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΥΤΟΠΙΑ*

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται στη σημερινή κρίσιμη περίοδο γενικευμένης παρακμής είναι το εξής: κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία ενός πραγματικά δημοσίου χώρου, ο οποίος να εξασφαλίζει την κυριαρχία του δήμου; Κατά πόσο ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοκυβέρνηση, δηλαδή η άμεση δημοκρατία, είναι σήμερα δυνατή και με ποιον τρόπο; Για το ζήτημα αυτό εκφράζονται πολλές αμφιβολίες. Τα αρνητικά επιχειρήματα που συνήθως προβάλλονται είναι α) ότι η σημερινή εντελώς διαφορετική πραγματικότητα δεν προσφέρει τις συνθήκες που υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα (μικρό πληθυσμό, μικρή έκταση, απλούστερα προβλήματα), ως εκ τούτου δεν είναι ρεαλιστικό πρόταγμα. Και β) οι άνθρωποι δεν επιθυμούν την αυτοκυβέρνηση, ακολουθούν και ψηφίζουν τα κόμματα, άρα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αφού η ανθρώπινη πραγματικότητα είναι αντίθετη. Τα επιχειρήματα αυτά τα έχω συζητήσει αλλού,[1] και εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά συμπληρωματικά σχόλια.
Σε αυτούς που αντιτάσσουν ότι η αυτοκυβέρνηση και η δημοκρατία δεν είναι δυνατές, δεν είναι ρεαλιστικά αιτήματα, αλλά ρομαντισμός, αφέλεια ή ουτοπία, η απάντηση είναι ότι ρεαλισμός δεν σημαίνει να υποκύπτεις στην πραγματικότητα και να την δέχεσαι παθητικά και δουλικά, αλλά να αναζητάς μιαν άλλη πραγματικότητα. Ρεαλισμός δεν είναι να αποδέχεσαι την πραγματικότητα, αλλά να προσπαθείς να την αλλάξεις. Ουτοπία δεν είναι να πιστεύεις ότι η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει, αλλά το να πιστεύεις ότι δεν θα αλλάξει και θα παραμείνει όπως έχει επ’ άπειρον. Τα επιχειρήματα αυτά κατά του εφικτού της δημοκρατίας βλέπουν δηλαδή μόνο τη μία πλευρά και παρακάμπτουν μία εξ ίσου σημαντική αλήθεια: πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτά που ισχύουν, η συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομικο-πολιτική κατάσταση, οι εγκαθιδρυμένοι θεσμοί, οι ισχύοντες νόμοι και οι επικρατούσες αξίες. Είναι και όλα όσα εμείς επιθυμούμε και δυνάμεθα να πράξουμε, μετά από στοχασμό και διαβούλευση, όσα θέλουμε και αντιτάσσουμε στην υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή οι δικοί μας θεσμοί, νόμοι και αξίες, η δικιά μας θέληση.[2]
H Arendt αναλύει και αναδεικνύει την αξία και τη δύναμη της θελήσεως ως πρώτιστο γενεσιουργό παράγοντα της πράξεως (le ressort de l’ action) στο βιβλίο της Η ζωή του πνεύματος, τόμ. 2ος, με υπότιτλο «Η θέληση». Από τις πρώτες σελίδες ήδη τονίζει ότι η θέληση είναι η ανθρώπινη ιδιότητα για την αντιμετώπιση του μέλλοντος, μέσα από την ανοικτή εμπειρία του χρόνου. είναι το όργανο του μέλλοντος, όπως η μνήμη είναι το όργανο του παρελθόντος.