Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ




[Δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη: Α΄ Μέρος, στην Νέα Κοινωνιολογία, αρ. 43, Χειμώνας 2006-2007, και Β΄ Μέρος, στο Αντί, αρ. 845, Ιούνιος 2005]


ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Δρ Φιλοσοφίας
                       

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ


Για το βιβλίο του Φ. Τερζάκη,
Το πνεύμα στην εξορία, Παπαϊωάννου-Καστοριάδης-Αξελός
Έρασμος, Αθήνα, 2003, σ. 69

            Το μικρό αυτό βιβλίο αναφέρεται στους τρεις εξορίστους από το 1945 στο Παρίσι Έλληνες στοχαστές Κ. Παπαϊωάννου (σ. 22-33), Κ. Καστοριάδη (σ. 34-59) και Κ. Αξελό (σ. 60-69). Αν και όπως φαίνεται από την ποσότητα των σελίδων, η μερίδα του λέοντος ανήκει στον Καστοριάδη, εν τούτοις το βιβλίο διαποτίζεται από την αρχή έως το τέλος από την μορφή του Παπαϊωάννου.
           Ηδη από πολύ ενωρίς, στην «εισαγωγή» του, ο Φώτης Τερζάκης (εφεξής ΦΤ)  αφήνει τις προθέσεις του να φανούν: μείωση και υποτίμηση του Κορνήλιου Καστοριάδη (σ. 16) και «αναβάθμιση» του Κώστα Παπαϊωάννου (σ. 17). Πράγματι ο ΦΤ αποδίδει την καστοριαδική έννοια συλλογικό φαντασιακό στην έννοια «ιστορικό ασυνείδητο» του Παπαϊωάννου, και την καστοριαδική κριτική του μαρξισμού «ως ιδεολογία της ετερονομίας», στις υποδείξεις του Παπαϊωάννου σχετικά με τον «τεχνικισμό» του Μαρξ (σ. 19, 27 ). Οι οφειλές ενός στοχαστή σε κάποιον άλλον είναι ένα θέμα που χρειάζεται συζήτηση, αναλυτική και πειστική, και όχι βιαστικούς αφορισμούς αυτού του είδους, και εν πάση περιπτώσει αυτό δεν μειώνει την αξία του πρώτου ούτε αυξάνει την αξία του δευτέρου,  πράγμα που κάνει με απλοϊκό τρόπο ο ΦΤ. Εξυψώνει  τον Παπαϊωάννου και τον τοποθετεί  στην κορυφή της τριάδας των τριών εξορίστων φιλοσόφων: «Παρότι λίγο νεώτερος από τους άλλους, ο Παπαϊωάννου - σήμερα το βλέπουμε καθαρά - υπήρξε ο πλέον ευαίσθητος και βαθύς, ο πλέον ρηξικέλευθος από τους τρεις,  στον οποίο χρωστούν ήδη πολλά οι άλλοι δύο» (σ. 17). Η άποψη αυτή της «εισαγωγής» επαναλαμβάνεται ακόμη τρεις φορές στη συνέχεια: σχεδόν αυτούσια όταν εξετάζει το έργο του Καστοριάδη (σ. 39, και μάλιστα σε όλη σχεδόν την σελίδα αναφέρει πάλι την προσφορά του Παπαϊωάννου), επαναλαμβάνεται επίσης με παραλλαγή όταν εξετάζει  το έργο του Αξελού (σ. 62), και φυσικά πάλι όταν εξετάζει το έργο του ίδιου του Παπαϊωάννου.
           Αυτή η leitmotiv άποψη είναι βεβαίως  μια προσωπική γνώμη του ΦΤ, την οποία δεν την αποδεικνύει - θέμα γούστου που θάλεγε και ο αείμνηστος Π. Κονδύλης. Αυτή όμως αφορά την παρέα του ΦΤ και δεν είναι σοβαρή δημόσια κριτική, της οποίας η δεοντολογία επιβάλλει την υποστήριξη των απόψεων, θετικών και αρνητικών, με ανάλυση και επιχειρήματα. Η ένστασή μας αυτή δεν θέλει να υποτιμήσει την αξία και την θεωρητική προσφορά του Παπαϊωάννου, αλλά να διαφωνήσει με την οιονεί δημοσιογραφική αντίληψη των φιλοσοφικών καλλιστείων που αναπτύσσει ο ΦΤ.
          Εκτός του Παπαϊωάννου, ο ΦΤ αποδίδει και όλες σχεδόν τις άλλες κύριες ιδέες του Καστοριάδη σε κάποιον άλλον στοχαστή, με σκοπό να μειώσει την πρωτοτυπία του (σ. 42, 46, 47, 49, 50, 51). Και σε αυτήν την περίπτωση ο ΦΤ πάλι δεν παραθέτει όχι μόνο ανάλυση και επιχειρήματα αλλά ούτε καν παραπομπές ή έργα,  παρά μόνο ορισμένα ονόματα. Ακόμη και όταν μια φορά αναφέρεται στην «πρωτότυπη συμβολή του Καστοριάδη» (σ.49), σπεύδει αμέσως να την αποδυναμώσει αναφέροντας τα ονόματα του Χούσσερλ και του Gombrich,  και αμέσως πριν, τα ονόματα του Καντ, του Χάιντεγκερ και του Φρόυντ, έτσι που η πρωτοτυπία του Καστοριάδη δεν είναι σαφής και ουσιαστικώς εξαφανίζεται.
