Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

 

 

[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 23 Ιουλίου 2021]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Διδάκτωρ φιλοσοφίας

 

 ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

 

Ρίτσαρντ Γουόλιν  

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ

Άρεντ, Λέβιτ, Γιόνας, Μαρκούζε

Μτφ. Μάνος Βασιλάκης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2019

 

Οι διαθέσεις του Γουόλιν (Richard Wolin) για τους τέσσερις στοχαστές διαφαίνονται ήδη στον προβληματικό τίτλο του βιβλίου, και στην φράση του ότι αυτοί είναι «φιλοσοφικοί κληρονόμοι» του Χάιντεγκερ. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ότι οι τέσσερις στοχαστές, αν και υπήρξαν φοιτητές του ναζιστή φιλοσόφου και επηρεάσθηκαν από την διδασκαλία του, δεν σημαίνει ότι υιοθέτησαν τις απόψεις του και ότι είχαν τις ίδιες πολιτικές αντιλήψεις. Δεν έγινε ποτέ αυτό, ούτε στα νιάτα τους ούτε στην ώριμη παραγωγή τους και μάλιστα ήταν από τους πρώτους που άσκησαν κριτική στον Χάιντεγκερ.

Ο Γουόλιν προσπαθεί να ασκήσει φιλοσοφική κριτική στους τέσσερις στοχαστές, αυτό όμως που κάνει είναι να τους απαξιώνει και να τους διαστρεβλώνει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως. Φαίνεται ότι αυτό που τον ενοχλεί  είναι η κριτική που αυτοί άσκησαν στον δυτικό πολιτισμό, στην πορεία του καπιταλισμού και του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Άσκησαν κριτική στις κύριες σημασίες και πρακτικές του συστήματος: γραφειοκρατικοποίηση, πραγμοποίηση, καταναλωτισμό, τεχνοκρατία, εμπορευματοποίηση των πάντων, καταστροφή του περιβάλλοντος. Oι πρακτικές αυτές στέρησαν από τον άνθρωπο βασικές υπαρκτικές και πολιτικές πλευρές, τον αλλοτρίωσαν και τον μετέτρεψαν σε παθητικό ψηφοφόρο και «μονοδιάστατο άνθρωπο», κατά την έκφραση του Μαρκούζε.

  Ο Γουόλιν είναι υπερασπιστής του καπιταλισμού και του φιλελεύθερου αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, το οποίο θεωρεί ότι είναι δημοκρατικό, όπως φαίνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου. Αναφέρει λ.χ. τον Peter Berkowitz, στον οποίο, κατά την γνώμη του, υπάρχει «μια πειστική ανασκευή του ισχυρισμού ότι η φιλελεύθερη σκέψη στερείται αρετής».  Όμως το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα δεν είναι δημοκρατικό, αλλά ολιγαρχικό, αφού οι ολίγοι ασκούν την εξουσία προς όφελος των ολίγων ισχυρών. Ενοχλείται λοιπόν από κάθε κριτική στο σύστημα αυτό και προσπαθεί να την αποδομήσει. Από έλλειψη χώρου, θα δούμε μόνο τις διαστρεβλώσεις του για την Χάνα Άρεντ.  

            Φαίνεται ότι ο Γουόλιν θεωρεί την Άρεντ εύκολο στόχο επειδή υπήρξε ερωμένη του Χάιντεγκερ, και επί πλέον διέδωσε το έργο του στη Δύση και έγραψε και ένα επαινετικό κείμενο όταν αυτός έγινε ογδόντα χρονών.  Όμως ο Γουόλιν δεν κατανοεί κάποια βασικά πράγματα από την φιλοσοφία της Άρεντ, όπως θα φανεί σε ορισμένα παραδείγματα.

Επειδή η Άρεντ ασκεί κριτική στο σύστημα και στην εργαλειοποίηση της πολιτικής από τα ποικίλα συμφέροντα, ο Γουόλιν την συνδέει, αυθαιρέτως και αφελώς, με τον Χάιντεγκερ και με τους «φωστήρες της Δεξιάς», Σπένγκλερ, Καρλ Σμιτ κ.ά. που άσκησαν επίσης κριτική στον νεωτερικό πολιτισμό. Η κριτική όμως της Άρεντ ασκείται από διαφορετική πλευρά, από την πλευρά της δημοκρατίας βασισμένης στην συμμετοχή των ατόμων, στην ισότητα και την ελευθερία, ενώ οι «φωστήρες της Δεξιάς» γράφουν ως αρνητές της δημοκρατίας, της ισότητας και της συμμετοχής.  