[3] Έτσι όμως η θέληση συνδέεται με τη φαντασία, διότι το μέλλον δεν υπάρχει κάπου, δεν είναι άμεσα ορατό, πρέπει να το συλλάβει κανείς με τη δύναμη της φαντασίας. Είναι πολύ δαφωτιστικό ένα χωρίο στο οποίο ο Καστοριάδης συνδέει με μοναδικό τρόπο τη θέληση με τη φαντασία: «Η πολιτική φαντασία έχει εξαφανισθεί. Η εξαφάνιση αυτή της φαντασίας πάει μαζί με την κατάρρευση της θέλησης. Γιατί πρέπει βέβαια να μπορείς να παραστήσεις στο μυαλό σου κάτι που δεν υπάρχει, για να μπορέσεις να θελήσεις. Και πρέπει να θέλεις στα ενδόψυχά σου κάτι άλλο από την απλή επανάληψη, για να μπορείς να φαντάζεσαι».[4] Όλα εξαρτώνται από αυτή την ανθρώπινη δύναμη της φαντασίας, της θέλησης, η οποία επιτρέπει να φαντασθούμε άλλα πράγματα από τα ήδη γνωστά και υπάρχοντα, από τα στερεότυπα και τα καθιερωμένα, να φαντασθούμε, να θελήσουμε, νέες ιδέες, θεσμούς και σημασίες. Πρέπει λοιπόν να φαντασθούμε την άλλη κοινωνία, την άλλη πραγματικότητα, που σημαίνει πρέπει να τολμήσουμε να σκεφθούμε διαφορετικά, να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλοιώς.[5] Φυσικά προς τούτο απαιτείται εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στις δικές μας δυνάμεις, στις ικανότητές μας.
Ο Κίρκεγκωρ έλεγε: «Δεν είναι ο δρόμος που είναι δύσκολος, είναι το δύσκολο που είναι δρόμος». Το δύσκολο βρίσκεται στην αδυναμία της θέλησης και στην οκνηρία της φαντασίας, στην απροθυμία να σκεφθούμε και να δράσουμε διαφορετικά. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι τα άτομα και οι κοινωνίες αφήνονται στον εφησυχασμό των «κεκτημένων» και έχουν μία δυσπιστία και φοβία στο καινούριο και το άγνωστο. Προτιμούν τη σιγουριά του ήδη γνωστού και αναγνωρίσιμου, έχουν το δικό τους νόμο αδρανείας. Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: όταν τολμάμε ίσως χάνουμε ορισμένα πράγματα από τα «κεκτημένα», όταν όμως δεν τολμάμε χάνουμε τον εαυτό μας, την ελευθερία μας, γινόμαστε δούλοι - όπως σήμερα. Από τη στιγμή όμως που λαμβάνουμε την απόφαση ανοίγει ο δρόμος της δημιουργίας του νέου, του άλλου.
Τίποτε στην Ιστορία δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Η Ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη, γραμμική και νομοτελειακή, δεν εξαρτάται από κάποιες αδήριτες φυσικές ή οικονομικές αναγκαιότητες ούτε από «ιστορικούς νόμους». Εδώ βρίσκεται μία μεγάλη συμβολή του Κ. Καστοριάδη, και έχει σχέση με την κριτική που άσκησε στην μαρξική θεωρία: η ιστορία είναι δημιουργία ανθρώπινη, απρόβλεπτη και φαντασιακή, υπερβαίνει τους ορθολογικούς καθορισμούς. Σημειώνει δε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη στην πολιτική και στην ιστορία. Την παραμονή του Μάη του ’68, ο Viansson-Ponté έγραφε το περίφημο άρθρο του ‘’Η Γαλλία πλήττει’’. Πράγματι, έπληττε τόσο πολύ που εξερράγη λίγες εβδομάδες αργότερα. Δεν θέλω βέβαια να πω ότι είμαστε στις παραμονές ενός καινούργιου Μάη του ’68. Απλώς, ότι καμιά σφυγμομέτρηση και καμιά εμπειρική επαγωγή δεν μπορούν να προβλέψουν τη συμπεριφορά ενός πληθυσμού βραχυπρόθεσμα, και ακόμη λιγότερο μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα».[6] Αυτό που συνέβη πριν από τον Μάη του ’68 και καθόρισε την μετέπειτα πορεία ήταν οι πρωτοβουλίες από ένα μέρος του πληθυσμού που είχε αρχίσει να αμφισβητεί θεσμούς, έννοιες, σημασίες, αξίες, τον τρόπο του βίου, και επινοούσε αιτήματα, διεκδικήσεις, νέες μορφές οργάνωσης και δράσης.
