Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

 

            [Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 19 Μαρτίου 2021]

 

 Γιώργος Ν. Οικονόμου

                                                    Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 

                        Κορνήλιος Καστοριάδης

                       Ο Πολιτικός του Πλάτωνα

                             Μτφ., Ζωή Καστοριάδη

                          Ύψιλον, Αθήνα, 2020.

 

Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

 

To βιβλίο αυτό του Κορνήλιου Καστοριάδη κυκλοφόρησε επί τέλους σε δεύτερη έκδοση μετά από πολλά χρόνια αφότου είχε εξαντληθεί η πρώτη έκδοση. Πρόκειται για σεμινάρια που έγιναν το 1986 στην EHESS και συνιστούν μια εκπληκτική διεισδυτική ανάλυση και οξύτατη κριτική του Πολιτικού, ενός από τους πιο δύσκολους διαλόγους του Πλάτωνα - δύσκολος από την άποψη τόσο της στριφνώδους δομής του όσο και της ασάφειας στην θεματολογία του. Ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει τον διάλογο περίεργο και παράξενο, διότι περιέχει πολλές παραδοξότητες, αντιφάσεις, ανώμαλα σημεία  ή παρεκβάσεις που έχουν περισσότερη βαρύτητα από το κυρίως σώμα του διαλόγου. Επί πλέον, προσάπτει στον Πλάτωνα σοφιστεία, διαστρέβλωση ελληνικών αντιλήψεων, ψεύδη, ρητορεία, λήψη του ζητουμένου, τα οποία αυτός χρησιμοποιεί προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Αναγνωρίζει όμως τον μεγάλο φιλόσοφο και την αξία της πλατωνικής φιλοσοφίας, η οποία οφείλεται, εκτός των άλλων, στον απορητικό χαρακτήρα της, στα διαρκή ερωτήματα που θέτει στις ίδιες τίς θέσεις της, στη δύναμη  γραφής, στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας και του ορθολογικού συλλογισμού. Πιστεύει ότι στον Πολιτικό μπορούμε να δούμε έναν μεγάλο γνήσιο στοχαστή εν ώρα εργασίας, την στιγμή που αναπτύσσει την σκέψη του, χωρίς να ενδιαφέρεται για την δομή και την μορφή, χωρίς ακαδημαϊσμούς και κανόνες.

Ο Καστοριάδης αποδεικνύεται βαθύς γνώστης και οξυδερκής αναλυτής της πλατωνικής φιλοσοφίας και επιχειρεί την ανάγνωση του Πολιτικού σε πολλά επίπεδα, τεμαχίζοντάς τον σε ορισμούς, παρεκβάσεις και παρεμπίμποντα θέματα. Κατ’ αρχάς τον τοποθετεί, όπως όλοι σχεδόν οι ερευνητές, στην τελευταία περίοδο της πλατωνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται από  ερωτήματα που θέτει ο Πλάτων στην ίδια του την θεωρία, από μία προσπάθεια για αλλαγή στις απόψεις του στο πολιτικό, οντολογικό, γνωσιολογικό μεθοδολογικό επίπεδο. Προσπαθεί να εγκαταλείψει την απολυτότητα των προηγουμένων διαλόγων και υιοθετεί μία θεωρία του μικτού, της μίξεως, πράγμα που, κατά κάποιον τρόπο,  σημαίνει προσπάθεια προσγείωσης από τον υπερουράνιο τόπο των Ιδεών στον πραγματικό κόσμο των ανθρωπίνων, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει την θεωρία των Ιδεών.

 

Στο πολιτικό επίπεδο αυτό μεταφράζεται από την προσπάθεια να εγκαταλειφθεί  η απόλυτη αλήθεια και η απολυταρχική πολιτεία του φιλοσόφου βασιλέως (Πολιτεία) και να προσεγγισθεί διαφορετικά η ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο Πολιτικός είναι, για τον Καστοριάδη, το ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο, από την Πολιτεία στο τελευταίο του έργο, τους Νόμους, στους οποίους δέχεται αιρετούς άρχοντες και νόμους που απουσίαζαν εκκωφαντικώς από τους προηγούμενους σχετικούς διαλόγους. Έτσι ο Πολιτικός αποτελεί μία κρίσιμη στιγμή στην εξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας, την οποία ο Καστοριάδης επιχειρεί να αναδείξει στα σεμινάρια αυτά. Εξετάζει λοιπόν αναλυτικά τους επιχειρούμενους ορισμούς του πολιτικού ανδρός, τις παρεκβάσεις και τα παρεμπίπτοντα θέματα του Πολιτικού. Κατ’ αρχάς προτείνονται από τον Πλάτωνα δύο ορισμοί του πολιτικού (ποιμήν, υφαντής) για να εγκαταλειφθούν στην συνέχεια, αλλά όχι εντελώς ο δεύτερος. Από τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του Καστοριάδη θα αναφέρουμε μερικές.

Μία άποψη του Πλάτωνα αντίθετη με τις ελληνικές αντιλήψεις είναι η ταύτιση του πολιτικού με τον βασιλέα. Η ταύτιση αυτή, παρατηρεί ο Καστοριάδης, είναι απαράδεκτη και τερατώδης για τους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους, διότι την εποχή αυτή δεν υπάρχουν βασιλείς εν Ελλάδι, εκτός των δύο βασιλέων στην Σπάρτη, οι οποίοι όμως δεν έχουν μεγάλη εξουσία και δεν αποτελούν παράδειγμα της παραδοσιακής βασιλείας. Οι Μακεδόνες, αν και ομιλούν μια ελληνική παραλλαγή, δεν ανήκουν στον ελληνικό κόσμο της πόλεως, ακριβώς διότι έχουν βασιλέα, δεν έχουν πόλεις και γραπτούς νόμους. Όταν οι Έλληνες ομιλούν περί βασιλέως τον 5ο και 4ο αιώνα εννοούν ένα και μόνο πρόσωπο, τον μεγάλο βασιλέα, τον Πέρση βασιλέα.

Ο Πλάτων ταυτίζει επίσης τον πολιτικό με τον επιστήμονα, και την πολιτική με την επιστήμη. Αυτό όμως είναι αυθαιρεσία και λογικό λάθος, διότι γίνεται «λήψη του ζητουμένου», αλλά είναι και ξένο προς την ελληνική αντίληψη περί πολιτικής, η οποία αναφέρεται σε κάποια γνώση πρακτική και δεξιότητα εμπειρική. Αυτή η ελληνική αντίληψη χαρακτηρίζει την πολιτική των υπαρκτών πόλεων καθώς και τις απόψεις πολλών άλλων συγγραφέων, όπως του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, των τραγικών, του Δημοσθένη κ.ά. Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του κάνει την διάκριση μεταξύ επιστήμης, τέχνης και φρονήσεως, και αποφαίνεται ότι αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική είναι η φρόνησις και όχι η επιστήμη. Η φρόνησις στον Αριστοτέλη και στους Έλληνες γενικώς, υπάρχει ακριβώς εκεί όπου δεν υπάρχει επιστήμη.

Ο Πλάτων αναπτύσσει επίσης την άποψη ότι αυτός ο «βασιλικός επιστήμων» πρέπει να κυβερνά χωρίς νόμους, άποψη εξ ίσου αδιανόητη και ξένη για τον ελληνικό κόσμο. Ο γραπτός νόμος είναι βασική θεμελιώδης αξία στην πραγματική ζωή των πόλεων, όπως και στην ελληνική γραμματεία  από τον Αναξίμανδρο και τον Ηράκλειτο μέχρι τον Πίνδαρο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Ο Καστοριάδης υπενθυμίζει την συνομιλία του Δημάρατου και του Ξέρξη, στην οποία ο Δημάρατος τονίζει την σπουδαιότητα του νόμου για τους Έλληνες.

Εν συνεχεία, ο Πλάτων παραδέχεται ότι είναι δύσκολο να βρεθεί στην υπάρχουσα πραγματικότητα η τέλεια γνώση, ο τέλειος διακανονισμός, ο κάτοχος της επιστημονικής πολιτικής αλήθειας, ο επιστήμων βασιλεύς και συνεπώς πρέπει οι πόλεις να αρκεσθούν στο μικρότερο κακό (δεύτερος πλους), στους νόμους, παρόλες τις ελλείψεις τους και τις ατέλειες τους. Όμως η καταληκτική παράγραφος του Πολιτικού δημιουργεί πάλι προβλήματα, αφού υποστηρίζει ότι η «βασιλική τέχνη», ο βασιλικός πολιτικός ανήρ πρέπει να υφαίνει το ύφασμα της πολιτείας, να «άρχη και να επιστατή». Συνεπώς η συζήτηση περί των νόμων στον Πολιτικό παραμένει προβληματική, πράγμα που επιβεβαιώνεται ακόμη και στους Νόμους, αφού εκεί οι νόμοι τίθενται όχι από τους κατοίκους της πολιτείας, αλλά από τον Αθηναίο Πλάτωνα με την βοήθεια και την συγκατάθεση των θεών, εγκαθιδρύοντας την θεοκρατία και την τυφλή υποταγή των υπηκόων, υπό την εποπτεία του ολιγομελούς νυκτερινού συλλόγου.

Ένα άλλο αρνητικό του Πολιτικού, που επισημαίνει ο Καστοριάδης, είναι το αξίωμα ότι υπάρχει μια ορθή πολιτεία, η οποία ορίζεται από την επιστήμη και είναι μοναδική, άριστη και πρώτη. Με βάση αυτή την ιδεατή κατασκευή κρίνονται η πραγματικότητα και τα υπαρκτά πολιτεύματα ως μη ορθά, μη γνήσια, ατελή και μιμήματα αυτής της υποτιθεμένης ορθής πολιτείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, να συγκαλύπτεται η αλήθεια ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποια τέλεια πολιτεία ορισμένη άπαξ δια παντός, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν νόμοι οι οποίοι να περιλάβουν όλες τις πτυχές της διαρκώς μετασχηματιζόμενης κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας. Θα πρέπει, συνεπώς, να καταδικασθεί οριστικώς η πλατωνική ουτοπία, αλλά και κάθε ουτοπία, δηλαδή η πίστη και η απόπειρα να επιτευχθεί η δήθεν τέλεια πολιτεία. Δεν υπάρχει τέλεια και ιδανική πολιτεία, αλλά δίκαιη ή δικαιότερη.      