         Ο ΦΤ γράφει επίσης: «η υπέρμετρη φιλοδοξία του [Καστοριάδη] τον οδηγεί σε μιά – εξεζητημένη πολλές φορές - προσωπική ορολογία, η οποία ... συχνότατα χρησιμεύει στο να κρύβει το χρέος του Καστοριάδη σε κάποιους θεωρητικούς του προδρόμους» (σ. 45). Η αλήθεια είναι διαφορετική. έκαστος φιλόσοφος όταν συλλαμβάνει με τον δικό του τρόπο (ίδιον) τον κόσμο, την κοινωνία, την ιστορία και τον άνθρωπο, οδηγείται και στην αντίστοιχη προσωπική ορολογία, σχηματίζει το δικό του λεξιλόγιο. Ετσι και ο Καστοριάδης ανέπτυξε την ορολογία του, στην αρχή ξένισε, αλλά τελικώς  επέβαλε πολλούς όρους μεταξύ των οποίων «φαντασιακό», «θέσμιση», «φαντασιακές σημασίες», «πρόταγμα», «αυτονομία», «δημιουργία εκ του μηδενός», κ.ά. που είναι ήδη κοινοί τόποι και στα χείλη των περισσοτέρων. Ποια λοιπόν ορολογία θεωρεί ο ΦΤ εξεζητημένη; Η  ορολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στην εποχή της δεν θα χαρακτηριζόταν εξεζητημένη με τους νεολογισμούς που εισήγαγαν; Η δαιδαλώδης ορολογία του Καντ λ.χ. της πρώτης κριτικής είναι εξεζητημένη; Η μήπως του Χέγκελ και του Μαρξ; Ποια είναι, τέλος, αυτή η «υπέρμετρη φιλοδοξία» του Καστοριάδη στην οποία αναφέρεται ο ΦΤ;
      Στην σ. 46 επαναλαμβάνει επίσης ο ΦΤ ότι ο Καστοριάδης «ήταν πάντα απρόθυμος να αναγνωρίζει τις επιρροές του», πράγμα που είναι λανθασμένο, διότι πολλές φορές αυτό γίνεται, όπως δύναται να διαπιστώσει ο προσεκτικός και αμερόληπτος αναγνώστης. Παραθέτουμε ορισμένες ενδείξεις,  λ.χ. στην Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας  ή στο Fait et a Faire, οι πηγές εμπνεύσεως του Καστοριάδη δηλώνονται ρητώς, όπου εκτός του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Βέμπερ, του Φρόυντ, και της Μέλανι Κλάιν αναφέρονται επίσης ο Αριστοτέλης, οι σοφιστές, ο Μοντεσκιέ, ο Φίχτε, ο Χάιντεγκερ κ.ά. Οσον αφορά την διαμόρφωσή του επίσης αναφέρει τους γονείς του, ορισμένους καθηγητές στο Γυμνάσιο, στο Πανεπιστήμιο και τον Στίνα. 
             Ο  ΦΤ αποδίδει επί πλέον στον Καστοριάδη «προσποίηση επιστημονικότητας ή φιλοσοφικού προφητισμού», πάλι χωρίς εξήγηση και δικαιολόγηση της απόψεώς του (σ. 19). Η άποψη αυτή αδικεί τον Καστοριάδη, ο οποίος είναι από τους λίγους σπανίζοντες σημερινούς φιλοσόφους, ο οποίος προσπάθησε να στηρίξει και να δικαιολογήσει τις απόψεις του χρησιμοποιώντας στοιχεία και επιχειρήματα από όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού, με τον ζήλο και την γνώση του ειδικού  σε έκαστο τομέα. Φιλοσοφία, Ψυχανάλυση, Μαθηματικά, Φυσική, Βιολογία, Επιστημολογία, Πολιτική, Κοινωνιολογία, Οικονομία, Γλωσσολογία, Εθνολογία,  Λογοτεχνία αρχαία και νέα, διατρέχουν το έργο του όχι ευκαιριακώς και δευτερευόντως, αλλά ουσιαστικώς και λειτουργικώς, προσφέροντας αρμούς και βασικά στοιχεία στην οικοδόμηση της αναλύσεως και της σκέψεώς του. Οποιος έχει διατρέξει την Φαντασιακη θέσμιση της κοινωνίας, και άλλα κείμενά του μένει κατάπληκτος από τον πλούτο των αναλύσεων, την γνώση όλων των ανωτέρω επιστημών, την κριτική ανάλυση ειδικών θεμάτων, την πρωτοτυπία και την προσωπική ματιά της κριτικής του, το εύρος και την συνθετότητα των θεμάτων. Οσον αφορά τον «φιλοσοφικό προφητισμό» δεν υπάρχει τέτοιος στον Καστοριάδη, όπως υπάρχει λ.χ. στον Πλάτωνα, στον Χέγκελ ή τον Μάρξ.  άν ο ΦΤ τον συγχέει με την πολιτική ανάλυση και τις πολιτικές εκτιμήσεις του Καστοριάδη, αυτό όμως είναι άλλο θέμα και θα επανέλθουμε επ’ αυτού προς το τέλος του κειμένου.       