Το βασικό που παίζει ρόλο, όπως ήδη είπα, είναι η επιθυμία των ανθρώπων να υπάρξουν διαφορετικά, η θέλησή τους να έχουν λόγο γι αυτά που τους αφορούν και τους επηρεάζουν, γι’ αυτά που καθορίζουν τον βίο και το μέλλον τους.[7] Όλα είναι πιθανά και δυνατά, εφ’ όσον εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, από το κοινωνικό φαντασιακό.[8] Όλα είναι δυνατά για τον άνθρωπο, όπως το διατύπωσε και ο Σοφοκλής με απαράμιλλο τρόπο τον 5ο αιώνα, στο υπέροχο και μοναδικής ομορφιάς και πλήρους νοήματος στάσιμο της Αντιγόνης (πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπω δεινότερον πέλει... στ. 332-375). Το χορικό αυτό είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργικότητα, η οποία δεν υπακούει, δεν υποκύπτει σε καμία αναγκαιότητα. Μόνο μία αναγκαιότητα δεν μπορεί να αποφύγει ο άνθρωπος, τον θάνατο: Άπορος επ’ ουδέν έρχεται / το μέλλον . Άϊδα μόνον / φεύξιν ουκ επάξεται.[9] Τη δύναμη του ανθρώπινου και κοινωνικού παράγοντα γνώριζε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα λεγόμενα ρεαλιστικά βιβλία των Πολιτικών του εξετάζει αναλυτικά τους τρόπους και τις αιτίες εγκαθίδρυσης, διατήρησης και φθοράς όλων των πολιτευμάτων. Αναδεικνύει ως κύριο παράγοντα των αλλαγών τις διαθέσεις και τις προσπάθειες των ανθρώπων, των πολιτικών ομάδων και των κοινωνικών στρωμάτων για εξουσία. Αναφέρει λ.χ. ότι η ολιγαρχία εγκαθίσταται όταν οι ολίγοι πλούσιοι επιθυμούν την εξουσία και έχουν τη δύναμη να την κατακτήσουν, ενώ ταυτοχρόνως οι πολλοί δεν την επιθυμούν και δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν.
Οι σημαντικές αλλαγές στην ιστορία δεν γίνονται από τις κομματικές ηγεσίες, τους βουλευτές και τα κοινοβούλια, από την κρατική νομενκλατούρα και τη γραφειοκρατική διαχείριση, αλλά από την κοινωνική βάση, από τις κοινωνικές συλλογικότητες, που όταν θέλουν και έχουν όραμα εισβάλλουν στο προσκήνιο και απαιτούν άλλη θέσμιση της κοινωνίας. Ας μη ξεχνούμε ότι όταν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές πραγματοποιούνται θεωρούνται αναπόφευκτες και αναγκαίες, ενώ πριν πραγματοποιηθούν θεωρούνται απραγματοποίητες ή ουτοπίες. Ο Max Weber γράφει: «Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν θα είχε πετύχει το εφικτό, αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φθάσει το ανέφικτο». Ένα μόνο παράδειγμα, από τα πολλά, αρκεί. Τον 17ο αιώνα ο John Locke στη Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως δηλώνει για πρώτη φορά μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα τα εξής σημαντικά και επαναστατικά: «Η δουλεία αποτελεί για τον άνθρωπο μια κατάσταση τόσο ευτελή, τόσο άθλια και τόσο ευθέως αντίθετη με τη μεγάθυμη ιδιοσυγκρασία και το θάρρος του έθνους μας, ώστε πολύ δύσκολα θα φανταζόμασταν ότι ένας Άγγλος, κι ακόμα λιγότερο, ένας έντιμος άνθρωπος, θα μπορούσε να την υποστηρίξει». Το κήρυγμα αυτό κατά της δουλείας άργησε να γίνει πραγματικότητα, διότι, ως γνωστόν, η δουλεία καταργήθηκε επισήμως μετά από δύο αιώνες, τον 19ο αιώνα. Δηλαδή όταν έγραφε την άποψή του ο Λοκ, ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί και φαινόταν ανέφικτη και ουτοπία.
