Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΝΟΣΗΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 13 Ιουνίου 2014]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
ΝΟΣΗΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

            Οι περισσότερες κομματικές δυνάμεις εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και πανηγύρισαν για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014. Ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή βγήκε πρώτος, η ΝΔ αν και δεύτερη και αρκετά συρρικνωμένη επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπέρασε τις πέντε μονάδες διαφορά, το νεοναζιστικό κόμμα επειδή βγήκε τρίτο, το ΠΑΣΟΚ επειδή δεν έπεσε στο 5%, το ΚΚΕ επειδή ανέβασε το ποσοστό του, το Ποτάμι επειδή με την πρώτη του εμφάνιση έπιασε σημαντικό ποσοστό και ο Καρατζαφέρης επειδή βγήκε από την ανυπαρξία. Όλοι σχεδόν πανηγύρισαν που ο περιβόητος ελληνικός «λαός» τους δικαίωσε, τους αντάμειψε για το έργο τους που υποτίθεται επιτελούν αόκνως προς όφελος του «λαού». Υπήρξαν φυσικά και οι πενθούντες (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι) αλλά ουδείς μίλησε για την μεγάλη αποχή, περίπου 44%, η οποία δηλώνει κατά μεγάλο μέρος αποδοκιμασία των εκλογών και του πολιτικού συστήματος και είναι ο ουσιαστικός «νικητής» των εκλογών.
            Οι πανηγυρισμοί των κομμάτων πάνω στο λεηλατημένο και πληγωμένο κοινωνικό σώμα δηλώνουν την νοσηρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πολιτικό σύστημα. Δηλώνουν με έμφαση πως οι εκλογές τούς μόνους που οφελούν είναι οι πολιτικοί και τα κόμματα και πως το μόνο που ενδιαφέρει τα τελευταία είναι το δικό τους συμφέρον. Διότι και αυτές οι εκλογές, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν προσέφεραν κάτι καλύτερο στα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα. Το μόνο που προσφέρουν είναι η ψευδαίσθηση της συμμετοχής στην πολιτική και οι φρούδες ελπίδες πως κάτι θα αλλάξει. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η θέση των κομμάτων, ο συσχετισμός τους και η εναλλαγή τους στην εξουσία.
            Το πρώτο ζήτημα που ανέδειξαν αυτές οι εκλογές είναι η προσχώρηση ενός τμήματος της κοινωνίας στις ακραίες βάρβαρες καταστάσεις, όπως εκφράζονται από την εγκληματική ναζιστική οργάνωση, της οποίας οι μισοί βουλευτές βρίσκονται στη φυλακή και οι άλλοι μισοί είναι υπόδικοι. Εδώ η νοσηρότητα εκπηγάζει και από το κοινωνικό σώμα. Και επειδή στην Ελλάδα υπάρχει τεράστιο έλλειμμα παιδείας, πολιτισμού και δημοκρατικών αντιλήψεων, μπορεί η νοσηρότητα αυτή να επεκταθεί υπό μορφή επιδημίας, όπως έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Οι σκηνές βίας και τρομοκρατίας στη βουλή και στους δρόμους με τους ναζιστές να διαλύουν κάθε έννοια έννομης τάξεως, σε συνδυασμό με άλλα φαινόμενα, όπως αυτό του Μπαλτάκου, του Πειραιά και του Βόλου, είναι ένδειξη της νοσηρής κατάστασης που επωάζεται στους θεσμούς.
Εδώ βρίσκεται το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξαν οι εκλογές: επιβεβαιώθηκαν και στερεώθηκαν οι προσβάσεις και η επιρροή του ναζιστικού μορφώματος και της ακροδεξιάς στους κρατικούς μηχανισμούς, στον Στρατό, στην Αστυνομία, στο Λιμενικό, στην Εκκλησία και στο Δικαστικό σώμα. Οι θεσμοί αυτοί πλαισιώνουν το πλέγμα συμφερόντων που ασκεί ανέκαθεν την εξουσία και λαμβάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις αποφάσεις - τα ΜΜΕ, τους τραπεζίτες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους εφοπλιστές και τους μεγαλοεργολάβους - υποστηριζόμενο από τα κόμματα της Δεξιάς, της Ακροδεξιάς και του Κέντρου (ΠΑΣΟΚ). Όλοι αυτοί δεν είναι κατά του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού ούτε υπέρ των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, πολλώ δε μάλλον υπέρ του «σοσιαλισμού». Επιθυμούν και απεργάζονται αυταρχικές λύσεις, πράγμα που έκαναν αρκετές φορές στο παρελθόν και απέδειξε εμπράκτως ο επικίνδυνος Α. Σαμαράς με την αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά του – ακροδεξιοί συνεργάτες, υπόθεση Μπαλτάκου, γκεμπελική προπαγάνδα, κλείσιμο της ΕΡΤ, περιφρόνηση του κοινοβουλίου, πρόωρο κλείσιμο της βουλής.   
Στο πλαίσιο αυτό, το τρίτο βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι τι θα κάνει με όλο αυτό το πλέγμα εξουσίας και νοσηρής κατάστασης - συστήματος  και κοινωνίας - μία ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεδομένου ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν σημαίνει και ουσιαστική άσκηση εξουσίας, δύο ενδεχόμενα διαγράφονται μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής πολιτικής. Πρώτον, η Αριστερά δεν συγκρούεται με το πλέγμα εξουσίας και συμφερόντων, απλώς προβαίνει σε μερικές επουσιώδεις μεταρρυθμίσεις και αφήνει το σύστημα ανέπαφο να συνεχίζει την νικηφόρα πορεία του και αυτή να επωφελείται από τα προνόμια και τα αγαθά της διακυβέρνησης, τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα. Δεύτερον, η Αριστερά έχει αποφασίσει να συγκρουσθεί, όπως διαφαίνεται σε ορισμένα υπερφίαλα και θερμόαιμα στελέχη της. Σε αυτήν την περίπτωση όμως θα έπρεπε να έχει διασαφηνίσει τα μελλοντικά μέτρα διακυβέρνησης και τον τρόπο σύγκρουσης, διότι τα οχυρά της εξουσίας δεν πίπτουν επειδή αυτά  θα αναγνωρίσουν την «ανωτερότητα» των ιδεών και του ήθους της Αριστεράς.
Όμως τίποτε τέτοιο δεν διαγράφεται στον ορίζοντα, διότι η Αριστερά δεν προτείνει λ.χ. χωρισμό Εκκλησίας και πολιτείας ούτε εκκαθάριση της Αστυνομίας, του Στρατού και του Δικαστικού σώματος από τα φιλοναζιστικά και φιλοχουντικά στοιχεία ούτε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές. Ούτε επίσης φαίνεται να προετοιμάζεται μαζί με την κοινωνία -τον μοναδικό σύμμαχο που μπορεί να έχει σε περίπτωση πολιτικής σύγκρουσης. Επομένως το πιο πιθανό είναι η επιλογή της πρώτης οδού, η μη σύγκρουση. Οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή η Αριστερά να ενημερώσει την κοινωνία και να μη δημιουργεί υπέρογκες προσδοκίες, πράγμα το οποίο φαίνεται απίθανο να πράξει. Εν ολίγοις η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη με ένα πολιτικό σύστημα ανάλγητο και ανίκανο, με μία κοινωνία διχασμένη, φοβισμένη και ηττημένη, οδεύουσα πρός τη δυστοπία.