Ένα άλλο σημείο που επισημαίνει  ο  Καστοριάδης είναι η εχθρότητα του Πλάτωνα προς την δημοκρατία που υποβόσκει σε όλο τον Πολιτικό. Αυτό επιβεβαιώνεται και σε όλους σχεδόν τους σχετικούς διαλόγους, στους οποίους ο Πλάτων δυσφήμησε με σοφιστείες, ρητορείες και δραματικές σκηνοθεσίες (πράγματα που κατηγορεί στους άλλους), βασικές αντιλήψεις, αξίες, πολιτικούς και θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας. Δυσφήμησε τους σοφιστές, τους ρήτορες, τον ίδιο τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή, τον Μιλτιάδη κ.λπ. και παρουσίασε την δημοκρατία ως το πολίτευμα του αμόρφωτου όχλου, του οποίου χαρακτηριστικά είναι η άγνοια, τα αχαλίνωτα πάθη, τα εγωιστικά συμφέροντα και όχι η επιστήμη και η αρετή. Το μίσος του Πλάτωνα δεν αφορά μόνο τους κακούς δημαγωγούς και τα λάθη της δημοκρατίας, αλλά κυρίως την θεσμίζουσα ακμάζουσα δημοκρατία του 5ου αι., όπως επισημαίνει και ο Ρierre Vidal-Naquet στον πρόλογο του βιβλίου. Ο Πλάτων δηλαδή θέλησε να απαξιώσει πλήρως την δημοκρατία και να καταστρέψει την βασική σημασία της: την ικανότητα του δήμου να αυτοκυβερνηθεί. Αυτήν την διαστρεβλωμένη εικόνα της δημοκρατίας κληροδότησε στους μεταγενέστερους επί αιώνες, εφοδιάζοντας με ψεύδη κάθε αντιδημοκρατική θεωρία και ιδεολογία.

Επομένως ο Πλάτων είναι υπεύθυνος για την συγκάλυψη και διαστρέβλωση θεμελιωδών ελληνικών αντιλήψεων και σημασιών και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του ελληνικού κόσμου στο επίπεδο της θεωρίας. Το κυριότερο, στα μάτια των μεταγενεστέρων ένα ιστορικό γεγονός, το τέλος της δημοκρατίας, θα φαίνεται μέσα από το έργο του Πλάτωνα όχι ως ιστορική τραγωδία, αλλά ως νομοτελειακή καταστροφή, ως περίπτωση εγγενούς φιλοσοφικής δικαιοσύνης.

Έτσι λοιπόν ο Καστοριάδης διαλύει μια λανθασμένη αντίληψη που ήταν και είναι πολύ διαδεδομένη, και η οποία θεωρεί τον Πλάτωνα ακρογωνιαίο λίθο ή θεμέλιο της ελληνικής πολιτικής σκέψης και τον κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπό της, ενώ δεν είναι παρά μία μόνο πτυχή της και εν πολλοίς διαστρεβλωτής και αρνητής αυτής της σκέψης. Η αληθής πολιτική σκέψη πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στην δημοκρατική πολιτική δημιουργία  του 5ου αιώνα, σε ορισμέν ους Σοφιστές, στον Πρωταγόρα, στον Δημόκριτο, στον Θουκυδίδη, στους τρεις τραγικούς και στον Αριστοτέλη.

Ο P. Vidal-Naquet σημειώνει ότι ο Πλάτων βρήκε στο πρόσωπο του Καστοριάδη έναν ισάξιο αντίπαλο. Πράγματι, εάν κάποιος επιθυμεί να δει τι διακυβεύθηκε στη σκέψη και στην πολιτική ειδικώτερα, ποιες είναι οι ρίζες και η πορεία των αντιδημοκρατικών, αυταρχικών και ανελεύθερων  θεωριών, αυτή η ανάλυση του Καστοριάδη είναι απαραίτητη. Διότι ακόμη και σήμερα η «πλατωνική γοητεία» δεν επιτρέπει σε κάποιους σοβαρούς ερευνητές να παραδεχθούν ότι ο Πλάτων υπήρξε μέγας εχθρός και διαστρεβλωτής της δημοκρατίας, ότι ίδρυσε ένα ιδεοκρατικό αντιδημοκρατικό και στο τέλος ένα θεοκρατικό πολίτευμα, με αποτέλεσμα οι ερευνητές αυτοί να διαιωνίζουν την εξιδανικευμένη εικόνα του.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές απόψεις (και οι οντολογικές) του Καστοριάδη είναι ακριβώς αντίθετες από αυτές του Πλάτωνα, και συνάγονται από την ανάλυση του Πολιτικού, αλλά κυρίως υπάρχουν αναλυτικά σε άλλα έργα του περί αυτονομίας και δημοκρατίας.

 

Επειδή το κείμενο του Καστοριάδη προέρχεται από μεταγραφή προφορικών παραδόσεων, σε κάποια σημεία υπάρχουν κάποιες ασάφειες, όπως λ.χ. όταν χαρακτηρίζεται η πολιτεία των Νόμων  ως ένα είδος μυστικής ολιγαρχίας (που είναι σωστό), ενώ στην επόμενη σελίδα χαρακτηρίζεται ως «σχεδόν δημοκρατική ή αριστοκρατική». Δηλαδή συγχέεται ολιγαρχία, αριστοκρατία και δημοκρατία!

Τέλος, θα ήθελα να διατυπώσω μία διαφωνία για την μετάφραση των αριστοτελικών  όρων  επιείκεια ως «ακριβοδικία» και επιεικής ως «ακριβοδίκαιος». Κατά την γνώμη μου, η μετάφραση αυτή δεν είναι σωστή, διότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επίσης τον όρο «ακριβοδίκαιος» στον οποίο αντιπαραθέτει τον όρο «επιεικής». Πράγματι στα Ηθικά Νικομάχεια 5, 1138α1-3 γράφει: «Φανερόν δ’ εκ τούτου ο επιεικής τίς έστιν. ο γαρ τοιούτος προαιρετικός και πρακτικός, και ο μη ακριβοδίκαιος επί το χείρον αλλ’ ελαττωτικός, καίπερ έχων τον νόμον βοηθόν επιεικής έστι». Σε μετάφραση: «Είναι φανερό από αυτά τι είναι ο επιεικής: είναι ο άνθρωπος που επιλέγει και κάνει αυτού του είδους τις πράξεις, που δεν είναι ο αυστηρός τηρητής του γράμματος του νόμου προς το χειρότερο (που δεν είναι ακριβοδίκαιος), αλλά λαμβάνει το μικρότερο μέρος, μολονότι έχει την υποστήριξη του νόμου». Επιεικής, λοιπόν, για τον φιλόσοφο, είναι ο μη ακριβοδίκαιος, αυτός που δεν εφαρμόζει ακριβώς τον νόμο, μολονότι ο νόμος είναι με το μέρος του. Επομένως, δεν πρέπει να μεταφράζονται αναγκαστικώς οι αρχαιοελληνικοί όροι στα νέα ελληνικά, διότι δημιουργούνται προβλήματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


                                                                                                                                                           

     


Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

[Δημοσιεύθηκε στο Υπόμνημα, τ. 5, Νοέμβριος 2006.] 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 

 

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

 

Το ζήτημα της στάσης του Αριστοτέλη απέναντι στη δημοκρατία έχει απασχολήσει απο παλιά τους ερευνητές της αρχαίας γραμματείας και φιλοσοφίας, και τους έχει χωρίσει σε δύο στρατόπεδα: σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης είναι υπέρ της δημοκρατίας[1] και σε αυτούς που υποστηρίζουν το αντίθετο.[2] Στο παρόν κείμενο θα απομονώσουμε ορισμένα επιχειρήματα που μπορεί κανείς να προσκομίσει για να υποστηρίξει ότι ο Αριστοτέλης είναι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, και στα οποία θα ασκήσουμε κριτική υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο Αριστοτέλης δεν προκρίνει τη δημοκρατία ως πολιτειακή οργάνωση. 