Η συμμετοχή λοιπόν των ανθρώπων στις αποφάσεις, στους νόμους και στον έλεγχο της εξουσίας δεν είναι ακατόρθωτη. Τα αιτήματα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και του ελέγχου δεν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Η δημοκρατία είναι εφικτή. Δεν είναι ουτοπία όπως λέγεται συνήθως από τους ποικίλους σκεπτικιστές, αντιπάλους και εχθρούς της.[10] Ουτοπία είναι το όραμα του αναρχισμού για μία κοινωνία χωρίς εξουσία. Ουτοπία ήταν το όραμα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού για μία αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Αν και ο Μαρξ με τον Ένγκελς παρουσίασαν τον σοσιαλισμό τους ως «επιστημονικό», εν αντιθέσει με τον «ουτοπικό» των προγενεστέρων τους, εν τούτοις και ο δικός τους αποδείχθηκε εξίσου ουτοπικός. Ουτοπία είναι η αναζήτηση μίας ιδανικής, εξιδανικευμένης και τέλειας κοινωνίας, ενώ δημοκρατία είναι η προσπάθεια για μία δίκαιη κοινωνία. Η δημοκρατία δεν είναι ουτοπία, αλλά ευτοπία. Με τη λέξη ευτοπία δεν εννοώ μία τέλεια, ιδεώδη, ευδαίμονα κοινωνία, αλλά μία κοινωνία που έχει βρεί - έχει κατακτήσει - έναν «τόπο» για να στηριχθεί, να κατοικήσει και να πράξει: να διατηρήσει ανοικτό το ζήτημα της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης ως υπόθεση συλλογικής διαβούλευσης. Ο τόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον δημόσιο χώρο, τον κοινό χώρο, που περιέγραψα προηγουμένως, και ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της δημοκρατίας. Η ευτοπία, δηλαδή, είναι ο αυτοσυγκροτούμενος σε κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο δήμος.

Θα πρέπει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η άμεση δημοκρατία υπήρξε στην πραγματικότητα, ήταν πραγματικό γεγονός, ρεαλιστική, δεν ήταν θεωρητική σύλληψη και ουτοπική έμπνευση. Αντιθέτως η ουτοπία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη ως θεωρητική φιλοσοφική απάντηση στη δημοκρατία. Ο εισηγητής της ουτοπίας είναι ο μεγάλος αντιδημοκράτης φιλόσοφος, ο Αθηναίος Πλάτων. Συλλαμβάνει μία θεωρητική πολιτεία, η οποία υπάρχει μόνο στη σκέψη του, και ουσιαστικώς πρόκειται για μία εφιαλτική αντιδημοκρατική ουτοπία. Ουτοπία με την έννοια ότι οι βασιλείς φιλόσοφοι δεν υπήρξαν ποτέ και είναι αδύνατο να βρεθούν όπως τους οραματιζόταν ο Πλάτων, δηλαδή να δημιουργήσουν την αρίστη πολιτεία και την ευδαιμονία – ο ίδιος άλλωστε το παραδέχεται στα μετέπειτα έργα του. Από την άλλη όμως το όραμα του Πλάτωνα δεν ήταν ουτοπία, αλλά ρεαλιστικό όραμα, διότι ανέκαθεν υπήρξαν βασιλείες ανελεύθερες, αυταρχικές και απολυταρχικές, καθώς και άλλες εφιαλτικές αντιδημοκρατικές πολιτείες, και από ότι δείχνει η ανθρώπινη ιστορία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται και δεν αντιδρούν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Το κείμενο αυτό είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου κειμένου που περιέχεται στο συλλογικό Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Γένεση της δημοκρατίας και σημερινή κρίση. Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Ευρασία. Ευχαριστούμε τον εκδότη για την άδεια προδημοσίευσης.
[1] Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 84-86.