         Ο ΦΤ φαίνεται να ενοχλείται από την αίγλη και το κύρος του Καστοριάδη, που το θεωρεί «πολύ ευρύτερο απ’ ότι φυσιολογικά δικαιούται» και προσπαθεί να το μειώσει αποδίδοντάς το σε «μιά ειδική συγκυρία» (σ. 37). Αυτό που έδωσε αίγλη και κύρος στον Καστοριάδη δεν ήταν καμιά ειδική συγκυρία. αντιθέτως, αυτή ήταν αντίθετη στις πρωτοπόρες και ρηξικέλευθες ιδέες του κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, κατά τις οποίες υπήρξε απόλυτη σιωπή για το έργο του. Ο Καστοριάδης αναγνωρίζεται στην Γαλλία μετά τον Μάη ’68 και κυρίως μετά την δημοσίευση της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας  το 1975,  και στην Ελλάδα κατά  την δεκαετία του ’80. Αυτό λοιπόν που έδωσε αίγλη και κύρος στον Καστοριάδη ήταν η αξία του έργου του, η βαθύτητα, το εκπληκτικό εύρος των ενδιαφερόντων του, η δύναμη της επιχειρηματολογίας του, η εμβέλειά  του ως καθολικού στοχαστή, κριτικού διανοητή και εικονοκλάστη φιλοσόφου, που δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί με όλες τις ορθοδοξίες και τα ιερά τέρατα, τις καθαγιασμένες και καθιερωμένες αντιλήψεις.
          Τι σημαίνει επίσης αυτό το προκρούστειο «απ’ ο,τι φυσιολογικά δικαιούται»; Ποιός ορίζει και ποιός κρίνει το «φυσιολογικό» - εκτός βεβαίως του ΦΤ;   Εκφράσεις τοιούτου είδους στερούνται νοήματος, όπως επίσης και η φράση του ότι ο Καστοριάδης στην κριτική τού μαρξισμού «στάθηκε περισσότερο υψηλόφωνος από τον καθέναν- υψηλόφωνος μέχρις υποψίας» (σ. 17). Τι υποψιάζεται δηλαδή ο ΦΤ και δεν ενημερώνει και τους άλλους; Εδώ εμφωλεύει μια περίεργη αντίληψη περί μέτρου και  ορίου που διακατέχει τον ΦΤ, και την οποία δεν διευκρινίζει. Αντιθέτως απ’ ό,τι πιστεύει ο ΦΤ, ο Καστοριάδης δεν υπήρξε «υψηλόφωνος» και οι ιδέες του όπως λ.χ. για το φαντασιακό, για την ιστορία ως ποίησιν, για την δημιουργία εκ του μηδενος, για την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία, όχι μόνο δεν έχουν αίγλη αλλά ούτε  συζητούνται στην σύγχρονη εποχή της ασημαντότητας και της ιδιώτευσης, εκτός ενός περιορισμένου κοινού. Επιβάλλεται λοιπόν οι ιδέες αυτές να συζητηθούν από ευρύτερα στρώματα, δικαιούνται ευρύτερης προβολής ως αντίδοτο στην εξαιρετικώς στείρα εποχή και στην ένδεια του φιλοσοφικού και του πολιτικού λόγου.
        Μιά άλλη αντίληψη του Καστοριάδη, με την οποία δεν συμφωνεί ο ΦΤ, είναι η άμεση δημοκρατία και προτείνει να μετριάσουμε «κάπως τη δοξαστική αντιμετώπιση της ελληνικής δημοκρατίας» (σ. 57). Δηλαδή τι προτείνει, ποιες πολιτικές προτάσεις κομίζει ο συγγραφέας σε αντιδιαστολή με την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία; Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ ο ΦΤ ασκεί κριτική σε πολιτικές θέσεις και στο πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας, εν τούτοις δεν παρουσιάζει ουδεμία δική του πολιτική θέση. Αυτό δύναται κάλλιστα να ερμηνευθεί ως ένα είδος μεταμοντερνισμού, αλλά όταν ασκείται κριτική ή απόρριψη, πρέπει να διασαφηνίζεται γιατί ασκείται αυτή η κριτική ή τέλος πάντων τι προτείνεται ως πιο σωστό ή εφικτό. Διαφορετικά η απόρριψη είναι τυφλή και μηδενιστική.  
