Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 6 Νοεμβρίου 2017]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Για το βιβλίο
 (επιμ.), Τ. ντ’ Αλίζα-Φ. Ντεμάρια-Γ. Καλλής
Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης
 Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016.

            Το βιβλίο αυτό αποτελείται από κείμενα διαφόρων συγγραφέων, έκαστος των οποίων ασχολείται με κάποια έννοια-κλειδί, όπως «ευτυχία», «καπιταλισμός», «ανάπτυξη», «οικοκοινότητες» κ.λπ. Οι έννοιες αυτές πλαισιώνουν τη συζήτηση για την απομεγέθυνση (décroissance, degrowth) ή «αποανάπτυξη», όπως λανθασμένα αποδίδεται ο όρος στην ελληνική. Το βιβλίο δίνει σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτές τις έννοιες. Όμως οι αναφορές των συγγραφέων στην άμεση δημοκρατία, στην αυτονομία και στον Κορνήλιο Καστοριάδη, καθώς επίσης στις σχέσεις της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία είναι προβληματικές, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
            1. Κατ’ αρχάς η έννοια της αυτονομίας στον Καστοριάδη, η οποία  αναφέρεται τρεις φορές στο βιβλίο είναι γενική και ασαφής. Η πρώτη: «Αυτονομία είναι η ικανότητα μιας συλλογικότητας να αποφασίζει για το μέλλον της από κοινού, απελευθερωμένη από («ετερόνομες») προσταγές και υποχωρήσεις, όπως ο νόμος του θεού (θρησκεία) ή οι νόμοι της οικονομίας (οικονομικά)» (σ. 18). Όμως εδώ προτείνεται μόνο το γενικό πλαίσιο της αυτονομίας και όχι το πολιτικό, με συνέπεια να μη δίνεται μία σαφής εικόνα της. Το κύριο χαρακτηριστικό της αυτονομίας, κατά τον Καστοριάδη, είναι όταν η κοινωνία αποφασίζει απελευθερωμένη από το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα, χωρίς αντιπροσώπους, κόμματα και γραφειοκρατίες, όταν ασκεί δηλαδή άμεσα την εξουσία σε όλους τους τομείς, όταν λαμβάνει τις αποφάσεις, θεσπίζει τους νόμους, δημιουργεί και απονέμει το δίκαιο. Με άλλα λόγια  η αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει μία μορφή διακυβέρνησης και ένα πολίτευμα άμεσης δημοκρατίας, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς άμεση δημοκρατία.[1]
            Η δεύτερη αναφορά στην αυτονομία: «Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ορίζει την αυτονομία ως την ικανότητα να θέτουμε ανεξάρτητα και συνειδητά νόμους και κανόνες στους εαυτούς μας» (σ. 91). Παρατηρείται και εδώ ίδια γενικότητα και απουσία της άμεσης δημοκρατίας. Το ίδιο και την τρίτη φορά (σ. 98), απουσιάζει το πολιτικό πλαίσιο, απουσιάζει ο θεσμός. Η ατομική και συλλογική αυτονομία στον Καστοριάδη είναι αξεχώριστες από τους θεσμούς, οι οποίοι τους δίνουν την πραγματική τους υπόσταση, τις υλοποιούν τις ενσαρκώνουν.
.
            Ένα άλλο προβληματικό σημείο στο κεφ. «Αυτονομία» είναι η σύνδεση της απομεγέθυνσης με την αυτονομία. Δεν ξεκαθαρίζεται ρητώς η σχέση μεταξύ των δύο, αν και φαίνεται σε κάποια σημεία πως η απομεγέθυνση ολοκληρώνει την αυτόνομη κοινωνία. Πράγματι, ο συγγραφέας αναφέρει πως «για τον Σερζ Λατούς το εγχείρημα της κοινωνίας της απομεγέθυνσης ολοκληρώνει αποτελεσματικά το όραμα του Καστοριάδη για μια κοινωνία που αυτοθεσμίζεται ή αυτορυθμίζεται» (σ. 94). Όμως εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα. Πρώτον, η έκφραση «ολοκληρώνει αποτελεσματικά» είναι ξένη προς την αντίληψη του Καστοριάδη, δεδομένου ότι η αυτονομία προϋποθέτει την συνεχή διερώτηση, είναι ανοικτή δίχως κάποια συγκεκριμένη «ολοκλήρωση». Δεύτερον, το όραμα του Καστοριάδη δεν είναι μία κοινωνία που αυτοθεσμίζεται, αφού κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται, δεν ετεροθεσμίζεται. Το όραμά του είναι μία κοινωνία που αυτοθεσμίζεται ρητώς, μία αυτόνομη κοινωνία, με την έννοια που εξήγησα προηγουμένως.