Η Άρεντ έχει τονίσει την αξία της αρχαιοελληνικής πόλεως, διότι εκεί για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία αναδείχθηκε και επικράτησε ο πολιτικός βίος, με χαρακτηριστικά την δημιουργία ενός δημοσίου χώρου με συμμετοχή των ατόμων στα κοινά, δια του λόγου και της πράξεως. Η σημασία του πολιτικού βίου είναι εμφανής και στην αρχαιοελληνική σκέψη. Στην συνέχεια, στους ελληνιστικούς χρόνους και την ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 1ο αι. π.Χ. ο πολιτικός βίος υποχώρησε, και υποκαταστάθηκε από τον κοινωνικό βίο. Αντίστοιχη υποχώρηση υπήρξε και στην θεωρία. Η μετάβαση από τον πολιτικό βίο στον κοινωνικό επισφραγίσθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους με την άνοδο και την κυριαρχία του χριστιανισμού. Η Αρεντ ασκεί κριτική στον εποικισμό του πολιτικού από την «κοινωνία».

Όμως ο Γουόλιν θεωρεί ότι η φιλόσοφος μειώνει την «κοινωνία», η οποία (κοινωνία) «στη μεταγενέστερη φιλοσοφία της  εξελίσσεται σε σύμβολο των δεινών του σύγχρονου πολιτισμού». Τίποτε πιο ανακριβές και διαστρεβλωτικό από αυτό. Άλλο θέλει να επισημάνει η Γερμανοεβραία φιλόσοφος: την έκλειψη της πολιτικής που οφείλεται, εκτός των άλλων, στην νεωτερική πολιτική σκέψη (Χομπς, Λοκ, Μοντεσκιέ) που έδωσε προτεραιότητα στο «κοινωνικό» και επίσης στον Μαρξ που έδωσε προτεραιότητα στο οικονομικό. Με τα λόγια της: «Περισσότερο από οποιαδήποτε πολύπλοκη θεωρία, αυτή η ανεπίγνωστη υποκατάσταση του κοινωνικού στην θέση του πολιτικού αποκαλύπτει σε πόσο μεγάλο βαθμό η αρχική ελληνική αντίληψη της πολιτικής είχε χαθεί».

Επίσης ο Γουόλιν προσάπτει στην Άρεντ «αντιδημοκρατική μεροληψία». Εδώ διαπράττει μέγιστο λάθος που οφείλεται σε άγνοια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θεωρεί λανθασμένα ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά και επειδή η Άρεντ ασκεί κριτική σε αυτά την θεωρεί «αντιδημοκρατική». Αυτό δεν ισχύει, διότι η κριτική της Άρεντ είναι αντικομματική, αντιγραφειοκρατική, αντιολιγαρχική.