           Χαρακτηρίζει επίσης ο ΦΤ το πρόταγμα της αυτονομίας ως «αμφιλεγόμενο». Την άποψη αυτή ο συγγραφέας  δεν την υποστηρίζει με επιχειρήματα, αλλά με μία ρητορική ερώτηση: πώς έγινε δυνατό αυτό το στοιχείο της αυτονομίας «να καταπνιγεί  από δυνάμεις όχι εξωτερικές, αλλά δυνάμεις που αναδύθηκαν μεσ’ από την ίδια του την εκδίπλωση;». Την   απάντηση θα έχει ο ΦΤ  όταν διασαφηνίσει ποιες είναι αυτές οι «δυνάμεις», τις οποίες δεν προσπαθεί να συγκεκριμενοποιήσει. Από την άλλη η αιτιολογία που προτείνει ο συγγραφέας για την ανάδυση της ελληνικής δημοκρατίας αφ’ ενός είναι ευφάνταστη ταυτολογία και γι’ αυτό δεν μπαίνει στον κόπο και ο ίδιος να επιχειρηματολογήσει,  και αφ’ ετέρου την διατυπώνει με όρους που ακροβατούν σε κενό, φραστικό, πολιτικό και ιστορικό ταυτοχρόνως (με τα ίδια του τα λόγια και υπογραμμίσεις δικές μου, σ. 57: «Σε ένα πιο παρατηρητικό μάτι η ελληνική δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα θα μπορούσε να φανεί ως το πολύ ιδιαίτερο προϊόν μιας εξαιρετικά λεπτής και πρόσκαιρης ισορροπίας ανάμεσα  σε δύο ασύμβατες εν πολλοίς ιστορικές κληρονομιές».
         Οσον αφορά την «εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ρητορική υπεράσπισης του δυτικού πολιτισμού» εκ μέρους του Καστοριάδη (σ. 57), πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΦΤ έχει σύγχυση και δεν διακρίνει τι ακριβώς υπερασπίζεται ο Καστοριάδης από τον ελληνο-δυτικό πολιτισμό. Πράγματι ο Καστοριάδης δεν τον υπερασπίζεται συλλήβδην, αλλά μόνο τις δημοκρατικές κατακτήσεις, ελευθερίες, και δικαιώματα, την κριτική σκέψη και αμφισβήτηση, την χειραφέτηση των γυναικών και της νεολαίας, τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους, των οποίων δημιουργός και φορέας είναι αυτός  ο πολιτισμός (ο όρος «αστικός» που χρησιμοποιεί ο ΦΤ δεν είναι του Καστοριάδη και δημιουργεί συγχύσεις, σ. 56).  Με άλλα λόγια ο Καστοριάδης υπερασπίζεται το πρόταγμα της αυτονομίας και της δημοκρατίας, το οποίο δημιουργήθηκε εντός αυτού του πολιτισμού και σε κανέναν άλλον. Αντιθέτως, καταγγέλλει την άλλη πλευρά του που είναι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, η αλλοτρίωση, η ψευδοορθολογικότητα,  η κατανάλωση, η τηλεθέαση και η ιδιώτευση των ατόμων. Ό Καστοριάδης επίσης είναι ο πρώτος που καταγγέλει τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα - που αυτοχαρακτηρίζονται και θεωρούνται από πολλούς δημοκρατίες - ως ουσιαστικές ολιγαρχίες. Αλήθεια τι γνώμη έχει επ’ αυτού ο ΦΤ, και γιατί αποφεύγει επιμελώς να τοποθετηθεί; Δεν υπερασπίζεται αυτές τις κατακτήσεις; Δεν συμφωνεί ότι τα πολιτεύματα αυτά είναι ολιγαρχίες;     
         Αναφέρεται επίσης ο ΦΤ στην «κατ’ ουσίαν δικαιολόγηση της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ» το 1991 εκ μέρους του Καστοριάδη (σ. 57), χωρίς πάλι να αναφέρει τις πηγές του. Προκαλώ τον ΦΤ να αναφέρει την πηγή του δημοσίως, αρκεί να μην συγχέει την αιτιολόγηση με την δικαιολόγηση - πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά με πολλούς Νεοέλληνες.