[2] Βλ. Α. Δεληγιώργη, «Η οντολογία του όντος/Είναι δι’ εαυτόν ως εναντίωση στον σύγχρονο μηδενισμό», Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 219.
[3] Arendt, Τhe Life of the Mind, Vol. 2, Willing, New York, 1978. Βλ. και γαλλική μετάφραση La vie de l’ esprit, vol. 2, Le vouloir, Puf, Paris, 1983.
[4] Καστοριάδης, Ο καιρός, Υψιλον, Αθήνα, 1987, σ. 100.
[5] Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφ., Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 410
[6] Καστοριάδης, «Ακυβέρνητη κοινωνία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ. 317.
[7] Πρβλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση;» Β΄ Μέρος, Πρόταγμα, αρ. 1, Δεκέμβριος 2010. Από το κείμενο αυτό έχω χρησιμοποιήσει αρκετά στοιχεία σε τούτο το κείμενο.
[8] Γ. Ν. Οικονόμου, «Το κοινωνικό-ιστορικό, η αυτονομία και τα επιχειρήματά της», στο Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 167-169.
[9] Βλ. την εξαίρετη ανάλυση του χορικού αυτού από τον Κ. Καστοριάδη στο κείμενό του «Αισχύλεια ανθρωπογονία και σοφόκλεια αυτοδημιουργία», Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα, 1990.
[10] Βλ. επίσης Καστοριάδης, «Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι ουτοπία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ.


Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

O ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Εποχή, 31 Ιουλίου 2011]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το όραμα απέκτησε όνομα: άμεση δημοκρατία. Από τις 25 Μαΐου η χώρα ζει στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες ανά την επικράτεια πλατείες μία καινοφανή πολιτική κατάσταση. Πλήθη ανθρώπων κυρίως νέων συρρέουν και συμμετέχουν σε Λαϊκές Συνελεύσεις, συζητούν, διαλέγονται, προτείνουν και ψηφίζουν. Είναι οι αμεσοδημοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές που αναδύονται σε μαζική κλίμακα και με έναν ριζικό και πρωτόγνωρο τρόπο.
Αποσιώπηση και συγκάλυψη
Οι αμεσοδημοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές στην Ελλάδα εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στην εξέγερση και κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973. Και τότε οι συνελεύσεις των φοιτητών, των εργαζομένων και των μαθητών είχαν τον κύριο λόγο για τον χαρακτήρα και τη μορφή των κινητοποιήσεων, για τα συνθήματα και γενικώς για το όλο πλαίσιο της κατάληψης. Η αυτοοργάνωση, ο αυτοκαθορισμός και η άμεση συμμετοχή των εξεγερμένων ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις κομματικές αντιλήψεις και πρακτικές (κυρίως των δύο κομμάτων της Αριστεράς), οι οποίες προσπαθούσαν να υποτάξουν την κινητοποίηση στα προκρούστεια μέτρα τους. Οι στόχοι ήταν η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, εκτός βεβαίως από την πτώση της δικτατορίας. Tα χαρακτηριστικά αυτά αποσιωπήθηκαν και συγκαλύφθηκαν από τα ΜΜΕ, από τις κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις, καθώς επίσης και από την Αριστερά.
Έτσι και σήμερα στην πλατεία τα άτομα που συμμετέχουν είναι φορείς των δικών τους απόψεων και όχι των κομμάτων ή των κομματικών οργανώσεων. Η Λαϊκή Συνέλευση είναι αντίθετη με τις κομματικές διχαστικές λογικές, τις μονομανείς ιδεολογικές περιχαρακώσεις, τις «γραμμές», τις ειλημμένες εκ των προτέρων και για πάντα, πριν από εμάς για εμάς. Στην ανοικτή συνέλευση οι ιδέες κατατίθενται ελεύθερα, συζητώνται και ψηφίζονται άμεσα. Η πλατεία είναι αντίθετη και απορρίπτει συλλήβδην το αποτυχημένο κομματοκρατικό σύστημα. Έχει συνειδητοποιήσει ότι το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για τη σημερινή παρακμή και χρεοκοπία και ότι είναι ανίκανο να χειρισθεί και να λύσει τα προβλήματα που το ίδιο δημιούργησε. Απορρίπτονται επίσης και τα κόμματα της Αριστεράς ως ανίκανα και αφερέγγυα. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει εν πολλοίς αποσιωπηθεί πάλι από τα ΜΜΕ, από τις κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις, καθώς και από την Αριστερά.