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η έννοια και η πρακτική της δημοκρατίας στους αρχαίους έχει μεγάλη διαφορά από αυτό που αποκαλείται σήμερα «αντιπροσωπευτική δημοκρατία». Η τελευταία είναι το πολίτευμα των γενικών εκλογών, μέσω των οποίων το πλειοψηφούν κόμμα («οι αντιπρόσωποι») ασκεί την εκτελεστική, κυβερνητική και νομοθετική εξουσία και η αντιπολίτευση τον έλεγχο. Ουσιαστικώς πρόκειται για φιλελεύθερη ολιγαρχία όπως την αποκάλεσε ο Κ. Καστοριάδης, αφού οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και ασκούν την εξουσία υπό όλες τις μορφές της. Αντιθέτως, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο απουσιάζει η αντιπροσώπευση και την εξουσία υπό όλες τις μορφές της και χωρίς κανένα περιορισμό ασκεί ο δήμος, το σύνολο των πολιτών, είτε άμεσα στην εκκλησία του δήμου (νομοθετική και κυβερνητική εξουσία, δηλαδή λήψη των αποφάσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα) είτε δια κληρώσεως (εκτελεστική και δικαστική εξουσία). Δηλαδή η άμεση δημοκρατία εκφράζεται συνοπτικώς με τη φράση, τὸ μὲν οὖν πάντας καὶ περὶ ἁπάντων δημοτικὸν.[3] 

Ι

 Το πρώτο επιχείρημα που επιστρατεύουν όσοι θεωρούν τον Αριστοτέλη δημοκρατικό είναι ότι οι βασικές και χαρακτηριστικές αρχές της δημοκρατίας αναφέρονται σε πολλά μέρη των Πολιτικών, και ιδίως σε ένα γνωστό χωρίο στο 2ο κεφάλαιο του 6ου βιβλίου.[4] Το γεγονός αυτό, κατά τη γνώμη τους, σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης υμνεί τη δημοκρατία.[5] Όμως αυτή η άποψη είναι λανθασμένη. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τις αρχές της δημοκρατίας, χωρίς ο ίδιος να τις υιοθετεί. Ως γνωστόν τα Πολιτικά είναι ένα σύγγραμμα πολιτικής έρευνας και θεωρίας, όπου εξετάζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα πολιτεύματα της εποχής του Αριστοτέλη: η βασιλεία, η ολιγαρχία, η αριστοκρατία, η τυραννίδα και φυσικά η δημοκρατία. Ο Αριστοτέλης αναζητεί επί πλέον και τους τρόπους «σωτηρίας» όλων αυτών των πολιτευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό παραθέτει (6, 1320b18 κ.ε.), τις χαρακτηριστικές αρχές της ολιγαρχίας και της τυραννίδος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υμνεί την τυραννίδα ή την ολιγαρχία. Συνεπώς η παράθεση των αρχών της δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης υμνεί τη δημοκρατία ή τις δημοκρατίες. 

 

Άλλωστε, από τα τέσσερα είδη δημοκρατίας που διακρίνει ο φιλόσοφος, θεωρεί χειρότερο τη δημοκρατία της εποχής του, την νεωτάτη δημοκρατία των Αθηνών, και καλύτερο το «γεωργικό» είδος, το οποίο πολύ απέχει από την άμεση δημοκρατία. Το κύριον της γεωργικής πολιτείας είναι το γεωργικό πλήθος και οι κάτοχοι μετρίας περιουσίας που κυβερνούν με νόμους - δηλαδή μετέχουν της πολιτείας αυτοί που έχουν κάποιο τίμημα.[6] Η πολιτεία αυτή δεν αποζημιώνει τους συμμετέχοντες στην εκκλησία. Ο Αριστοτέλης μάλιστα επαινεί τον γεωργικό δήμο επειδή, καθώς είναι αναγκασμένος να εργάζεται, είναι άσχολος, δεν έχει δηλαδή ελεύθερο χρόνο, και ως εκ τούτου δεν «εκκλησιάζει» πολύ συχνά. Η μόνη αρμοδιότητα του δήμου αυτού είναι να εκλέγει και να ελέγχει τους άρχοντες, οι οποίοι προέρχονται απο τους βελτίστους και επιεικείς και είναι αυτοί που ασκούν ουσιαστικώς την εξουσία, λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις και νομοθετούν.[7] Η πολιτεία αυτή, αν και αποκαλείται βελτίστη και αρχαιοτάτη δημοκρατία απο τον φιλόσοφο,[8] εν τούτοις είναι ολιγαρχικής χροιάς, όπως γράφει άλλωστε και ο ίδιος: «χωρίς αμφιβολία, το να μην έχουν όλοι το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτεία είναι γενικώς ολιγαρχικό, όμως είναι αδύνατο να έχουν ελεύθερο χρόνο όσοι δεν έχουν εισόδημα».[9] 

 

 Όσον αφορά το τέταρτο είδος δημοκρατίας, την νεωτάτη, ο Σταγειρίτης την απορρίπτει διότι σε αυτήν κυριαρχούν οι βάναυσοι, οι αγοραίοι και το θητικόν, στρώματα κατά τη γνώμη του πολύ φαυλότερα απο το «γεωργικόν», που δεν έχουν καμιά αρετή και θέλουν να «εκκλησιάζουν» συχνά.[10] Έτσι ο δήμος γίνεται μόναρχος και δεσποτικός, δεν υπακούει στους νόμους και δεν θέλει να άρχεται με νόμους αλλά με ψηφίσματα. Γίνεται εν τέλει έρμαιο των κολάκων και των δημαγωγών, και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υφίσταται πλέον πολιτεία.[11] Ο φιλόσοφος προσάπτει στη δημοκρατία ότι όλοι συμμετέχουν σε όλες τις αρχές και όλοι αποφασίζουν για όλα χωρίς νόμους (πάντας περί πάντων βουλεύεσθαι συνιόντας), και γι’αυτό την χαρακτηρίζει ανάλογη με ολιγαρχία δυναστευτική και μοναρχία τυραννική.[12] 

 

Όταν ο Αριστοτέλης κατατάσσει τα πολιτεύματα με κριτήριο το αν αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον ή όχι, διακρίνει τας ορθάς πολιτείας από τας ημαρτημένας ή παρεκβεβηκυίας. Οι πρώτες εξυπηρετούν το συμφέρον όλων των πολιτών, ενώ οι δεύτερες το συμφέρον των κυβερνώντων - του ενός, των ολίγων ή των πολλών. Οι πρώτες είναι η βασιλεία, η αριστοκρατία, η πολιτεία και οι δεύτερες αντιστοίχως η τυραννίς, η ολιγαρχία, η δημοκρατία.[13] Η δημοκρατία δεν είναι λοιπόν, κατά τον Σταγειρίτη, ορθή και δίκαιη πολιτεία αλλά λανθασμένη και παρεκβατική, διότι οι πολλοί άποροι κυβερνούν προς όφελος του δικού τους συμφέροντος και όχι προς όφελος του γενικού. Γι αυτό και τοποθετείται μαζί με την ολιγαρχία και την τυραννίδα.[14] 

 

 Όταν πάλι στο 2ο βιβλίο των Πολιτικών ασκεί κριτική στα άλλα πολιτεύματα της εποχής του -στο Σπαρτιατικό και στο Καρχηδονιακό-, δεν αμφισβητεί την ολιγαρχική δομή τους, επισημαίνει απλώς τι πρέπει να διορθωθεί για να γίνουν καλύτερα. Η κριτική του Αριστοτέλη γίνεται κατά τέτοιο τρόπο και στα σημεία εκείνα, που ευνοούν την ανάδειξη των δικών του θέσεων για την αρίστη πολιτεία. Η ευνοϊκή κριτική του Αριστοτέλη διαφαίνεται και από τη θέση του ότι πολλοί από τους θεσμούς των εν λόγω πολιτειών (Λακεδαιμονίων, Κρητών και Καρχηδονίων) έχουν καλώς,[15] όπως επίσης από την κατάληξη της όλης συζήτησης, όταν αποφαίνεται ότι οι πολιτείες αυτές δικαίως φέρουν την φήμη της ευνομούμενης πολιτείας (δικαίως ευδοκιμούσι).[16] Το ίδιο ευνοϊκός είναι άλλωστε ο φιλόσοφος και προς την πολιτεία του Σόλωνος, την οποία θεωρεί δημοκρατία, και την οποία υπερασπίζεται απέναντι στις κριτικές των ολιγαρχικών και των αριστοκρατικών.[17] Η πολιτεία του Σόλωνος, αν και απετέλεσε βασικό και καθοριστικό βήμα για την ανάδυση της άμεσης δημοκρατίας, είναι τιμοκρατία και όχι δημοκρατία. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ ο Σταγειρίτης επαινεί τον Σόλωνα και την πολιτεία του, ταυτοχρόνως ασκεί δριμεία κριτική στην αθηναϊκή δημοκρατία και μάλιστα στις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη, του Περικλή και των άλλων πολιτικών, οι οποίοι, όπως γράφει χαρακτηριστικά, κολακεύοντας τον δήμο ως τύραννο, αύξησαν την δύναμή του και δημιούργησαν την νυν δημοκρατία.[18] 

 ΙΙ

Ένα δεύτερο επιχείρημα που προσκομίζουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης είναι υπέρ της δημοκρατίας είναι ο ορισμός του πολίτη που δίνεται στα Πολιτικά: πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής.[19] Πρέπει να επισημάνουμε ότι στον Αριστοτέλη η λέξη «αρχή» σημαίνει απο τη μια το αξίωμα του άρχοντος και από την άλλη την εξουσία γενικώς. Εδώ βέβαια ο Αριστοτέλης δεν επιθυμεί να ταυτίσει τον πολίτη με τον άρχοντα, αλλά τονίζει τη δυνατότητα άσκησης εκ μέρους του πολίτη της οποιασδήποτε εξουσίας.[20] Η άποψη ότι ο ορισμός αυτός ισχύει μόνο στη δημοκρατία είναι λανθασμένη. Ο ορισμός ισχύει και στα άλλα πολιτεύματα, με τη διαφορά ότι σε αυτά ο αριθμός των πολιτών είναι περιορισμένος, όπως περιορισμένες είναι και οι αρμοδιότητές τους. Γι αυτό ο Σταγειρίτης τονίζει ότι αυτός είναι ο ορισμός του πολίτη στη δημοκρατία, ενώ στις άλλες πολιτείες ο ορισμός αυτός ενδέχεται να ισχύει, αν και δεν είναι αναγκαίο. Αυτό όμως που τον ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι ο γενικός ορισμός του πολίτη (απλως), ένας ορισμός που ισχύει για όλες τις πολιτείες. Και για να συμπεριλάβει και τον πολίτη των άλλων πολιτειών επιφέρει μία διόρθωση στον προηγούμενο ορισμό: «αλλά έχει κάποια διόρθωση ο ορισμός του πολίτη: διότι στις άλλες πολιτείες δεν είναι αόριστος άρχων ο εκκλησιαστής και ο δικαστής, αλλά κάποιος συγκεκριμένος. επειδή σε αυτούς, σε όλους ή σε μερικούς, ανατίθεται το βουλεύεσθαι και το δικάζειν, ή για όλα τα ζητήματα ή για μερικά».[21] Συνεπώς πολίτης είναι αυτός που δικάζει και συμμετέχει στη συνέλευση των πολιτών, στην οποιαδήποτε εκκλησία.[22] 