            Το χειρότερο όμως είναι ότι ο Γουόλιν ταυτίζει την φιλόσοφο με τον Χάιντεγκερ, όσον αφορά την πολιτική της στάση. Την χαρακτηρίζει ως «αριστερή χαϊντεγκεριανή» και την τοποθετεί στην κατηγορία του «πολιτικού υπαρξισμού».[1] Με τον όρο αυτόν εννοεί «ιδιότητες προσωπικής αυθεντικότητας» και αποφαίνεται ότι η «πολιτική σκέψη και των δύο παρέμεινε βαθύτατα ελιτίστικη και αντιδημοκρατική». Φυσικά για τον Χάιντεγκερ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ισχύει, αλλά προκειμένου για την Άρεντ είναι λάθος που αγγίζει τα όρια της διαστρέβλωσης και της σπίλωσης της σπουδαίας φιλοσόφου, η οποία άσκησε σαφή κριτική στον ναζισμό και ανέλυσε τις αιτίες του ολοκληρωτισμού. Η κριτική στο αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι αντιδημοκρατική, για τον λόγο που ανέφερα πριν, αλλά και διότι η Άρεντ υιοθετεί ρητώς ως μορφή πολιτικής οργάνωσης τα Συμβούλια με τις συνελεύσεις από τα κάτω, δηλαδή μία μορφή άμεσης δημοκρατίας – όπως και ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Μία άλλη λαθροχειρία του Γουόλιν είναι το ότι αποδίδει στην Άρεντ την σύνδεση δημοκρατίας και τυραννίας κατά τα πρότυπα του Πλάτωνα στην Πολιτεία, δηλαδή την πλατωνική άποψη ότι από την δημοκρατία προκύπτει η τυραννία. Αυτό όμως είναι ένα από τα πολλά πλατωνικά ψεύδη. Ουδέποτε επιχείρησε τέτοια σύνδεση η Άρεντ. Άλλωστε η τυραννίδα και ο ολοκληρωτισμός δεν προήλθαν από δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά από το καπιταλιστικό και το αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Γενικώς ο Γουόλιν προσπαθεί να απαξιώσει με οποιονδήποτε τρόπο τους τέσσερεις στοχαστές. Δεν διστάζει, θέτοντάς τους όλους υπό την γενική ταμπέλα της «υπαρξιστικής σκέψης», να τους αποδώσει την απουσία δέσμευσης στον «δημόσιο λόγο». Είναι όμως σίγουρο ότι για τους Μαρκούζε και Άρεντ, αυτό δεν ισχύει. Ειδικώς η Άρεντ στο έργο της Η ανθρώπινη κατάσταση έχει μία σημαντική ανάλυση και συνηγορία για τον «δημόσιο χώρο» και τις αρετές του, στον οποίο βασικό στοιχείο είναι και ο «δημόσιος λόγος», η ομιλία.

            Αυτά και άλλα πολλά δηλώνουν επιπολαιότητα και αφέλεια του Γουόλιν, δηλαδή ανικανότητα να διακρίνει τις διαφορές στοχαστών και αντιλήψεων, πράγμα που επέδειξε και σε άλλο βιβλίο του, στο οποίο περιλαμβάνει ανόμοιες περιπτώσεις στοχαστών όπως οι Νίτσε, Χάιντεγκερ, Γιούνγκ, Μπατάιγ, Μπλανσό, Ντεριντά και άλλοι μεταμοντέρνοι υπό την κοινή ταμπέλα του «ανορθολογισμού». Εν ολίγοις ο Γουόλιν είναι αναξιόπιστος για σοβαρή και αμερόληπτη φιλοσοφική κριτική.    

 

 



[1] Αποδίδει επίσης στον Μαρκούζε «χαϊντεγκεριανό μαρξισμό»!

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΕΙΩΝ ΤΟ 2011

 

[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Εποχή,  10 Ιουλίου 2021]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, δοκιμιογράφος

 

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΕΙΩΝ ΤΟ 2011[1]

 

Τα τελευταία χρόνια, με την παγκόσμια οικονομική κρίση που οφείλεται στην αποτυχία του οικονομικο-πολιτικού συστήματος, έγινε φανερό σε περισσότερους πως το σύστημα αυτό ενδιαφέρεται μόνο να υπηρετήσει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων, των τραπεζών, των κομμάτων και των πολιτικών –αυτό ήταν άλλωστε και η βασική αιτία της κρίσης. Έγινε επίσης εμφανής η απροθυμία του συστήματος και η αδυναμία του να δημιουργήσει λύσεις για το σύνολο, για το κοινό συμφέρον, για τη βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων, για την προστασία του περιβάλλοντος. Αποκαλύφθηκε, με άλλα λόγια, η ανικανότητά του και ο ακραιφνής ολιγαρχικός του χαρακτήρας. Οπότε μεγάλα τμήματα των κοινωνιών, απογοητευμένα από αυτό, από τις παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις και τις ιδεολογίες τους, στράφηκαν σε άλλους δρόμους, αναζητώντας άλλους τρόπους πολιτικής δράσης για μία άλλη διακυβέρνηση και πολιτεία, διεκδικώντας την πραγματική δημοκρατία, την άμεση. Έτσι, υπήρξε στην κεντρική πολιτική σκηνή από την πλευρά της κοινωνίας μία σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, το κίνημα των Πλατειών του 2011 για άμεση δημοκρατία. Από ό,τι φάνηκε, αυτό ήταν προσωρινό, ήταν όμως σημαντική εμπειρία και παρακαταθήκη.