            Ωστόσο ο Λατούς στο δικό του κείμενο, που υπάρχει στο εν λόγω βιβλίο, παρερμηνεύει και αυτός  τον Καστοριάδη, όταν παραθέτει ένα χωρίο του τελευταίου και αποφαίνεται πως αυτά που λέει το χωρίο δεν είναι δυνατά παρά «εάν έχει ήδη εδραιωθεί μια κοινωνία της απομεγέθυνσης» (σ. 157). Ο Καστοριάδης όμως μιλάει για αυτόνομη και δημοκρατική κοινωνία, και όχι για «κοινωνία της απομεγέθυνσης». Δηλαδή, ενώ ο Καστοριάδης θέτει ως προτεραιότητα τη δημοκρατία και την αυτονομία, ο Λατούς τον παρερμηνεύει και θέτει ως προτεραιότητα την «κοινωνία της απομεγέθυνσης».[2] Η σχέση μεταξύ αυτονομίας και απομεγέθυνσης είναι το μείζον πρόβλημα στους κύκλους της απομεγέθυνσης.   
            2. Οι συγχύσεις μεταφέρονται και στη σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία. Ενώ σε κάποια μέρη φαίνεται η προτεραιότητα της άμεσης δημοκρατίας (σ. 99), εν τούτοις παραμένουν τα προβλήματα. Αναφέρεται λ.χ. πως «Οι μελετητές τής απομεγέθυνσης έχουν τονίσει τη σπουδαιότητα της δημοκρατίας. Ο Λατούς σημειώνει ότι ο στόχος της αποκλιμάκωσης της οικονομίας δεν τίθεται μόνο για να παράγουμε και να καταναλώνουμε λιγότερα, αλλά και για να το κάνουμε με ένα κοινωνικά χειραφετητικό και δημοκρατικό τρόπο» (σ. 98). Εδώ όμως ο «δημοκρατικός τρόπος» δεν είναι σαφής, διότι είναι γνωστό ότι ο Λατούς δεν είναι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, αλλά υπέρ του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος (που το θεωρεί λανθασμένα δημοκρατικό), και προτείνει μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική με ορισμένες «διευθετήσεις της αντιπροσώπευσης», όπως λέει ο ίδιος.  
            Η ασαφής σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία επιτείνεται σε άλλα μέρη του βιβλίου, όταν αναφέρεται κυρίως η οικονομική διάσταση της αλλαγής. Οι εκφράσεις είναι πολλές, λ.χ. «η απομεγέθυνση σηματοδοτεί μια μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό» (σ. 15, 27), ή «οι εναλλακτικοί θεσμοί, εμποτισμένοι με τις αξίες της απομεγέθυνσης, να αντικαταστήσουν τους σημερινούς θεσμούς του καπιταλισμού» (σ. 31). Αλλού υπάρχει ο στόχος για μια  «μετακαπιταλιστική κοινωνία» ή μια «κοινωνία της απομεγέθυνσης» (λ.χ. σ. 250, 268). Δεν διασαφηνίζεται όμως ούτε τι ειναι οι «εναλλακτικοί θεσμοί», ούτε πώς θα γίνει η μετάβαση «πέρα από τον καπιταλισμό». Λείπει η δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία που ανέφερα προηγουμένως.