 

Αν δεχθούμε άλλωστε ότι πολίτης που μετέχει κρίσεως και αρχής υπάρχει μόνο στη δημοκρατία, τότε αποδίδουμε στον Σταγειρίτη την άποψη ότι στις άλλες πολιτείες δεν υπάρχουν τέτοιοι πολίτες. Οι Σπαρτιάτες πολίτες μετέχουν ωστόσο και αυτοί κρίσεως και αρχής, με τη διαφορά ότι είναι πολύ λιγότεροι από τους Αθηναίους πολίτες και έχουν διαφορετικό τρόπο και εύρος συμμετοχής στο βουλεύεσθαι και στο δικάζειν. Πράγματι στη Λακεδαίμονα πολίτες που μπορούν να συμμετέχουν στην απέλλα είναι αυτοί που μπορούν και συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια, δηλαδή αυτοί που έχουν κάποια περιουσία. Οι έφοροι, που εκλέγονται από όλους τους πολίτες, μετέχουν κρίσεως και αρχής, όπως και οι κόσμοι στην Κρήτη και οι αντίστοιχοι άρχοντες στις άλλες ολιγαρχικές πόλεις. Το ίδιο ισχύει επίσης και για το ακόμη πιο περιορισμένο σώμα των πολιτών στις αριστοκρατίες. Άλλωστε για τον Αριστοτέλη υπάρχουν πολίτες ακόμη και στις βασιλείες.[23] Επιπλέον ο ορισμός αυτός του πολίτη δεν αναφέρεται καθόλου στην απόλυτη ισότητα όλων των πολιτών, που είναι το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας. Αυτό που λέει ο Αριστοτέλης είναι ότι δεν δύναται να νοηθεί πολίτης χωρίς συμμετοχή στο βουλεύεσθαι και στο δικάζειν, ανεξάρτητα από το είδος και το εύρος της συμμετοχής του. Συνεπώς ο ορισμός του πολίτη δεν είναι μόνο δημοκρατικός[24] αλλά και ολιγαρχικός και αριστοκρατικός. Όπως στην περίπτωση των χαρακτηριστικών της δημοκρατίας, της ολιγαρχίας και της τυραννίδος, που προηγουμένως εξετάσαμε, έτσι και εδώ σκοπός του Αριστοτέλη δεν είναι να δείξει την προτίμησή του σε ένα είδος πολίτη. O Aριστοτέλης δεν γράφει περί δημοκρατίας αλλά περί πολιτειών και περί αρίστης πολιτείας. Αυτό που εν προκειμένω τον ενδιαφέρει είναι να δώσει έναν ορισμό του πολίτη με καθολική ισχύ. Γι αυτό άλλωστε τροποποιεί τον αρχικό ορισμό του και γράφει ότι στην αρίστη πολιτεία πολίτης είναι ο δυνάμενος και προαιρούμενος άρχεσθαι και άρχειν προς τον βίον τον κατ’ αρετήν.[25] 

 ΙΙΙ

Η γνωστή πρόταση «φανερόν ότι των φύσει η πόλις εστί και ότι άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»[26] χρησιμοποιείται επίσης ως επιχείρημα υπέρ της δημοκρατικότητας του Αριστοτέλη. Η ερμηνεία βεβαίως που δίνεται σ’ αυτήν την πρόταση είναι ότι οι άνθρωποι δημιούργησαν την πόλιν (και σε ορισμένες περιπτώσεις και τους δημοκρατικούς θεσμούς). Η ερμηνεία όμως αυτή δεν είναι συμβατή με την αριστοτελική θεωρία περί φύσεως. 

 

Είναι γνωστό ότι η αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αντίθεση φύσεως και νόμου. Η αντίθεση αυτή, που μπορεί να ανιχνευτεί ήδη στους Προσωκρατικούς, εισάγεται ρητώς από τους σοφιστές και διχάζει την αρχαιοελληνική σκέψη σε δύο ρεύματα: το ένα ρεύμα υποστηρίζει ότι η πόλις και οι θεσμοί είναι ανθρώπινες δημιουργίες και ως εκ τούτου ιστορικές και συμβατικές (νόμω), ενώ για το αντίθετο ρεύμα οι θεσμοί προέρχονται από την φύσιν (φύσει) ή τους θεούς. Στο πρώτο ρεύμα ανήκουν μεταξύ άλλων ο Πρωταγόρας, ο Δημόκριτος, o Θουκυδίδης και, αργότερα, ο Επίκουρος, οι οποίοι υποστηρίζουν μια αντίληψη αυτοδημιουργίας της ανθρωπότητας: από μια «φυσική», πρωτόγονη κατάσταση τα ανθρώπινα όντα επινοούν βαθμηδόν τις τέχνες, τις κοινότητες, τις πόλεις, το δίκαιο, τον πολιτισμό.[27] Ενώ στο δεύτερο ρεύμα θα πρέπει να κατατάξουμε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και, αργότερα, τους Στωϊκούς. 

 

Η φύσις στον Αριστοτέλη είναι πεδίο έλλογης τάξεως, διέπεται από σκοπιμότητα, πολλές φορές μάλιστα παρουσιάζεται προσωποποιημένη να «πράττει» και να «βούλεται» το βέλτιστο.[28] Σύμφωνα με την αριστοτελική τελεολογία (φυσική, ηθική και πολιτική), όλα είναι ενεργούμενα της φύσεως: ο άνθρωπος και η πόλις είναι δεδομένα φύσει, προϋπάρχουν και προκαθορίζονται. το τέλος του ανθρώπου και της πόλεως είναι καθορισμένο πριν από τον άνθρωπο και πριν από την πόλιν, από πάντα και για πάντα. Αυτό που προσπαθεί να αποκλείσει ο φιλόσοφος είναι η ιδέα ότι η δημιουργία των θεσμών, η πολιτική, αποτελεί επίκτητη έξη, οφείλεται στη δράση των ανθρώπων. Ο Σταγειρίτης αγνοεί την ανθρώπινη και κοινωνική δημιουργικότητα. Το «οντολογικώς νέο είδος», σύμφωνα με την έκφραση του Καστοριάδη,[29] δεν υφίσταται για τον Αριστοτέλη, αφού ο άνθρωπος πραγματώνει απλώς τις δυνατότητες της ουσίας του, τους σκοπούς της φύσεως. Άλλωστε o άνθρωπος δεν είναι το μόνο πολιτικό ζώο, αλλά και η μέλισσα, η σφήκα, το μερμύγκι, ο γερανός.[30] Επί πλέον η δημοκρατία δεν ορίζεται ως κατά φύσιν πολιτεία, όπως είναι οι ορθαί πολιτείαι (βασιλεία, αριστοκρατία, «πολιτεία»), αλλά παρά φύσιν, όπως η τυραννίς και η ολιγαρχία.[31] Συνεπώς η προαναφερθείσα προτεινόμενη ερμηνεία του επίμαχου χωρίου (ότι οι άνθρωποι δημιούργησαν την πόλιν και την δημοκρατία) βιάζει το πνεύμα του Αριστοτέλη.

 

 Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης θεμελιώνει τη δουλεία στη θεωρία του για τη φύση στο 1ο βιβλίο των Πολιτικών (1, 1253b24 κ.ε). Όσοι θεωρούν ότι ο Αριστοτέλης είναι υπέρ της δημοκρατίας αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν ή να απαλύνουν αυτό το μελανό και ενοχλητικό σημείο της σκέψης του. Επικαλούνται λοιπόν το γεγονός ότι η εποχή του Αριστοτέλη ήταν τέτοια ώστε όλοι θεωρούσαν τη δουλεία δεδομένη, ή επιχειρούν συγκρίσεις με μεταγενέστερους στοχαστές και αποφαίνονται υπέρ της ανωτερότητας του Αριστοτέλη σε άσχετα με τη δουλεία θέματα.[32] Από την άλλη όσοι απευθύνουν αιτιάσεις στον Αριστοτέλη δεν αγνοούν τον κλειστό ορίζοντα της εποχής του, αλλά θεωρούν ότι πρέπει να επισημάνουν τις ατέλειες ή τα μελανά στοιχεία της σκέψης του και να τον δουν όπως πραγματικά ήταν. Η μεγαλοσύνη, άλλωστε, ενός στοχαστή έγκειται στο ότι υπερβαίνει τα όρια και τα δεσμά της κοινωνίας του, ότι μπορεί να ατενίσει πέραν του ορίζοντα της εποχής του. Δυστυχώς ο Αριστοτέλης είναι ο μόνος στοχαστής που σε θεωρητικό επίπεδο δικαιολογεί τη δουλεία, ενώ στην υπόλοιπη αρχαιοελληνική γραμματεία δεν συναντάμε τέτοια δικαιολόγηση. O Ηράκλειτος λ.χ. αποδίδει τη δουλεία στον πόλεμο και όχι στη φύσιν, στον θεό ή σε άλλη ανώτερη δύναμη.[33] Επίσης οι σοφιστές Πρωταγόρας, Αντιφών, Ιππίας, Λυκόφρων, Αλκιδάμας υπερέβησαν το πλαίσιο της εποχής τους και τάχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, κατά του θεσμού της δουλείας. Ο Αλκιδάμας διακήρυξε ρητώς: φύσις ουδένα δούλον πεποίηκε, θεός πάντας ελευθέρους αφήκε.[34] Τους στοχαστές αυτούς τους γνωρίζει ο Αριστοτέλης - τους αναφέρει στα Πολιτικά του.[35] Ο αθηναϊκός δήμος, άλλωστε, ή τουλάχιστον ένα μέρος του δήμου, δεν είχε τις προκαταλήψεις του Αριστοτέλη: παραχώρησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, το δικαίωμα του πολίτη σε δούλους ή έκανε προτάσεις στην εκκλησία για την πολιτογράφηση δούλων, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν. Υπάρχουν βεβαίως και οι ατομικές περιπτώσεις απελευθερώσεως δούλων, των λεγομένων απελευθέρων. Εκτός αυτού υπήρξαν πολλοί σημαντικοί πολιτικοί όπως ο Σόλων, ο Κλεισθένης, ο Εφιάλτης, οι οποίοι ασφαλώς δεν ήταν απομονωμένοι από τον δήμο αλλά εξέφραζαν τις απόψεις του, και με και το έργο τους συνετέλεσαν στην αποδυνάμωση των αριστοκρατικών γενών και των ολιγαρχικών κέντρων εξουσίας, στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του δήμου, στη διεύρυνση του σώματος των πολιτών και στην ενίσχυση και εμπέδωση της κυριαρχίας του δήμου.[36] 