         Ο  ΦΤ κάνει χρήση των διαισθητικών του ικανοτήτων και διαπιστώνει δήθεν στον Καστοριάδη, την τελευταία δεκαετία της ζωής του, «μιά ορισμένη κόπωση, μιάν αδιόρατη απογοήτευση απέναντι στην παρούσα πραγματικότητα των δυτικών κοινωνιών...» (σ. 59). Το  γεγονός ότι ο Καστοριάδης διαπιστώνει την έκλειψη του προτάγματος της αυτονομίας, την φρενήρη εξάπλωση της κατανάλωσης και της τηλεθέασης, την γενικευμένη αδιαφορία των δυτικών κοινωνιών για τα κοινά, δεν σημαίνει ότι γίνεται «όλο και λιγώτερο βέβαιος» για την πραγμάτωση του προτάγματος. Ουδέποτε ο Καστοριάδης έθεσε το ζήτημα της αυτονομίας με τους όρους που το θέτει ο ΦΤ – αισιόδοξος και απαισιόδοξος, βέβαιος και αβέβαιος- αλλά με τους όρους «δυνατό» και «αδύνατο». το πρόταγμα της αυτονομίας είναι δηλαδη πάντοτε δυνατό για τον Καστοριάδη, και αυτό υπεστήριξε μέχρι το τέλος της ζωής του. Άλλωστε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του σχεδίαζε μαζί με άλλους την έκδοση μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού, το οποίο δεν θα ήταν θεωρητικό όργανο, αλλά μία προσπάθεια διαύγασης και επεξεργασίας της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας των τελευταίων χρόνων, και σύνδεσής της με την πραγματικότητα της εποχής του (το 1996).
            Ούτε επίσης ο Καστοριάδης πίστευε ότι το πρόταγμα είναι «ουτοπικό», όπως υπαινίσσεται ο ΦΤ (σ. 59), αλλά εφικτό και ρεαλιστικό από την στιγμή που αυτό είναι δημιουργία της ελληνο-δυτικής ιστορίας, ανήκει στην παράδοσή μας, από την στιγμή που υπήρξε μερική πραγμάτωσή του στην αρχαία δημοκρατία και τους Νέους Χρόνους με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, τις αστικές επαναστάσεις, όπως και τις νεώτερες μορφές του με το εργατικό κίνημα, τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, το κίνημα των γυναικών, το οικολογικο κίνημα κ.λπ. Ολα αυτά άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στους ανθρώπους και στους θεσμούς και ενσαρκώθηκαν σε δικαιώματα, ελευθερίες, χειραφετήσεις, ουσιαστικές συζητήσεις που παραμένουν ανοικτές και ζητούν τους συνεχιστές τους.    
         Το εγχείρημα υποτιμήσεως του Καστοριάδη εκ μέρους του ΦΤ περατούται με το «μείζον επιχείρημα» του, που είναι ορισμένες θέσεις του βιβλίου Μπροστά στον πόλεμο (1981). Όμως πάλι ο ΦΤ κατά την προσφιλή του μέθοδο δεν αναφέρει συγκεκριμένες θέσεις, παρά ομιλεί γενικώς και αορίστως περί διαψεύσεως των «στρατηγικών εκτιμήσεων» του Καστοριάδη (σ. 58). Όπως θέτει το ζήτημα ο ΦΤ, είναι ως να υπήρξαν  άλλοι αναλυτές που επαληθεύθηκαν στις εκτιμήσεις τους, πράγμα που δεν ισχύει, αφού ουδείς αναλυτής, στοχαστής, πολιτικός ή άλλος επιστήμων προέβλεψε ή ανέμενε την εξέλιξη των γεγονότων στην πρώην ΕΣΣΔ, όχι μόνο το 1980 αλλά ούτε επίσης το 1985.
         Αυτό όμως που είναι απαράδεκτο είναι η αυθαίρετη εικασία του ΦΤ, χωρίς τεκμηρίωση και στήριξη, ότι «τα στοιχεία που παραθέτει ο Καστοριάδης φωτογραφίζουν ακριβώς τις διεθνείς εκτιμήσεις του Πενταγώνου» και ότι «ο Καστοριάδης δεν αποκλείεται να επέτρεψε στον εαυτό του να χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στοιχεία τα οποία άφηναν οι Αμερικανικές Υπηρεσίες να φθάσουν ως αυτόν, ελπίζοντας βεβαίως από την δική τους πλευρά ότι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν» (σ. 58). Κατ’ αρχήν τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Καστοριάδης στο βιβλίο του δεν τα έλαβε από τις Αμερικανικές Υπηρεσίες, αλλά από επίσημες και ανεπίσημες έγκυρες διεθνείς δημόσιες πηγές, τις οποίες αναφέρει στο βιβλίο του ρητώς και αναλυτικώς - οι πάντες δύνανται να τις ελέγξουν-, και τις οποίες χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν και άλλοι. Δεύτερον μπορεί να μας εξηγήσει ο ΦΤ πώς χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί τον Καστοριάδη, στο διάστημα ’81- ’91 και να δικαιολογήσει την «αθέμιτη συστράτευση» που του αποδίδει; Είναι λίγο δύσκολο εξάλλου να φαντασθούμε τις Αμερικάνικες Υπηρεσίες να ασχολούνται με τον Καστοριάδη, και με την διοχέτευση πλαστών πληροφοριών έτσι ώστε αυτές να φθάσουν σ’ αυτόν, ο οποίος να τις γράψει και εν συνεχεία... Θυμίζει ολίγον τι σενάριο ψυχροπολεμικής ταινίας με τον πράκτορα 007, και φυσικά την περίφημη συνωμοσιολογία των διεθνών υπηρεσιών, στην οποία αρκούντως με περισσή ευκολία επιδίδονται πολλοί Νεοέλληνες.