Είναι σημαντικό να κεφαλαιοποιηθεί η εμπειρία αυτή στην πορεία προς την επανεμφάνιση της πολιτικής, για τη μελλοντική δράση, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει αναλυτικά εδώ. Μπορεί όμως να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις. Η αλήθεια είναι ότι εκεί που πήγαινε να δημιουργηθεί ένα πολιτικό κίνημα για ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές, προέκυψαν διάφορες παρεκτροπές και περισπασμοί από αριστερά κόμματα και οργανώσεις, όπως ο αντιμνημονιακός μονισμός, το «δεν πληρώνω» και η πρόταση για «Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου». Οι στόχοι αυτοί δέκα χρόνια μετά έχουν εντελώς ξεχασθεί, πράγμα που δείχνει ότι ήταν λανθασμένοι και λειτούργησαν ως εκτόνωση. Υπήρξε δηλαδή, από τη μία, οικονομικός προσανατολισμός, προερχόμενος από τον εκ γενετής οικονομισμό της Αριστεράς, κατάλοιπο της μαρξικής ιδεολογίας, και από την άλλη, μία αντιπολιτευτική κατεύθυνση. Εκεί που πήγαινε να δημιουργηθεί πολιτική, μετατράπηκε σε αντιπολίτευση, σε μάχη οπισθοφυλακής, σε αμυντική στάση. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική προοπτική εμποδίσθηκε από τις αντιπολιτευτικές, κομματικές και εκλογικές επιδιώξεις της Αριστεράς. Επικράτησαν τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά σλόγκαν που κατέληξαν αργότερα, μετά το τέλος των Πλατειών, σε έναν κυβερνητισμό προερχόμενο από κοινοβουλευτικές ψευδαισθήσεις περί αριστερής αντιπροσώπευσης («πρώτη φορά Αριστερά») η οποία θα καταργούσε τα μνημόνια και θα κατατρόπωνε την ΕΕ και το ΔΝΤ!

Το κίνημα, επικεντρωνόμενο κυρίως στον αντιμνημονιακό στόχο, παρουσίασε μία μεγάλη αδυναμία όσον αφορά το όραμα που εξ αρχής απέκτησε, την άμεση δημοκρατία («Άμεση δημοκρατία τώρα»): δεν επεξεργάσθηκε και δεν πρότεινε κάποιες συγκεκριμένες ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές στην κατεύθυνση αυτή, για τις οποίες θα έδινε τον αγώνα. Έλειπε δηλαδή η στρατηγική, ο καθορισμός των στόχων και η προσπάθεια για την επίτευξή τους. Η έλλειψη καθορισμού των στόχων δεν ήταν τόσο ζήτημα επιλογής, αλλά κουλτούρας. Εδώ συναντάμε έναν αποφασιστικό παράγοντα για την πολιτική πορεία: την πραγματολογική και πολιτική γνώση, εκ μέρους των υποκειμένων και των κινημάτων, για το συγκεκριμένο σύστημα και τη συγκεκριμένη κοινωνία μέσα στην οποία κινούνται. Δεδομένης της παθητικότητας των κοινωνιών και ιδιαιτέρως της νεοελληνικής –η οποία διακρίνεται από μεγάλα ελλείμματα παιδείας, αγωγής, κουλτούρας και δημοκρατικής παράδοσης, καθώς επίσης από την απουσία μιας ουσιαστικής συλλογικής ταυτότητας–, είναι εύλογο ότι οι ευκταίες αλλαγές μπορούν να εννοηθούν και να πραγματοποιηθούν μόνο ως πορεία με διαδοχικά βήματα, ως πορεία με θεσμικές αλλαγές. Έλειπε λοιπόν από το κίνημα η πραγματολογική γνώση για το νεοελληνικό σύστημα και τη νεοελληνική κοινωνία· γι’ αυτό και υπήρξε η αδυναμία για προτάσεις συγκεκριμένων θεσμικών αλλαγών. Έλειπε η ίδια η αντίληψη για μία πορεία θεσμικών αλλαγών, δηλαδή η μέριμνα για τη στρατηγική –και στρατηγική σημαίνει αλλαγή του ήδη υπάρχοντος θεσμού με έναν νέο θεσμό, κατάργησή του και αντικατάστασή του από έναν άλλον.