 ΙV

Δεν είναι όμως αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης απορρίπτει τη βασιλεία ή την απόλυτη μοναρχία; Η εξέταση των κειμένων του δείχνει μάλλον το αντίθετο. Πράγματι, στο κεφάλαιο 13 του 3ου βιβλίου των Πολιτικών, ο φιλόσοφος, συζητώντας το ζήτημα του οστρακισμού, αναφέρεται στο εξής πρόβλημα: τι πρέπει να γίνει στην περίπτωση που εμφανισθεί σε μια πόλιν ένας ή περισσότεροι, οι οποίοι υπερβαίνουν κατ’ αρετήν τους υπολοίπους; Η θέση του Αριστοτέλη είναι ότι δεν είναι δίκαιο αυτοί να τεθούν στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους, αφού είναι υπερβολικά άνισοι –είναι σαν θεοί–, και ότι είναι γελοίο να υπακούουν στον νόμο διότι αυτοί οι ίδιοι είναι νόμος (3, 1284a3-17). Στη συνέχεια επανέρχεται στο θέμα του εξαιρετικού ανδρός και θέτει πάλι το ερώτημα: τι πρέπει να γίνει με αυτόν στην αρίστη πολιτεία; Αποφαίνεται πάλι ότι αυτός δεν πρέπει να άρχεται, αλλά να άρχει ως βασιλεύς αΐδιος και όλοι να υπακούουν σε αυτόν όπως στον Δία (3, 1284b25-34). Αμέσως μετά αρχίζει το κεφάλαιο 14, το οποίο πραγματεύεται τη βασιλεία, τα είδη της βασιλείας και την επιχειρηματολογία των αντιτιθέμενων στη βασιλεία. εκεί επανέρχεται στο θέμα του υπερέχοντος κατ’ αρετήν ανδρός και επιβεβαιώνει ότι αν υπάρξει ένας τέτοιος πρέπει αυτός να ασκήσει την απόλυτη εξουσία (3, 1288a5-6).

 

 Ο Σταγειρίτης επανέρχεται λοιπόν συνεχώς στο θέμα των υπερεχόντων κατ’ αρετήν ανδρών, είναι ένα ζήτημα που τον απασχολεί και θέλει να το τονίσει. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι, στην κατάταξη των πολιτειών, η βασιλεία θεωρείται ορθή πολιτεία, είναι δίκαιη και αποσκοπεί στο κοινό συμφέρον των υπηκόων (3, 1279a17-21). Καθόλου παράξενο λοιπόν που στο 7ο βιβλίο των Πολιτικών κάνει την παρατήρηση ότι, όταν δεν είναι εύκολο να βρεθεί ένας εξαιρετικός άνδρας, θα πρέπει όλοι οι όμοιοι να κυβερνώνται ομοίως (7, 1332b16-29). Η παρατήρηση αυτή του Αριστοτέλη δεν σημαίνει ότι αναιρεί τη διακηρυγμένη θέση του για την απόλυτη εξουσία των υπερεχόντων κατ’ αρετήν ανδρών, αφού τη βλέπει πάντα ως δυνατότητα, ως περίπτωση που δύναται να παρουσιασθεί και να εφαρμοσθεί. Άλλωστε η πίστη του αυτή συνάδει και με την άλλη θέση του, ότι οι άνθρωποι που μπορούν να δεχθούν αυτό το είδος της πολιτείας και εξουσίας υπάρχουν φύσει: «οι άνθρωποι οι κατάλληλοι για δεσποτεία, για βασιλεία, για ‘πολιτεία’ υπάρχουν φύσει».[37] 

 

Με όσα μόλις αναφέραμε συνδέεται και το ερώτημα τι σημαίνει πολιτική στη δημοκρατία και ποια έννοια δίνει στην πολιτική ο Αριστοτέλης. Η πολιτική στη δημοκρατία, όπως συνάγεται από την όλη ιστορία και πρακτική του δημοκρατικού κινήματος στις αρχαιοελληνικές πόλεις, είναι η διαρκής συλλογική αμφισβήτηση της υπάρχουσας θέσμισης της κοινωνίας, η οποία εκδηλώνεται με τη δραστηριότητα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, και είναι συνειδητή, έλλογη και αποτελεσματική. Αυτή την προσέγγιση εκφράζει ο Καστοριάδης ως εξής: «η ελληνική πολιτική, όπως και η πολιτική κατά τον ορθόν λόγον, μπορούν να ορισθούν ως η ρητή συλλογική δραστηριότητα που θέλει τον εαυτό της διαυγασμένο, δηλαδή ανακλαστικό, στοχαστικό και βουλευτικό, και που έχει ως αντικείμενο τη θέσμιση της κοινωνίας ως τέτοιας».[38] Η πολιτική υπ’ αυτήν την έννοια αναδύθηκε για πρώτη φορά στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, και με σειρά αγώνων για δικαιοσύνη, ισότητα και ελευθερία, οδήγησε στη δημιουργία της δημοκρατίας. 

 

Η αριστοτελική έννοια της πολιτικής, αντιθέτως, δεν έχει σχέση με τη δημοκρατική πολιτική, διότι σε αυτήν δεν προβάλλεται η αμφισβήτηση της κοινωνικής θέσμισης ούτε ευνοείται η ουσιαστική συμμετοχή του δήμου στην εξουσία. Οποιαδήποτε σχετική αναφορά του Αριστοτέλη έχει να κάνει με την άσκηση της εξουσίας, με το «πολιτικό» στοιχείο.[39] Αυτό φαίνεται καθαρά σε διάφορα σημεία των Πολιτικών, όπως λ.χ στο χωρίο όπου ο φιλόσοφος διαχωρίζει τη δεσποτική από την πολιτική αρχή: «η μεν δεσποτική αρχή ασκείται σε δούλους, η δε πολιτική σε ελευθέρους και ίσους».[40] Η δεσποτική διαφέρει από την πολιτική εξουσία στο ότι δεν υπάρχει η εναλλαγή στο άρχειν και άρχεσθαι, αφού ο δεσπότης/κύριος ασκεί συνεχώς την εξουσία του επί των δούλων. Ο ίδιος ορισμός υιοθετείται και αλλού: «αλλά υπάρχει κάποια αρχή στην οποία το άρχειν ασκείται στους ομοίους κατά το γένος και ελευθέρους. Αυτή λέμε ότι είναι η πολιτική αρχή».[41] 

 V

Έτσι φθάνουμε στο τελευταίο επιχείρημα που επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης ευνοεί τη δημοκρατία. Κατά τη γνώμη τους, το σώμα των πολιτών στην αριστοτελική προσέγγιση περιλαμβάνει όλα τα κοινωνικά στρώματα, χωρίς αποκλεισμούς. Αλλά και πάλι η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, όπως συνάγεται από πολλές αναφορές του φιλοσόφου, μεταξύ των οποίων και δύο χωρία που μόλις παραθέσαμε (1, 1255b18,20 και 3, 1277b7-8). Σε αυτά είναι εμφανές ότι η άσκηση της εξουσίας αφορά τους ελευθέρους και ίσους (ελευθέρους και ομοίους τω γένει στο δεύτερο χωρίο), δηλαδή όχι τους ελευθέρους απλώς, αλλά τους ελευθέρους που επί πλέον είναι όμοιοι τω γένει (ή ίσοι). Δηλαδή αυτούς που είναι όμοιοι στην πνευματική, ηθική ή πολιτική συγκρότηση, που έχουν την ίδια ποιότητα, τις ίδιες ικανότητες στην πολιτική αρετή. Συνεπώς οι βάναυσοι και οι θήτες, κατά τον Αριστοτέλη, λόγω της κοινωνικής, οικονομικής, ηθικής και πνευματικής τους κατωτερότητάς δεν είναι όμοιοι τω γένει με τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. 