Άμεση δημοκρατία και κόμματα
Αποδείχθηκε εμπράκτως ότι το κομματοκρατικό σύστημα ενδιαφέρεται μόνο για τη συντήρηση και αναπαραγωγή του μέσω του πελατειακού κράτους, με επιβάρυνση του δημοσίου ταμείου και κατά συνέπεια με αύξηση του δανεισμού και του εξωτερικού χρέους. Τα κόμματα ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους συμφέρον, για τη διατήρηση και αύξηση του εκλογικού ποσοστού τους και συνεπώς για το μοίρασμα της εξουσίας και των οικονομικών απολαβών. Εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών και κυρίαρχων της οικονομικής ζωής: τραπεζών, επιχειρηματιών, μεγαλοεργολάβων, ΜΜΕ. Έτσι η πολιτική εξουσία είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την οικονομική ελίτ και εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Το γεγονός αυτό δίνει στο αντιπροσωπευτικό κομματοκρατικό σύστημα τα χαρακτηριστικά ολιγαρχικού πολιτεύματος, και όχι δημοκρατικού όπως συνήθως λέγεται. Και εδώ τίθεται το βασικό χαρακτηριστικό των συγκεντρώσεων στις πλατείες: στόχος είναι η αλλαγή του ολιγαρχικού πολιτεύματος και η εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή η άμεση συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και τον έλεγχο της εξουσίας. Άμεση σημαίνει χωρίς μέσον, χωρίς ενδιάμεσο, χωρίς μεσολαβητή και μεσάζοντα. σημαίνει αυτοπρόσωπη συμμετοχή και όχι μέσω αντιπροσώπου και κόμματος.
Η άμεση δημοκρατία είναι μέσον και ταυτόχρονα σκοπός, για τον λόγο αυτό είναι ξένη με την κομματοκρατία και την αντιπροσώπευση, άρα ξένη με τη συμμετοχή στις εκλογές κάθε τέσσερα έτη, με τη συνακόλουθη απόσυρση των ανθρώπων στον ιδιωτικό χώρο και την εγκατάλειψη του δημοσίου χώρου στα κόμματα, στους γραφειοκράτες, στους βουλευτές, στα ΜΜΕ και στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Και αντιστρόφως, τα κόμματα είναι αντίθετα προς την άμεση δημοκρατία, διότι η λογική τους είναι η εξής: εμείς (δηλ. τα κόμματα) είμαστε ικανά να λύσουμε τα προβλήματά σας, για αυτό ψηφίστε μας να τα λύσουμε και εσείς πηγαίνετε σπίτια σας. Είναι εμφανές ότι υπάρχει μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην αντιπροσώπευση και την άμεση συμμετοχή, ανάμεσα στα κόμματα και την άμεση δημοκρατία: το ένα αποκλείει ρητώς και κατηγορηματικώς το άλλο. Με αυτήν την έννοια το κίνημα της άμεσης δημοκρατίας λαμβάνει δικαίως αντικοινοβουλευτικές και αντικομματικές αποχρώσεις, διότι ο κοινοβουλευτισμός και τα κόμματα είναι εκφράσεις του ολιγαρχικού πολιτεύματος και όχι του δημοκρατικού. (Περισσότερα βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009).