Η έλλειψη αυτή φάνηκε ιδιαιτέρως στην κρίσιμη περίοδο έπειτα από τη μεγάλη συγκέντρωση και τον αποκλεισμό της Βουλής στις 15 Ιουνίου. Παρά την άγρια καταστολή εκ μέρους της κυβέρνησης και του κράτους, η κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου ουσιαστικά είχε απονομιμοποιηθεί και ήταν σε ετοιμόρροπη κατάσταση –ως αποτέλεσμα της λαϊκής κινητοποίησης. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, και μετά την ανακατάληψη και την ανασυγκρότηση της συνέλευσης, θα μπορούσε η «πλατεία Συντάγματος» να καταφέρει σημαντικές θεσμικές αλλαγές, αλλά δεν τις διεκδίκησε, δεν ήταν έτοιμη, διότι είχε προσανατολισθεί στον αντιμνημονιακό στόχο. Από τη στιγμή που δεν υπήρξε η παρέμβαση αυτή για θεσμικές αλλαγές, οι προστάτες της κυβέρνησης σε εξωτερικό και εσωτερικό στήριξαν ξανά την τελευταία. Πλέον όμως αυτή δεν μπορούσε να διατηρηθεί και τέσσερις μήνες μετά αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου, υποστηριζόμενη από τα αστικά κόμματα, και έτσι αποκαταστάθηκε η ομαλή πορεία του συστήματος.

Έκτοτε, η έλλειψη αυτή για μία πορεία θεσμικών αλλαγών δεν καλύφθηκε, υπάρχει πάντα κενό το οποίο καλύπτεται από τους κομματικούς σχηματισμούς –και είναι αυτοί που παράγουν γεγονότα, είναι αυτοί που κερδίζουν τη μάχη. Οπότε τίθεται ένα βασικό πολιτικό ερώτημα: Γιατί μετά τις Πλατείες δεν υπήρξε μία πολιτική συνέχεια, τουλάχιστον με την παρουσία των ιδεών της άμεσης δημοκρατίας στο πολιτικό σκηνικό; Για την αναζήτηση των αιτιών περιορίζομαι στην Ισπανία και στην Ελλάδα, που είναι και ο χώρος που καταλαβαίνουμε καλύτερα και μας αφορά άμεσα. Στην Ισπανία, το ρεύμα της αμφισβήτησης οδηγήθηκε αφ’ ενός στη διεκδίκηση κοινωνικών και οικονομικών στόχων και αφ’ ετέρου στην ίδρυση ενός νέου κόμματος (Podemos) που έλαβε αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά, αλλά εντάχθηκε στο υπάρχον πολιτικό σύστημα με αμφισβητούμενα δημοκρατικά αποτελέσματα, όπως έδειξε η πραγματικότητα.

Όσον αφορά την Ελλάδα, μία πρώτη αιτία για την πολιτική α-συνέχεια είναι ότι, μετά το τέλος του κινήματος των Πλατειών και στο κλίμα της κινηματικής και πολιτικής ύφεσης που επακολούθησε, ένα μέρος του κόσμου που κατέβηκε στις πλατείες πίστεψε ότι μπορεί να υπάρξει κοινοβουλευτική λύση μέσω της Αριστεράς. Η τελευταία προσφέρθηκε να καλύψει το πολιτικό κενό, το ρήγμα, που δημιουργήθηκε στο σύστημα από τη δυναμική των Πλατειών. Ίσως ήταν ανάγκη ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας να δοκιμασθεί και η Αριστερά πρώτη φορά σε κυβερνητικές ευθύνες. Η Αριστερά όμως, ως γνήσια πολιτικάντικη οργάνωση, πρόσφερε αφειδώς υποσχέσεις και ψεύδη για σχίσιμο των μνημονίων και ένα λαμπρό μέλλον, δίχως να επεξεργασθεί ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα θεσμικών αλλαγών. Δυστυχώς η «πρώτη φορά Αριστερά» απέτυχε παταγωδώς διότι, απροετοίμαστη και ανώριμη, ενεπλάκη στα κομματικά παιγνίδια, στη δημαγωγία και στον λαϊκισμό. Αποτελέσματα ήταν από τη μία η απογοήτευση του κόσμου και από την άλλη η παλινόρθωση του αποτυχημένου, ανίκανου και διεφθαρμένου συστήματος. 