 

Η λέξη όμοιοι παραπέμπει στο Σπαρτιατικό πολίτευμα, στο οποίο οι όμοιοι ήταν αυτοί που μπορούσαν να συμβάλλουν στα συσσίτια, και ως εκ τούτου να έχουν την ιδιότητα του πολίτη. όμοιοι ήταν οι έχοντες κάποια περιουσία και όσοι δεν ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες– συνθήκες που εξασφάλιζαν την ιδιότητα του πολίτη στην Σπάρτη. Χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ήταν δυνατή η πολιτική συμμετοχή. Αποκλείονταν συνεπώς από το σώμα των πολιτών χιλιάδες ελεύθεροι που δεν ήταν όμοιοι, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στη Σπάρτη διάφορες κατηγορίες μη πολιτών ελευθέρων (υπομείονες, περίοικοι).[42] Το γεγονός αυτό συνιστά μία σημαντική διαφορά από την αθηναϊκή δημοκρατία, στην οποία πολίτες ήταν απλώς όλοι οι ελεύθεροι, χωρίς απαίτηση περιουσίας, καταγωγής ή αρετής. Κατά παρόμοιο τρόπο και στον Αριστοτέλη οι πολίτες περιορίζονται στους ελευθέρους και ομοίους τω γένει, αποκλείονται δηλαδή οι τεχνίτες και οι θήτες, οι εργάτες και οι χειρώνακτες, οι επαγγελματίες και οι βάναυσοι, αλλά και οι αγοραίοι και οι γεωργοί. όλοι αυτοί δεν είναι πολίτες της αρίστης πολιτείας. Η θέση του Αριστοτέλη είναι αρκετά σαφής: «επειδή δε αποβλέπουμε στην αρίστη πολιτεία, και αυτή προκύπτει όταν η πόλις είναι η πιο ευδαίμων, και επειδή η ευδαιμονία είναι αδύνατο να υπάρχει χωρίς την αρετή, όπως ελέχθη προηγουμένως, είναι φανερό από αυτά ότι στην πόλιν που πολιτεύεται με τον καλύτερο τρόπο και έχει άνδρες απολύτως δικαίους και όχι κατά περίσταση, οι πολίτες δεν πρέπει να ζουν βίο βάναυσο ούτε αγοραίο (διότι ο βίος αυτός είναι αγενής και αντίθετος στην αρετή), ούτε οι μελλοντικοί πολίτες πρέπει να είναι γεωργοί (διότι χρειάζεται σχολή και για την γένεση της αρετής και για τις πολιτικές πράξεις)».[43] Εν ολίγοις αποκλείονται τα κατώτερα στρώματα που δεν έχουν ελεύθερο χρόνο (σχολή), διότι ασχολούνται με τον βιοπορισμό, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αποκτήσουν την πολιτική ικανότητα[44] – συνεπώς το σώμα των πολιτών περιορίζεται σημαντικά σε σχέση με όσα ίσχυαν στη δημοκρατία. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από άλλα σημεία των Πολιτικών, όπως λ.χ. όταν ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι: η βελτίστη πόλις ου ποιήσει βάναυσον πολίτην και συνεχίζει: «εάν είναι πολίτης και ο βάναυσος τότε δεν πρέπει να επεκταθεί η αρετή του πολίτη που αναφέραμε (δηλαδή να άρχει και να άρχεται) σε όλους γενικώς στους ελευθέρους, αλλά μόνο σε αυτούς που είναι απαλλαγμένοι από τη φροντίδα για τα αναγκαία προς το ζην».[45] Με άλλα λόγια ενώ στη δημοκρατία αποκλείονται από το σώμα των πολιτών οι γυναίκες, οι δούλοι και οι μέτοικοι, ο Αριστοτέλης αποκλείει επιπροσθέτως και τα κατώτερα στρώματα, δηλαδή αρκετές χιλιάδες πολιτών. 

 

Η αριστοτελική πρόταση η δε βελτίστη πόλις ου ποιήσει βάναυσον πολίτην δεν ισοδυναμεί με την απλή διαπίστωση ότι αυτοί που είναι απορροφημένοι από την εργασία τους δυσκολεύονται να ασχοληθούν ουσιαστικώς με την πολιτική, η οποία απαιτεί χρόνο και ικανότητες. Εάν η συζήτηση γινόταν με αυτό το πνεύμα και δεν στόχευε στον αποκλεισμό των κατωτέρων στρωμάτων, τότε ο Αριστοτέλης θα επιχειρούσε να βρει δυνατότητες ένταξης των στρωμάτων αυτών στο σώμα των πολιτών – πράγμα που δεν συμβαίνει. Ως γνωστόν η δημοκρατία είχε θεσπίσει τη μισθοφορία για τους πολίτες που ασκούσαν τις αρχές, ακριβώς για τον λόγο αυτό: για να μπορούν δηλαδή οι γεωργοί, οι τεχνίτες και γενικώς τα κατώτερα στρώματα να συμμετέχουν στον πολιτικό βίο. Έτσι υπήρχε ο μισθός για τους βουλευτές, για τους δικαστές, για τους ποικίλους άρχοντες και αργότερα για τους εκκλησιαστές. Επιπλέον είχε θεσπιστεί το θεωρικόν, η οικονομική δηλαδή ενίσχυση στα κατώτερα στρώματα για να παρίστανται στις θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες ήταν πολιτικός και παιδευτικός θεσμός. Ο Αριστοτέλης ωστόσο είναι γενικώς εναντίον του μισθού, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο την ολιγαρχική παράδοση.[46] Ούτε άλλωστε προτείνει κάποιο παιδευτικό πρόγραμμα για τα κατώτερα στρώματα, ώστε να αποκτήσουν με τον τρόπο αυτό τις βάσεις και τις αρετές που ο ίδιος θα ήθελε, ακόμη και όταν στο τελευταίο βιβλίο των Πολιτικών ασχολείται ειδικώς με την παιδεία στις πολιτείες.

 

 Είναι εμφανές ότι Αριστοτέλης δεν έχει σε υπόληψη τα κατώτερα στρώματα, αυτά δηλαδή που δεν έχουν αρκετή περιουσία (τίμημα). Η στάση του αυτή βασίζεται κυρίως στο γεγονός ότι τα στρώματα αυτά ασκούν βιοποριστικό επάγγελμα και δεν έχουν ελεύθερο χρόνο για να εκπαιδευθούν, να αποκτήσουν την πολιτική ικανότητα (αρετή) και να ασχοληθούν με την πολιτική, τη λήψη αποφάσεων και την άσκηση της εξουσίας.[47] Η αντίληψη αυτή δεν χαρακτηρίζει συλλήβδην το αρχαιοελληνικό πολιτικό φαντασιακό, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές της δημοκρατικότητας του Αριστοτέλη, αλλά προέρχεται από την αριστοκρατική και ολιγαρχική ιδεολογία, και εφαρμόζεται στις ολιγαρχικές πόλεις. Πράγματι στη Σπάρτη απαγορεύεται στους πολίτες να ασκούν χειρωνακτικά έργα ή τέχνες για να αποκτήσουν χρήματα[48] και στη Θήβα να ασκούν εμπορικά επαγγέλματα.[49] Την απαξίωση της εργασίας εκφράζουν, εκτός του Αριστοτέλη, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ξενοφών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η χρηματική αμοιβή έναντι εργασίας είναι ανελεύθερο χαρακτηριστικό και ότι η χειρωνακτική εργασία ταιριάζει σε δούλους και βαναύσους.[50] 

 

Στην αρχαιοελληνική ωστόσο σκέψη υπάρχει και η αντίθετη αντίληψη, η οποία δεν απαξιώνει την εργασία αλλά την βλέπει ως θετική διάσταση του ανθρώπου. Η αντίληψη αυτή έχει τις απαρχές της στον Ησίοδο: έργον δ’ουδέν τόνειδος, αεργίη δε τόνειδος.[51] Οι σοφιστές δεν απαξιώνουν την εργασία: ο Ιππίας εκαυχάτο για την ικανότητά του να κερδίζει χρήματα και για το γεγονός ότι είχε κατασκευάσει μόνος του τα ενδύματά του, το δακτυλίδι του και άλλα πράγματα,[52] ενώ ο Πρόδικος ταύτιζε την οδό της αρετής με τον τρόπο ζωής που συνδέεται με τις εργασίες των τεχνιτών και των γεωργών.[53] Στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχε ο νόμος αργίας, που αποδίδεται στον Σόλωνα, και ο οποίος προστάτευε τον εργαζόμενο, επέβαλλε κυρώσεις σε όσους δεν ασκούσαν κάποια εργασία και είχε στόχο αυτούς που είχαν άδηλους πόρους.[54] Η δημοκρατική αντίληψη για την εργασία δηλώνεται με τα λόγια του Περικλή: «δεν είναι ντροπή να ομολογεί κανείς την πενία του, αντιθέτως είναι μεγαλύτερη ντροπή να μη προσπαθεί να την αποφεύγει με την εργασία».[55] 

 VI

 Εγείρεται λοιπόν το εύλογο ερώτημα: αφού ο Αριστοτέλης αποκλείει τα κατώτερα στρώματα από την ιδιότητα του πολίτη, αφού ασκεί κριτική στη δημοκρατία, εν τέλει ποια είναι η πολιτεία που ο ίδιος προκρίνει; Ως γνωστόν η κύρια αναζήτηση των Πολιτικών είναι η αρίστη πολιτεία, στόχος που ήδη είχε προαναγγελθεί στο τέλος των Ηθικών Νικομαχείων.[56] Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης αναζητεί την «ιδανική πολιτεία» με την πλατωνική έννοια, στον χώρο των Ιδεών. Αναζητεί την καλύτερη δυνατή πολιτεία, στη θεωρία και στην πράξη: ου γαρ μόνον την αρίστην δει θεωρείν, αλλά και την δυνατήν, ομοίως δε και την ράω και κοινοτέραν απάσαις.[57] Σε αυτό το πλαίσιο αναζήτησης, ο Σταγειρίτης επεξεργάζεται δύο σχέδια πολιτειών, την μέση πολιτεία και την «πολιτεία». 