Αριστερά και κοινοβουλευτισμὀς
Από την άλλη οι διανοούμενοι και τα κόμματα της Αριστεράς αποδεικνύονται ακόμη μία φορά στυλοβάτες του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Η λογική τους κινείται και εγκλωβίζεται στα όρια της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτισμού, είναι σαφέστατα αντιπολιτευτική, χωρίς σημαντική αμφισβήτηση του συνολικού ολιγαρχικού συστήματος. Αυτό το αποδεικνύει και η στάση τους απέναντι στο κίνημα των πλατειών: από τη μία περισσεύει ο σκεπτικισμός, η κινδυνολογία, οι δηλώσεις υποστήριξης όσον αφορά το αντιμνημονιακό μέρος του κινήματος, αλλά από την άλλη τηρείται σιγή ιχθύος για την άμεση δημοκρατία. Ουδείς από τους φορείς της Αριστεράς αναφέρει τι σημαίνει άμεση δημοκρατία, ποιοι είναι ο θεσμοί της, οι αρχές και τα επιχειρήματά της. Αντιθέτως την ειρωνεύονται, την υποτιμούν, την απαξιώνουν, την απεύχονται. Ίδια συμπεριφορά και από τη συντριπτική πλειονότητα των αριστερών διανοουμένων. Η άμεση δημοκρατία είναι παντελώς απούσα από τα προγράμματα, από τις αναλύσεις και τα συγγράμματά τους (Εξαίρεση η Εποχή).
Ενώ η πλατεία έχει θέσει το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας αυτοί μιλάνε για «πραγματική δημοκρατία» χωρίς να διευκρινίζουν τι εννοούν. Βεβαίως δεν εννοούν τίποτε, πράγμα που φαίνεται στις θέσεις τους των προηγουμένων δεκαετιών. Όπισθεν αυτής της συμπεριφοράς κρύβεται ο βαθύτερος φόβος για την υπέρβαση των όντως απηρχαιωμένων ιδεολογιών και αποτυχημένων πρακτικών τους. Φόβος για την υπέρβασή τους από το κοινωνικό κίνημα, για την απώλεια ελέγχου επί αυτού και συνεπώς για την αχρήστευσή τους. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους φορείς της Αριστεράς (αλλά και όλα τα κόμματα), αποτελεί δε έμμονη ιδέα τους, είναι το πώς θα επωφεληθούν από το κίνημα αυτό και θα το «καπελώσουν», πώς θα επιβάλλουν τις κομματικές τους ιδεοληψίες και γραμμές για να αποκτήσουν ψηφοφόρους, πώς θα το αφυδατώσουν από τις ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές ιδέες, από τις αντικομματικές και αντικοινοβουλευτικές αντιλήψεις, και συνεπώς να οδηγήσουν τους ανθρώπους σαν πρόβατα επί σφαγή στις κάλπες των εκλογών και στα κομματικά σπήλαια. Οι αλήθειες αυτές γίνονται φανερές σήμερα σε περισσότερους, οπωσδήποτε σε αυτούς που συμμετέχουν αυθορμήτως στην πλατεία.
Προτάσεις για αλλαγή
Φυσικά μεταξύ των συμμετεχόντων στην πλατεία υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις - πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά –, αλλά ορισμένες τάσεις και προβληματισμοί είναι εμφανείς. Υπάρχουν οι προτάσεις για αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος, πράγμα που συνεπάγεται αλλαγή Συντάγματος. Οι αλλαγές που προτείνονται είναι νομοθέτηση των Ανοικτών Συνελεύσεων σε δημόσιους χώρους και ο συντονισμός τους. πρωτοβουλίες για δημοψηφίσματα από τα κάτω, και όχι εκβιαστικά από τις εξουσίες. κλήρωση ορισμένων αξιωματούχων της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. ανακλητότητα ανά πάσα στιγμή όλων αυτών που χειρίζονται δημόσιες υποθέσεις, δημόσιο χρήμα και πλούτο. Το τελευταίο σημαίνει δημόσιος ουσιαστικός και διαρκής έλεγχος κάθε εξουσίας, κάθε αξιωματούχου, πράγμα που συνεπάγεται ριζική αναδιάρθρωση της δικαστικής εξουσίας με συμμετοχή της κοινωνίας.