Ένας άλλος παράγοντας που συνετέλεσε στην απουσία «συνέχειας» ήταν το γεγονός ότι τα άτομα τα οποία είχαν μία άλλη εικόνα της πολιτικής και της δημοκρατίας δεν στάθηκαν ικανά, διατηρώντας τις διαφορετικές απόψεις τους για θέματα περιεχομένου, μορφής, τακτικής ή στρατηγικής, να βρουν έναν κοινό παρονομαστή. Δεν κατάφεραν να αποτελέσουν μια συλλογικότητα και να διατηρήσουν ανοικτό το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας στον δημόσιο χώρο, εμπλουτίζοντάς το με θεωρητικές και πολιτικές αναπτύξεις, καθώς επίσης με εκδηλώσεις και δράσεις, εξηγώντας και διαδίδοντας τις δημοκρατικές ιδέες.  

Ένας τρίτος παράγοντας για την αποδυνάμωση του ριζοσπαστικού κινήματος που δημιουργήθηκε στις πλατείες έγκειται στο ότι, έπειτα από την εμφάνιση του ρεύματος της άμεσης δημοκρατίας και ως άμεσο επακόλουθο, παρουσιάσθηκαν διάφορες καινοφανείς ιδέες και νέα εγχειρήματα όπως: κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, αυτοδιαχείριση, ομότιμη παραγωγή, απομεγέθυνση, κοινά, «κοινότητες», ελεύθερη ενημέρωση –μετά το μαύρο στην ΕΡΤ το 2013. Αυτά αντικατέστησαν τα παλαιότερα δοκιμασμένα και αποτυχημένα εγχειρήματα του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, της οικολογίας και των ιδεολογημάτων της Αριστεράς, απορροφώντας κόσμο, ενέργεια και δυναμική από τις πλατείες και δίνοντας την αίσθηση της συνέχειας. Αυτά τα νέα αξιόλογα εγχειρήματα, αναζητώντας νέες εκφράσεις και νέα πεδία δραστηριοτήτων, αναφέρονται και στην άμεση δημοκρατία· τις περισσότερες όμως φορές το κάνουν συγκεχυμένα, χρησιμοποιώντας τη με διαδικαστικό και εργαλειακό τρόπο, χωρίς να εξηγούν τις αρχές, τους θεσμούς, τη μορφή του πολιτεύματος και της διακυβέρνησης που αντιστοιχούν σε αυτήν, χωρίς  να ενδιαφέρονται να την αναδείξουν ως σκοπό της πολιτικής δράσης. Ζουν έτσι και καλλιεργούν την ψευδαίσθηση της άμεσης δημοκρατίας. [2]

Τα εγχειρήματα αυτά λειτουργούν εξ αντικειμένου στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ασχολούμενα με ακτιβισμούς, με ειδικά και περιφερειακά ζητήματα, μακριά από τις ανάγκες για μια κεντρική και σαφή πολιτική κίνηση. Απουσιάζουν από τον κεντρικό πολιτικό χώρο, από την αντιπαράθεση με τις δομές της εξουσίας και την επιδίωξη θεσμικών αλλαγών, χωρίς ένα κεντρικό πολιτικό όραμα. Δεν επεκτείνονται έξω από τα στενά τους όρια ώστε να παραγάγουν μια πολιτική μετασχηματισμού. Παραμένουν τοπικά και αμυντικά εγχειρήματα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν μία εναλλακτική, μία σοβαρή αντίπαλη κατάσταση στην πολιτική σκηνή, παραμελούν τη σφαιρική αντίληψη για την κοινωνία και το σύστημα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν πολιτική –ίσως να λειτουργούν ως υποκατάστατο της πολιτικής. Ο ακτιβισμός και ο φετιχισμός των γεγονότων αποκρύπτουν τη γενική ουσία· τα επιμέρους κάνουν να ξεχνιέται το όλον. Λέγονται πολλά για το σύστημα, εκτός από αυτό που πραγματικά είναι: ετερόνομο και ολιγαρχικό· και εκτός από αυτό που πραγματικά χρειάζεται να συμβεί: αλλαγή θεσμών.