 

Η μέση πολιτεία στηρίζεται στη μεσαία τάξη, η οποία τοποθετείται ανάμεσα στις δύο ακραίες τάξεις, τους πολύ πλουσίους και τους πολύ φτωχούς, συγκεντρώνοντας αρετές και προτερήματα που δεν υπάρχουν σε αυτές τις δύο. Η τάξη αυτή είναι εγγύηση για σώφρονα πολιτική διακυβέρνηση, για σταθερότητα και διασφάλιση της έννομης πολιτείας, και εξισορροπεί τις ακρότητες και υπερβολές των δύο άλλων (υβρισταί οι μεν, κακούργοι οι δε). Αυτό που τονίζει ο Αριστοτέλης είναι η μετριοπάθεια αυτής της τάξεως, που αποτελεί το μέσον –έννοια βασική στην αριστοτελική ηθική και πολιτική. Η μέση πολιτεία τοποθετείται μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας.[58] Δεν ταυτίζεται επομένως με τη δημοκρατία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα των Πολιτικών ως πολιτεία όπου κυριαρχούν όχι οι μεσαίοι αλλά οι άποροι, οι πτωχοί, αφού αυτοί είναι πλειοψηφία, και μάλιστα κυβερνούν προς ίδιον όφελος. 

 

Όσον αφορά τη δεύτερη λύση, την επονομαζόμενη «πολιτεία», αυτή περιγράφεται απο τον Αριστοτέλη ως μείξη ολιγαρχίας και δημοκρατίας, ως πολίτευμα που περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία και από την ολιγαρχία και ορισμένα από τη δημοκρατία.[59] Στη προτεινόμενη μείξη του φιλοσόφου αποκλείονται βασικές αρχές και θεμελιώδη χαρακτηριστικά της δημοκρατίας. Συνεπώς η «πολιτεία» δεν ταυτίζεται με τη δημοκρατία.[60] Προς αυτήν όμως την «πολιτεία» στρέφει τα μάτια του ο Αριστοτέλης, αυτήν προτιμά ως την ορθή και δίκαιη πολιτεία, η οποία, όπως πιστεύει, αποβλέπει στο γενικό συμφέρον και όχι στα συμφέροντα των κυβερνώντων. Η πολιτική πρόταση του Αριστοτέλη στρέφεται κατά της δημοκρατίας, οπότε θα λέγαμε ότι είναι τελικά άστοχος ο χαρακτηρισμός «ο κλασικός στοχαστής της δημοκρατίας» που του αποδίδει ο Κ. Καστοριάδης.[61] 

 

 [1]E. Barker, Τhe Politics of Aristotle, Clarendon Press, Οξφόρδη 1946, σ. 16. A. Lintott, «Aristotle and democracy », The Classical Quarterly 42, σ.155. M. Nussbaum, « Aristotelian social democracy », στο R. B. Douglass-G. M. Mara-H. S. Richardson (επιμ.) Liberalism and the Good, Routledge, Chapman and Hall, Nέα Υόρκη 1990. P. Aubenque, «Aristote et la democratie», στο P. Aubenque (επιμ.) Aristote Politique, P.U.F., Παρίσι 1993, σ. 262. C. Castoriadis, Fait et a faire, Seuil, Παρίσι 1997, σ. 22. Του ιδίου «Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η άνοδος της ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα 2000, σ. 197. J.-L._Labarriere, «Preface», στο Aristote Politique, Gallimard, Παρίσι 1993, σ. x, xii. F. Wolff, «Aristote democrate», Philosophie 18, 1988. Του ιδίου Ο Αριστοτέλης και η πολιτική, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1995, σ. 139-140. R. Bodéus, Αristote La justice et la cité, P.U.F., Παρίσι 1996. 

[2] M. Finley, Aρχαία και σύγχρονη δημοκρατία, Ευρύαλος, Αθήνα 1989. H. M. Ηansen, The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes, Οξφόρδη 1991. P. Vidal-Naquet, «Ο Καστοριάδης και η αρχαία Ελλάδα», Νέα Εστία 1722, 2000, σ. 568. W. D. Ross, Αριστοτέλης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σ. 370. R. G. Mulgan, Aristotle’s Political Theory, Oxford University Press, Οξφόρδη, 1977, σ. 76. A. H. M. Jones, Athenian Democracy, Basil Blackwell, Οξφόρδη, 1989, σ. 41, 46.  

[3]Αριστοτέλης, Πολιτικά 4, 1298a10. Τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και οι θεσμοί της βρίσκονται σε διάφορα κείμενα, λ.χ. Ηρόδοτος (3,80-82. 4,137. 6,131), Θουκυδίδης (2, 36-46), Αριστοτέλης, Πολιτικά 6, 1317a40-1317b17. Πρβλ. Πολιτικά 4, 1290b17: αλλ’ έστι δημοκρατία μεν όταν οι ελεύθεροι και άποροι πλείους όντες κύριοι της αρχής ώσιν. 4, 1294b8-10: λέγω δ’οίον δοκεί δημοτικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ’αιρετάς ολιγαρχικόν, και δημοκρατικόν μεν το μη από τιμήματος, ολιγαρχικόν δε το από τιμήματος. Βλ. Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα 1986. Του ιδίου, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα 1995. Επίσης Γ.Ν. Οικονόμου, «Η αρχαία δημοκρατία», Ο Πολίτης 121, 1993.  

[4] 6, 1317a40-1318b10. Εφεξής οι παραπομπές στα Πολιτικά θα γίνονται με αυτόν τον τρόπο, παραλείποντας το όνομα του Αριστοτέλη και των Πολιτικών.  

[5] Αυτό υποστηρίζει ο Ν. Ηλιόπουλος, και η άποψή του αυτή ίσως αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Στο βιβλίο του Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική πολιτική σκέψη, Αθήνα 2005 (σ. 203-216 και 233-234), ο Ν. Ηλιόπουλος προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Αριστοτέλης είναι ένας «από τους μεγαλύτερους δημοκρατικούς στοχαστές όλων των εποχών» και ότι υιοθετεί τις βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μάλιστα στηλιτεύει και κατακεραυνώνει όσους εντάσσουν τον Αριστοτέλη σε αυτούς που απορρίπτουν τη δημοκρατία, μεταξύ δε αυτών και τους καλούς ιστορικούς M. Finley, H. M. Hansen και P. Vidal-Naquet. Ο Ν. Ηλιόπουλος όμως σφάλει σε όλα ανεξαιρέτως τα επιχειρήματα που προσκομίζει , όπως θα φανεί κατά την ανάπτυξη του παρόντος κειμένου. 

[6] Η «γεωργική δημοκρατία» περιγράφεται στο 6, 1318b6-1319a19 και στο 4, 1292b25-31.

 [7] Βλ. επίσης 2, 1274a15-18, όπου πρόκειται για τη «δημοκρατία» του Σόλωνος η οποία ήταν ουσιαστικώς τιμοκρατία. Και 3, 1281b31-34: πρόκειται πάλι περί της σολώνειας πολιτείας.  

[8] Επίσης 6,1319a4-6: των δημοκρατιών αρίστη. 6, 1319a38-39: βελτίστην και πρώτην δημοκρατίαν. Πρβλ. 5, 1305 α29: πατρίας δημοκρατίας σε αντίθεση με τη νεωτάτην. 5,1306b20-21: των εννόμων δημοκρατιών. 

[9] 4, 1292b27 κ.ε: έχουσι γαρ εργαζόμενοι ζην, ου δύνανται δε σχολάζειν, ώστε τον νόμον επιστήσαντες εκκλησιάζουσι τας αναγκαίας εκκλησίας […] όλως μεν γαρ το μεν μη εξείναι πάσιν ολιγαρχικόν, το δε δη εξείναι σχολάζειν αδύνατον μη προσόδων ουσών. 

[10] 6,1319a24-30. 

[11] 4, 1292a4-37. 

[12] 4, 1298a29-33. 

[13] 3, 1279a28 κ.ε. 

[14] 3, 1275b1 και 3, 1279b4-10.  

[15] 2, 1272b26-30. 

[16] 2, 1273b24-26. 

[17] 2, 1273b35 κ.ε. Πρβλ. Αριστοτέλης Αθηναίων Πολιτεία 9-11. 

[18] 2, 1274a5-11. 

[19] 3, 1275a22-23 

[20] 3, 1275a27-32. Εδώ ο Αριστοτέλης αναιρεί ακριβώς την άποψη ότι αυτός που δεν είναι άρχων δεν μετέχει της εξουσίας. Είναι γελοίο, λέει, αυτοί που μετέχουν στο δικάζειν και στην εκκλησία (των κυριωτάτων εξουσιών), να θεωρούνται ότι στερούνται αρχής. Είναι θέμα ονόματος και γι αυτό αποκαλεί τους δικαστές και τους εκκλησιαστές αόριστον αρχή, εν αντιθέσει με τους άρχοντες που ασκούν ωρισμένην αρχήν.  

[21] 3, 1275b13-16. 

[22] 3, 1275a26.  

[23] 3, 1285a25 και 5, 1311a7. 

[24] Οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής φαίνεται ότι αντλούν από τον πρώτο διδάξαντα Barker (ό.π. 1946, σ. 126 κ.ε.). Παράδειγμα ο J.-L. Labarrière (ό.π., σ. x, xii ), ο οποίος όμως προς το τέλος του κειμένου του (σελ. xiii-xiv) έχει αρκετές επιφυλάξεις και αποσύρει τα εύσημα της δημοκρατικότητας που αρχικώς επιδαψίλευσε στον Αριστοτέλη. 

[25] 3, 1284a1-3. Η πολιτεία που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης είναι η αρίστη και όχι η δημοκρατία, όπως θα φανεί στη συνέχεια. 

[26] 2, 1253a2-3. 

[27]Για τον Δημόκριτο βλ. H. Diels-W. Kranz, Die fragmente der Vorsokratiker, B 5.1 (από τον Διόδωρο) και Β 5.3 (από τον Τζέτζη) και T. Cole, Democritus and the sources of Greek Anthropology, Cleveland 1967. E. Havelock, The leberal temper in Greek Politics, Λονδίνο 1957. K. Καστοριάδης, Ο Πολιτικός του Πλάτωνα (μετ. Ζ. Καστοριάδη), Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 189 κ.ε. Για τον Πρωταγόρα βλ. Πλάτων Πρωταγόρας, 322c κ.ε. και E. Ηavelock, ό.π. Για τον Θουκυδίδη βλ. την «Αρχαιολογία» από την Ιστορία του. 