Οι αλλαγές αφορούν σε όλες τις ρητές εξουσίες που υπάρχουν εντός της κοινωνίας: κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική και οπωσδήποτε την οικονομική εξουσία, τα ΜΜΕ και την Εκκλησία. Η πρώτη είναι eo ipso και πολιτική εξουσία. τα ΜΜΕ έχουν τεράστια δύναμη ως ιδιοκτησία ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία και ασκούν τεράστια ανεξέλεγκτη επιρροή στις συνειδήσεις των ανθρώπων. η Εκκλησία δεν ασκεί μόνο συντηρητική ιδεολογική επιβολή στα εκατομμύρια των πιστών, αλλά ανήκει και στην οικονομική εξουσία αφού χειρίζεται μια τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία - αποτελεί δε κράτος εν κράτει με σκανδαλώδες καθεστώς αφορολόγητου και πληρωμή των μισθών των ιερέων και των μητροπολιτών από το δημόσιο ταμείο.
Οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλες επί μέρους προτάσεις για αλλαγές, αλλά οι βασικές είναι αυτές, οι οποίες θέτουν επί τάπητος την πολιτειακή αλλαγή με Συντακτικές Συνελεύσεις. Οι αλλαγές αυτές δεν μπορεί να ευδοκιμήσουν χωρίς ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, χωρίς την ριζική αναδιάρθρωση του πλέγματος εξουσίας, που συγκροτείται από θεσμούς, νόμους, δομές, μηχανισμούς, γραφειοκρατίες και ποικίλα διαπλεκόμενα συμφέροντα – κομματικά, συνδικαλιστικά, συντεχνιακά, μιντιακά, εκκλησιαστικά. Και δεύτερον, χωρίς κάθαρση του κρατικού μηχανισμού, της κρατικής διοίκησης, και του συνολικού δημοσίου βίου. Αυτό σημαίνει πρωτίστως κατάργηση της υπουργικής και βουλευτικής ασυλίας και άρση όλων των παραγραφών των πολιτικών αδικημάτων από το 1974 και μετέπειτα, εκδίκασή τους από μία αναδιαρθρωμένη δικαστική εξουσία, ουσιαστική εφαρμογή του «πόθεν έσχες» και πραγματική τιμωρία των ενόχων (επιστροφή των κλεμμένων, πρόστιμα, δήμευση περιουσιών, κ.λπ).
Χρειάζεται επομένως μία συνειδητή δράση της κοινωνίας για τη ριζική αναδιάρθρωση του εδραιωμένου ολιγαρχικού πλέγματος εξουσίας. Το συμπέρασμα από τις κινητοποιήσεις στις πλατείες είναι πως υπάρχει ένα σημαντικό πλήθος ανθρώπων που έχει απεγκλωβισθεί από το κομματικό σύστημα, επιθυμεί να υπάρξει αυτόνομα και να δράσει για την άμεση δημοκρατία. Το μέγιστο λάθος θα είναι το πλήθος αυτό να επιστρέψει στα αδιέξοδα των κομμάτων, των εκλογών και της αντιπροσώπευσης. Άλλωστε έχει γίνει εμφανές τοις πάσι ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πια στα κοινοβούλια, αλλά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή σε οργανισμούς που δεν εκλέγονται από κανέναν λαό, αλλά από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όμως και πριν από την έλευση της τρόικας το κοινοβούλιο, τα κόμματα και οι εκλογές οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Συνεπώς η εναπόθεση των ελπίδων στο κοινοβούλιο, στα κόμματα, και στις εκλογές είναι μάταιη, αδιέξοδη και μαζοχιστική. Με άλλα λόγια ο μόνος δρόμος εξόδου από την τρόικα και την παρακμή, από την κομματοκρατία και την ολιγαρχία είναι η ανάληψη των αποφάσεων από την ίδια την κοινωνία, δηλαδή οι πλατείες, οι συνελεύσεις, η αυτοπληροφόρηση, η αλληλογνωριμία, η αλληλεγγύη, το μοίρασμα, ο αυτοκαθορισμός και οι αυτόνομες δράσεις. Είναι ο μόνος δρόμος προς την άμεση δημοκρατία.