Οι λόγοι γι’ αυτή την τάση τοπικής και περιθωριακής δραστηριότητας, εκτός από αυτούς που ήδη ανέφερα, μπορούν να αναζητηθούν και στη μεταμοντέρνα Αριστερά, που επηρεάζεται από τους Φουκώ, Μπαντιού, Χαρντ-Νέγκρι, Μουφ, Χολογουέι και Αγκάμπεν. Οι διανοούμενοι αυτοί υποστηρίζουν πως μία νέα πολιτική πρέπει να διακόψει με τον φετιχισμό της κεντρικής εξουσίας, να σταματήσει να έχει ως στόχο τη σύγκρουση μαζί της και να ασχοληθεί με πιο «μοριακά» ζητήματα καθημερινού ενδιαφέροντος και άμεσης αποτελεσματικότητας. Αυτή όμως η μεταστροφή και η αποφυγή της κεντρικής πολιτικής δεν είναι μία άλλη πολιτική, αλλά ένα σύμπτωμα της γενικευμένης κρίσης που διέρχεται τις τελευταίες δεκαετίες η Αριστερά και οι διανοούμενοί της. Είναι επί πλέον και μία ένδειξη ότι οι τελευταίοι δεν μπορούν να συλλάβουν τα μεγάλα διακυβεύματα που θέτει αμείλικτα η πραγματικότητα, και κυρίως την αμφισβήτηση της κεντρικής ολιγαρχικής εξουσίας.  

Συνεπώς, οι εναλλακτικές που επελέγησαν μετά τις Πλατείες οδήγησαν σε αδιέξοδο· ούτε η δημιουργία νέου «ελπιδοφόρου» κόμματος στην Ισπανία ούτε η ανάθεση σε κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα ούτε τα κατά τόπους οικονομικά, κοινωνικά, οικολογικά εγχειρήματα ούτε οι ομιχλώδεις θεωρίες των μεταμαρξιστών οδήγησαν σε πολιτικό διέξοδο. Επί πλέον, συνέτειναν στην αποχώρηση της πολιτικής από τον δημόσιο χώρο.

Η σύγχυση της άμεσης δημοκρατίας με τις διαδικασίες, και της πολιτικής με τον ακτιβισμό, έχει ως άμεση συνέπεια την απουσία πολιτικής. Μένει, έτσι, ελεύθερο το πεδίο στις παραδοσιακές κομματικές και ιδεολογικές δυνάμεις, οι οποίες ανασυντάσσονται ελεύθερα, διαμορφώνοντας την ολιγαρχική κυριαρχία τους, την αυταρχική εξουσία τους και τη συνολική επιθετική συμπεριφορά τους. Μένει επίσης ελεύθερο το πεδίο στην Αριστερά, που παραμένει ο μόνος φανταστικός «αντίπαλος» στο σύστημα, και έτσι λυμαίνεται και λεηλατεί ποικιλοτρόπως τον ευρύ δημοκρατικό χώρο, συντελώντας στην ιδεολογική και πολιτική του αποψίλωση. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για κάτι νέο στο πολιτικό πεδίο, για μία νέα πολιτική κίνηση.

 



[1] Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γ.Ν. Οικονόμου, Δημιουργώντας ξανά την πολιτική, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, από τις εκδόσεις Athens School.

[2] Ίσως χρειάζεται να διευκρινίσω ότι η κριτική μου δεν αναφέρεται σε αυτά καθ’ εαυτά τα εγχειρήματα, τα οποία καλώς κάνουν και υπάρχουν, αλλά στις απόψεις ορισμένων συμμετεχόντων, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτά κάνουν πολιτική, ότι έχουν σχέση με την άμεση δημοκρατία και άλλες συγχύσεις.