[28] 1, 1253a9: ουδέν γάρ, ως φαμέν, μάτην η φύσις ποιεί. 2, 1252b32: η δε φύσις τέλος εστίν. Περί ζώων γενέσεως 717a15: παν η φύσις ή διά τό αναγκαίον ποιεί ή διά τό βέλτιον. Για περισσότερη ανάλυση βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007, κεφ. "Νόμος-φύσις". Για την αριστοτελική φυσική τελεολογία βλ. Β. Κάλφας «Εισαγωγή», στο Αριστοτέλης Περί φύσεως (εισαγ.-μετάφ.-σχόλ. Β. Κάλφας), Πόλις, Αθήνα 1999.  

[29] Την αντίληψη αυτή αποδίδει ο Καστοριάδης στο μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής φιλοσοφίας και της ασκεί ριζική κριτική. Σχεδόν όλο το έργο του Καστοριάδη έχει ως κύριο σκοπό την κριτική αυτή στην παραδοσιακή ελληνοδυτική σκέψη. Βλ. ενδεικτικώς K. Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, 1981, κεφ. 4 και 5 και Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, Υψιλον, Αθήνα 1991, σ. 274. 

[30] Aριστοτέλης Περί τα ζώα ιστορίαι Α 488a7-10. Πολιτικά 1, 1253a7-8.  

[31] 3, 1287b37-41. 

[32] Αυτό κάνει λ.χ. ο Ν. Ηλιόπουλος (ό.π . σ. 209-210) που συγκρίνει τον Αριστοτέλη με τον Rousseau και αποφαίνεται υπέρ του Αριστοτέλη, διότι νομίζει ότι αυτός είναι υπέρ της δημοκρατίας ενώ ο Rousseau όχι. Τον συγκρίνει επίσης με τους νεώτερους, που δικαιολογούν θεωρητικώς ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι να αυτοκυβερνηθούν και υποστηρίζουν ότι θα υπάρχουν πάντα εκ φύσεως κυβερνώμενοι και κυβερνώντες. έτσι συμπεραίνει ότι ο Αριστοτέλης δεν είναι περισσότερο αντιδημοκρατικός από αυτούς. Το θέμα δεν είναι αν είναι περισσότερο ή λιγότερο αντιδημοκρατικός εν συγκρίσει προς κάποιους άλλους αλλά το ότι ο Σταγειρίτης είναι απλώς κατά της δημοκρατίας. 

[33] DK B53: Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους. 

[34] Αριστοτέλης Ρητορική 1,1373b18. 

[35]2, 1253b20-22, τοις δε παρά φύσιν το δεσπόζειν. Νόμω γαρ τον μεν δούλον είναι, τον δ’ ελεύθερον, φύσει δ’ ουθέν διαφέρειν. διόπερ ουδέ δίκαιον. βίαιον γαρ. Βλ. W. K. C. Guthrie, Οι σοφιστές, Αθήνα 1989, 195 κ.ε. 

[36] Βλ. 2, 1275b37., 

[37] 3, 1287b37-39: έστι γαρ τι φύσει δεσποστόν και άλλο βασιλευτόν και άλλο πολιτικόν και δίκαιον και συμφέρον. Το θέμα του εξαιρετικού ανδρός στα Πολιτικά το αναφέρει και ο Καστοριάδης, χωρίς να το συζητά αναλυτικώς. Λέει όμως ότι η άποψη του Αριστοτέλη θυμίζει την άποψη του Πλάτωνα περί βασιλικού ανδρός στον Πολιτικό και αναρωτιέται: «Και μήπως, εξάλλου, χρειάζεται να θυμηθούμε τον Αλέξανδρο, του οποίου η άνοδος στην εξουσία είναι σύγχρονη με τα Πολιτικά;» (Κ. Καστοριάδης, Ο Πολιτικός του Πλάτωνα, Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 286-287). 

[38] Κ. Καστοριάδης, «Εξουσία, πολιτική, αυτονομία», στο Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα 1990. Επίσης Κ. Καστοριάδης, «Heritage et révolution», στο Figures du pensable, Seuil, Παρίσι 1999, σ. 129-130. 

[39] Η διάκριση μεταξύ της πολιτικής και του πολιτικού αναλύεται πολύ ωραία από τον Κ. Καστοριάδη Βλ. λ.χ. «Εξουσία, πολιτική, αυτονομία», στο Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα 1990. Επίσης του ιδίου «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα», στο Η άνοδος της ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα 2000. 

[40] η δε [δεσποτική] δούλων έστιν ...η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή (1,1255b18, 20). 

[41] 3, 1277b7-8: αλλ’ έστι τις αρχή καθ’ ην άρχει των ομοίων τω γένει και των ελευθέρων. Ταύτην γαρ λέγομεν είναι την πολιτικήν αρχήν. 

[42] Το ίδιο ισχύει και στη Κρήτη, βλ. Μ. Γιούνη, «Εταιρείαι, Η ενσωμάτωση των νέων πολιτών στην αρχαϊκή Κρήτη», Digesta , No 3, 2000. 

[43] 7, 1328b33-1329a2. Την ίδια θέση έχει και στο χωρίο 7, 1329a18-26. Αυτό είναι το συμπέρασμα της συζήτησης που έχει ξεκινήσει στο 7, 1328a36 και καθορίζει το πλαίσιο και τις προθέσεις του Σταγειρίτη. 

[44] 3, 1278a20-21: ου γάρ οίόν τ’επιτηδεύσαι τά της αρετής ζώντα βίον βάναυσον καί θητικόν. 

[45] 3, 1278a8-11. Βλ και L. Couloubaritsis, Aux origines de la philosophie europeénne , Βρυξέλλες 1994, σ. 504. 

[46] Βλ. αναλυτικώς για το σημείο αυτό Γ.Ν. Οικονόμου, Η δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, υπό έκδοση. 

[47] 3, 1278a20-21 και 8, 1326a25. 

[48] Ξενοφών Λακεδαιμονίων πολιτεία 7,2. Πλούταρχος Λυκούργος 24,2. 

[49] 3, 1278a25. 

[50] Ξενοφών Οικονομικός Δ, 2-3. Ο Πλάτων σε όλα σχεδόν τα έργα του καταφέρεται κατά των κατωτέρων στρωμάτων, με αποκορύφωμα την Πολιτεία του στην οποία τα εξορίζει στην κατώτατη βαθμίδα της, και τα αποστερεί από κάθε πολιτική ευθύνη και συμμετοχή. Την ίδια απαξίωση έχει και ο δάσκαλός του ο Σωκράτης για γναφείς, σκυτέας, τέκτονας, γεωργούς, εμπόρους (Ξενοφών Απομνημονεύματα Γ 8, 6). Ο επίσης συντηρητικός Αριστοφάνης στις κωμωδίες του δεν χάνει ευκαιρία να σαρκάζει τα κατώτερα στρώματα.  

[51] Έργα και ημέραι, 311 και 286 κ.ε. 

[52] Πλάτων Ιππίας μείζων 282b, Ιππίας ελλάσσων 368b. 

[53] Στο έργο του Ώραι (Ξενοφών Απομνημονεύματα Β, 21-34). Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί σοφιστές προέρχονται από μεσαία και κατώτερα στρώματα όπως λ.χ. ο Πρωταγόρας που ήταν φορτοβαστάκτης (DK 80 Α3). Το γεγονός ότι ελάμβαναν χρήματα για τη διδασκαλία τους θεωρείται μεμπτό από τον αριστοκράτη Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. 

[54] Ηρόδοτος 2, 177. Πλούταρχος Σόλων, 17, 22. Δημοσθένης Προς Ευβουλίδην 32. Λυσίας (από τον Διογένη Λαέρτιο 1,2,55). Βλ. σχετικώς J. Ober, Μάζες και ελίτ στη δημοκρατική Αθήνα, Αθήνα 2003, σ. 415. M. Γιούνη , Ατιμος έστω Ατιμος τεθνάτω, Θεσ/νίκη 1998, σ. 186.  

[55] Θυκυδίδης Ιστορία 40.1: καί τό πένεσθαι ουχ ομολογείν τινι αισχρόν, αλλά μη διαφεύγειν έργω αίσχιον. 

[56] Hθικά Νικομάχεια 10, 1181b23: ποία πολιτεία αρίστη. Πρβλ. Πολιτικά 2, 1260b1-3. 

[57] 4, 1288b37-39.  

[58] 4,1296a22-36. Η ανάπτυξη της μέσης πολιτείας αρχίζει στο 4, 1295a38. 

[59] 4,1293b33-34. Η ανάπτυξη της «πολιτείας» γίνεται στα κεφάλαια 8-9, 10-11 του 4ου βιβλίου των Πολιτικών. 

[60] Δεν μπαίνουμε εδώ στη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ «πολιτείας» και μέσης πολιτείας. Για το θέμα αυτό όπως και για περισσότερη ανάλυση στην «πολιτεία» βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η αριστοτελική πολιτεία,, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, τελευταίο κεφάλαιο. Επίσης Γ.Ν. Οικονόμου, «Ο Αριστοτέλης και η δημοκρατία κατά τον Κ. Καστοριάδη», στο συλλογικό Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, Ψυχή Λόγος Πόλις, Υψιλον, Αθήνα, 2007. 

[61] Για μια κριτική στην αντίληψη αυτή του Κ. Καστοριάδη, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Ο Αριστοτέλης και η δημοκρατία κατά τον Κ. Καστοριάδη», όπ. π.