            3. Το κεφ. «Οι αγανακτισμένοι», ενώ εξετάζει τα κινήματα στην Ισπανία και στις ΗΠΑ, δεν έχει καμία απολύτως μνεία  για το κίνημα στην Ελλάδα το 2011. Είναι μία σοβαρή παράλειψη, διότι στην Ελλάδα το κίνημα έλαβε ριζοσπαστικό χαρακτήρα θέτοντας ως πρόταγμα ρητώς την άμεση δημοκρατία. Αντιθέτως, ο συγγραφέας επιμένει στην «πραγματική δημοκρατία» που δεν την καθορίζει σαφώς, ενώ ταυτοχρόνως την υπονομεύει αναφέροντας πολλές φορές το σημερινό αντιπροσωπευτικό σύστημα ως «φιλελεύθερη δημοκρατία» (σ. 210-211). Να σημειωθεί το αρνητικό γεγονός πως σε όλο σχεδόν το βιβλίο δεν υπάρχει πουθενά ο όρος ολιγαρχία, αφού το αντιπροσωπευτικό σύστημα θεωρείται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» (λ.χ. σ. 29, 36, 97, 100). Πρόκειται για λανθασμένο όρο που δημιουργεί συγχύσεις, διότι το σύστημα αυτό είναι καθαρή ολιγαρχία, αφού οι ολίγοι, και όχι οι πολλοί, κυβερνούν, λαμβάνουν αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους. Ο συγγραφέας αναφέρει επίσης τον όρο «άμεση δημοκρατία», αλλά δεν δίνει σαφείς καθορισμούς της, παρά μόνο τις συνελεύσεις και την αυτοοργάνωση. Η άμεση δημοκρατία είναι κάτι περισσότερο, πράγμα που μας οδηγεί στα προβλήματα του αντίστοιχου κεφαλαίου.
            Όντως στο κεφ. «Άμεση δημοκρατία» επιχειρείται ο ορισμός της άμεσης δημοκρατίας. Αυτή, σύμφωνα με το συγγραφέα, «βασίζεται στην αρχή της πολιτικής ισότητας, η οποία γίνεται αντιληπτή ως η αξίωση του να είναι όλες οι απόψεις στην κοινωνία εξίσου ισχυρές» (σ. 97). Αυτή όμως είναι μία γενική, ασθενής και απονευρωμένη εκδοχή, διότι πολιτική ισότητα σημαίνει συμμετοχή όλων στην άσκηση της εξουσίας υπό όλες τις μορφές της, κυβερνητική, εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο που στην απόπειρα του συγγραφέα να αναφερθεί στην αυτονομία όπως την εννοεί ο Καστοριάδης (σ. 98), υπάρχει επίσης γενικότητα, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή.
            Πρόβλημα επίσης υπάρχει όταν ο συγγραφέας γράφει ότι ο Καστοριάδης «υποστήριζε την άμεση δημοκρατία υπό την μορφή αυθόρμητων λαϊκών διαδικασιών που επιτρέπουν στις συλλογικότητες να...» (σ. 99). Η αλήθεια είναι ότι ο Καστοριάδης θεωρεί τη δημοκρατία όχι «υπό τη μορφή αυθόρμητων λαϊκών διαδικασιών», αλλά ως πολίτευμα και μορφή διακυβέρνησης με θεσμισμένες τακτικές και έκτακτες συνελεύσεις των πολιτών, με θεσμικά όργανα εξουσίας ορισμένα από τον νόμο, καθώς επίσης ως δημοκρατική κοινωνία με δημοκρατικά άτομα. Πρωτίστως η άμεση δημοκρατία είναι πολιτικό πρόταγμα, θέληση και ρητή βούληση, με υποστήριξη από ευρέα κοινωνικά σύνολα και εκφρασμένο από μία συνειδητή δραστηριότητα (πράξις) για να επιτευχθεί. Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι στο κεφάλαιο για την «άμεση δημοκρατία», απουσιάζει εντελώς, από τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία, κάποιο έργο του Καστοριάδη, ο οποίος είναι ο μόνος στον 20ο αιώνα που μιλάει για άμεση δημοκρατία και την υπερασπίζεται.[3] Θα μπορούσε να έχει μία θέση δίπλα στον Heywood και την Muraca!
            Επί πλέον ο ίδιος συγγραφέας γράφει πως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχουν «στοιχεία περιορισμένης άμεσης δημοκρατίας, όπως το δημοψήφισμα» (σ. 97). Όμως το δημοψήφισμα δεν είναι «στοιχείο άμεσης δημοκρατίας», αλλά στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο, όταν υπάρχει, δίνει τη δυνατότητα στην κοινωνία να εκφράσει τη γνώμη της άμεσα για ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Άλλωστε είναι εξ ορισμού αδύνατο να υπάρχουν «στοιχεία άμεσης δημοκρατίας» σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα σαν το αντιπροσωπευτικό.  