          Επι πλέον είναι γνωστό ότι ο Καστοριάδης από πολύ ενωρίς ασχολείται με την ανάλυση της ΕΣΣΔ ή Ρωσίας, ήδη απο το 1949 στα κείμενα του στο Socialisme ou Barbarie, και κατά διαστήματα επανέρχεται, και της ασκεί παντοιοτρόπως κριτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Καστοριάδης είχε «φιλοδοξία να γίνει σύμβουλος της διεθνούς πολιτικής» (sic) όπως νομίζει ο ΦΤ (σ. 58), ούτε την δεκαετία ’50 και ’60 – που ουδεμία υπηρεσία ασχολείτο μαζί του ούτε ακόμα περισσότερο την δεκαετία ’80.  Απλώς ο Καστοριάδης θεωρεί ότι είναι έργο άξιο του φιλοσόφου να ασχολείται με την ανάλυση και διαύγαση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και όχι μόνο με τα αφηρημένα προβλήματα του είναι, της υπάρξεως ή της αλήθειας.  Αν και μερικές φορές οι πολιτικές εκτιμήσεις δύνανται να διαψευσθούν, όπως άλλωστε έχει παραδεχθεί και ο ίδιος ο Καστοριάδης. Το πεδίο αυτό ασφαλώς δεν είναι εύκολο αλλά ο Καστοριάδης αναλαμβάνει το ρίσκο, εν αντιθέσει με άλλους στοχαστές που απέχουν σκανδαλωδώς όχι μόνο από την πρακτική δράση αλλά και την πολιτική και κοινωνική ανάλυση, την κριτική των συγχρόνων πολιτευμάτων και πρακτικών (Σημειωτέον ότι ο Παπαϊωάννου απείχε από αυτά, και ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο από ό,τι ο Καστοριάδης). Ο Καστοριάδης δεν είναι θεωρητικός του γραφείου και ακαδημαϊκός φιλόσοφος του Πανεπιστημίου. Είναι στοχαστής που τοποθετείται απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που συγκλονίζουν την εποχή του, παίρνει θέση, αναλύει, μάχεται. Αυτή  άλλωστε η ενασχόληση του Καστοριάδη με τα πολιτικά ζητήματα του έδωσε μία ιδιαίτερη θέση στην πνευματική και πολιτική ιστορία.  Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι ο αγώνας του Καστοριάδη, θεωρητικός, πολιτικός και πρακτικός, κατά του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και ιμπεριαλισμού συνέβαλε σημαντικώς στην απαξίωση και στην ιδεολογική-ηθική κατάρρευσή του.                 
       Eίναι εμφανές ότι εδώ ασχολούμαστε με τις απόψεις του ΦΤ που αφορούν τον Καστοριάδη μόνο, και όχι με άλλες απόψεις του, όπως λ.χ το ότι φαίνεται να πιστεύει ότι κάθε «πολιτισμικός κόσμος» βαδίζει στα «ιστορικά πεπρωμένα του» (σ. 21). Η  αντίληψη αυτή είναι ξεπερασμένη στην φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πολιτική. δεν υπάρχει πεπρωμένο και μοίρα, απλώς οι πολιτισμοί αναδύονται, σχηματίζουν την ταυτότητά τους  και... υπάρχουν. Το «πεπρωμένο» παραπέμπει σε κάποια τελεολογία, σε κάποια βούληση ή μοίρα, πρόνοια ή σχέδιο, προερχόμενα δήθεν από την Φύσιν, τον Θεό,  τον Λόγο ή τους «νόμους της ιστορίας». Τελειώνοντας, παραθέτουμε, ορισμένες ανακρίβειες και λάθη που υπάρχουν στο βιβλιαράκι  του ΦΤ:
           Ο Καστοριάδης, κατά τον συγγραφέα, για «ένα μεγάλο διάστημα, στη Γαλλία πλέον, θα παρέμενε στην ακτίνα δράσης του επαναστατικού τροτσκισμού» (σ. 16). Η αλήθεια είναι ότι παρέμεινε δύο περίπου έτη (1945-47) στο τροτσκιστικό κόμμα - δηλαδή  στην ηλικία των είκοσι έξι ετών αποχωρεί οριστικώς και διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τον τροτσκισμό. Συνεπώς όταν εκδίδει το Socialisme ou Barbarie (1949) δεν συνδέεται με τον τροτσκισμό, όπως πιστεύει ο ΦΤ (σ. 37).
          Ο συγγραφέας λέει ότι ο Καστοριάδης  στα τέλη της δεκαετίας του ’60 διετύπωσε την κριτική του μαρξισμού ως «ιδεολογία της ετερονομίας» (σ. 19). Η αλήθεια είναι ότι η κριτική αυτή διατυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το σχετικά κείμενα του Καστοριάδη είναι: «Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό» (1960), «Να ξαναρχίσουμε την επανάσταση» (1964), «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» (1964-65).  Βεβαίως η κριτική του Καστοριάδη όσον αφορά τις απόψεις του Μαρξ για την πολιτική και την οικονομία (Κεφάλαιο) χρονολογούνται από την δεκαετία του ’50, όταν δηλαδή άρχισε και η κριτική του Παπαϊωάννου.
        Το περιοδικο Socialisme ou Barbarie, εκδιδόταν την περίοδο 1949 -1965 και όχι την περίοδο 1948-1966 που αναφέρει ο ΦΤ (σ. 37). Επίσης τα κείμενα του Καστοριάδη της περιόδου αυτής έχουν εκδοθεί όχι μόνο σε δύο (δίτομα) έργα, όπως αναφέρει ο ΦΤ (σ. 43),  αλλά και σε άλλα τέσσερα έργα:  Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση (δύο τόμοι), Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, Η Γαλλική κοινωνία. Επίσης Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας εξεδόθη στα γαλλικά το 1975 και όχι το 1974 που γράφει ο ΦΤ - και στα ελληνικά το 1981 και όχι το 1978, όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 46). Το βιβλίο Μπροστά στον πόλεμο δεν είναι δίτομο, όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 57) αλλά μόνο ένας τόμος - δεύτερος δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο Ιάννης Ξενάκης δεν διέφυγε στην Γαλλία το 1945 με το πλοίο «Ματαρόα», όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 10),  αλλά δύο χρόνια αργότερα το 1947.  
         Τέλος, ο συγγραφέας γράφει ότι ο θάνατος του Καστοριάδη «έγινε δεκτός με προσποιητή συγκίνηση απ’ όλους, φίλους και εχθρούς, από εκείνους που μοιράστηκαν μαζί του οράματα και σκοπούς...» (σ. 34). Αυτή η απόλυτη γενίκευση είναι βεβαίως μία υποκειμενική αυθαιρεσία, αστήρικτη και αδικαιολόγητη, και είναι επί πλέον μειωτική και υβριστική για  τους φίλους, μαθητές και συνοδοιπόρους του μεγάλου φιλοσόφου και αγωνιστή, που πράγματι διαπιστώνουν με ολοένα και περισσότερη οδύνη την απουσία του σε αυτούς τους αφάνταστα δύσκολους και κίβδηλους καιρούς. Σε αυτά, συνεπώς, που γράφει ο ΦΤ για τον Καστοριάδη υποβόσκει αφ’ ενός κάποια εμπάθεια - είναι ως να ενοχλείται που ο Καστοριάδης υπήρξε μεγάλος και επικίνδυνος στοχαστής - και αφ’ έτέρου κάποια έπαρση, και προσπαθεί παντί τρόπω να τον μειώσει, να τον «αποκαθηλώσει», χωρίς στήριξη και επιχειρηματολογία.       













Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΡΗΞΗ


[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 24 Απριλίου 2013]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com


Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΡΗΞΗ


Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται για μία ακόμη φορά στην ιστορία της σε μία κρίσιμη καμπή, σε μία τεράστια κρίση: όλα τα νοήματα έχουν φθαρεί, όλες οι αξίες έχουν καταρρεύσει. Όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια λύση ή έστω κάποια πρόταση που να δημιουργεί προοπτική ανάκαμψης. Αν και αποδείχθηκε για πολλοστή φορά πως οι επαγγελματίες του πολιτικού είναι ανίκανοι να δώσουν λύση, πως τα κόμματα όχι μόνο δεν αποτελούν λύσεις στο πρόβλημα, αντιθέτως είναι μέρος του προβλήματος, εν τούτοις η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη στις κομματικές ιδεολογίες και στις σωτηριολογίες των μαθητευόμενων μάγων. Μετεωρίζεται μεταξύ σκύλας και χάρυβδης, όπως έδειξαν και οι τελευταίες διπλές εκλογές, στις οποίες το εκλογικό σώμα αν και διαμαρτυρήθηκε για τη λιτότητα και τα Μνημόνια, αποδυναμώνοντας τα δύο κόμματα της χρεοκοπίας, εν τούτοις το ποσοστό που δραπέτευσε από αυτά, περίπου 42%, δεν ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικώς, αλλά παρέμεινε στην αδιέξοδη λογική του κομματοκρατικού συστήματος: εγκλωβίσθηκε είτε σε συντηρητικά εθνικιστικά και νεοναζιστικά κόμματα είτε στις ρητορείες της Αριστεράς.
Έχει ειπωθεί πως εάν οι εκλογές μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα, οι κυρίαρχοι θα τις είχαν καταργήσει. Πράγματι, οι εκλογές συντελούν  στην κυριαρχία των ολίγων ισχυρών (των κομματικών, οικονομικών και μιντιακών ελίτ), στη διατήρηση του κοινωνικού και οικονομικού status quo, στην απομάκρυνση της κοινωνίας από τα κέντρα αποφάσεων. Οι κήρυκες του συστήματος - Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί - επαναλαμβάνουν πως στον κοινοβουλευτισμό δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Όμως όλες σχεδόν οι εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν σε μικρά ή μεγάλα αδιέξοδα, σε συγκάλυψη των προβλημάτων, σε δημαγωγία και χειραγώγηση, σε πελατειακό κράτος, σε απύθμενη και γενικευμένη διαφθορά, σε προπέτασμα για λεηλασία του δημοσίου πλούτου και τέλος στη χρεοκρατία. 
Μπορεί μεν στις επόμενες εκλογές να γίνει εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, όμως είναι σίγουρο πως αυτό που θα προκύψει δεν θα είναι ουσιωδώς διαφορετικό, δεν θα είναι έτερον, αλλά μία παραλλαγή του παλαιού. Αδιάψευστη απόδειξη το παρελθόν: μετά από κάθε διχασμό ή καταστροφή και μέσα από τα ερείπια που συσσώρευαν, προέκυπτε από τις εκλογές μία κατάσταση, όχι ουσιωδώς διαφορετική, διότι επαναλάμβανε τα αδιέξοδα και τις εγγενείς αδυναμίες του παλαιού πολιτικού συστήματος, καθώς και τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Πράγματι, μετά τον «Εθνικό Διχασμό» το 1916 ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς, το διπολικό κομματικό σύστημα κατόρθωσε να διατηρηθεί και να οδηγήσει υπό τον βασιλέα τη χώρα σε μία μεγάλη καταστροφή, τη Μικρασιαστική του 1922. Μετά από αυτήν πάλι το κομματικό και οικονομικό κατεστημένο κατόρθωσε να επιβιώσει με ελάχιστες απώλειες  (έξη εκτελέσεις). Ο Ελ. Βενιζέλος επανήλθε στην κυβέρνηση (1928) για να οδηγήσει στην χρεοκοπία (1932), μετά την οποία το σύστημα διετήρησε τις ισορροπίες του και επέβαλε μέσω εκλογών τη δικτατορία του Μεταξά (1936).  Με την απελευθέρωση (1944) το διπολικό σύστημα εξουσίας, ανίκανο να προβεί σε ανασυγκρότηση, εμπλέκει την κοινωνία στην βαρβαρότητα του εμφυλίου πολέμου. Μετά το τέλος του εμφυλίου (1949), οι εκλογές συντηρούσαν και νομιμοποιούσαν το μισαλλόδοξο καθεστώς  της Δεξιάς και των Ανακτόρων, και,  όταν η ταλαιπωρημένη κοινωνία  προσπάθησε να ανασάνει δίνοντας στον Γ. Παπανδρέου το πρωτοφανές 53% των ψήφων το 1964, το σύστημα εξουσίας προέβη στο Ιουλιανό πραξικόπημα το 1965 καταρρακώνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών. Η κοινωνία δεν μπόρεσε ακόμη και τότε να απεγκλωβισθεί,  ακολουθώντας πειθήνια τον ανίκανο συντηρητικό πολιτικό και την άτολμη αριστερή ηγεσία για «νέα εκλογική νίκη». Αντί για νίκη όμως επιβλήθηκε η δικτατορία του 1967. Μετά το τέλος της δικτατορίας (1974) η κοινωνία γοητευμένη από το ευρωπαϊκό όραμα και τον δανεικό καταναλωτισμό παραδόθηκε αμαχητί στη δημαγωγία του κομματισμού και στις εκλογικές αυταπάτες που επέτρεψαν τη ρεμούλα και την χρεοκρατία.  
Όπως φαίνεται, με κάθε εκλογική αναμέτρηση η παρακμιακή κατάσταση ανακυκλωνόταν, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα παρέμεναν τεχνηέντως καμουφλαρισμένα, αφού η κοινωνία έδειχνε εμπιστοσύνη στις εκλογικές σειρήνες και εκχωρούσε την εξουσία σε κόμματα και πολιτικούς, ενώ η ίδια ανέμενε παθητικώς τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους και τα ψίχουλα του συμποσίου. Η Ιστορία διδάσκει πως οι Νεοέλληνες δεν διδάσκονται από την Ιστορία.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει ανάλογες παρακμιακές περιπτώσεις του παρελθόντος και αντανακλά μία παραιτημένη κοινωνία, εγκλωβισμένη στη διεφθαρμένη και ανίκανη κομματοκρατία. Αναποφάσιστη και διχασμένη, οδεύει προς τη φθορά εν μέσω εκλογικών αυταπατών και αντιμνημονιακής ρητορείας. Τα ερωτήματα είναι: Θα αποκτήσει η κοινωνία τη θέληση για κάτι καλύτερο, για ρήξη με την κομματοκρατία; Θα θελήσει να βαδίσει στον δρόμο του Πολυτεχνείου 1973 και των συνελεύσεων στις πλατείες το 2011 για άμεση δημοκρατία; Θα αποφασίσει να πάρει τις τύχες στα χέρια της;