            Επίσης αναφέρει πως «η άμεση δημοκρατία εξιδανικεύει τη συναίνεση και υποβαθμίζει τον ρόλο της σύγκρουσης», χωρίς να παραθέτει κάποια στοιχεία που να στηρίζουν την άποψή του (σ. 100). Μάλλον συνάγει το συμπέρασμα αυτό από διάφορες αναρχικές ή αντιεξουσιαστικές απόψεις που είναι υπέρ της ομοφωνίας για τη λήψη των αποφάσεων. Όμως η άμεση δημοκρατία πρώτον, δεν έχει καμία σχέση με την αναρχία και δεύτερον, δεν στηρίζεται στην ομοφωνία, αλλά στην αρχή της πλειοψηφίας, πράγμα που δεν αποκλείει τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά μέσα σε μία ζέουσα ανταγωνιστική ανθρώπινη πραγματικότητα; Να σημειωθεί πάντως ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς και σκληρές καθόλη τη διάρκειά της, με εντονότατες αντιπαραθέσεις στα δικαστήρια και στην εκκλησία του δήμου, με αποτέλεσμα καταδίκες, θανάτους, εξορίες και οστρακισμούς.  
            Πάντως το ζήτημα που θίξαμε προηγουμένως για την προβληματική σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία επανεμφανίζεται και εδώ, αφού ο συγγραφέας μιλώντας για την πολιτική και τη λήψη αποφάσεων «μιας μελλοντικής κοινωνίας απομεγέθυνσης» προτείνει γενικώς την «εισαγωγή της άμεσης δημοκρατίας στην απομεγέθυνση» (σ. 102), χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει αυτό θεσμικά και πρακτικά.
            4. Στο βιβλίο υπάρχουν δύο κεφάλαια «Ευτυχία» και «Buen vivir» που αναφέρονται γενικώς στην ευτυχία και στην «καλή ζωή» με την λατινοαμερικανική εκδοχή. Ανεξαρτήτως των σημαντικών προσπαθειών που γίνονται στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και σεβόμενος την ορολογία που χρησιμοποιούν εκεί τα διάφορα εγχειρήματα και τον τρόπο που εκλαμβάνουν την «καλή ζωή», νομίζω ότι πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει μία διευκρίνιση. Η πολιτική, ένα πολιτικό κίνημα, δεν μπορεί να έχει ως στόχο την ευτυχία, διότι εν πολλοίς αυτή είναι ένα ιδιωτικό ζήτημα και υπόκειται σε πολλαπλές εκδοχές, άρα είναι ακαθόριστο και υποκειμενικό. Ένα δημοκρατικό κίνημα θα έχει ως στόχο την ατομική και συλλογική ελευθερία, όπως έχει διαβεβαιώσει η αρχαία δημοκρατία και διετύπωσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι (Δημόκριτος, Αριστοτέλης) αλλά και οι σύγχρονοι (Άρεντ, Καστοριάδης). Και οι δύο έννοιες της ελευθερίας είναι συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες σε θεσμικές μορφές. Συλλογική ή πολιτική ελευθερία σημαίνει την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων. Μόνο μία τέτοια συμμετοχή, η οποία βασίζεται στη συζήτηση και τη διαβούλευση, θα μπορεί να συμβάλει στη λήψη αποφάσεων για τους παράγοντες  που παίζουν ρόλο στην «καλή ζωή», όπως η απομεγέθυνση, το περιβάλλον, η σχέση με τη φύση, ο περιορισμός της κατανάλωσης κ.λπ.
            5. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει πως μια βασική έλλειψη ή μειονέκτημα του βιβλίου είναι κάποια κεφάλαια που να εξετάζουν βασικές πολιτικές έννοιες όπως «Ελευθερία», «Ισότητα», «Δικαιοσύνη», «Εξουσία», «Πολιτική», «Ο ρόλος των ειδικών», «Κόμματα», «Αντιπροσώπευση», «Γραφειοκρατία», «Ολιγαρχία». Φαίνεται πως αυτά τα πολύ ζωτικά ζητήματα είναι έξω από την οπτική της απομεγέθυνσης, οπότε ευλόγως κανείς μπορεί να συμπεράνει πως αυτή έχει προβληματικές σχέσεις με την πολιτική. Το βασικό μειονέκτημα των κινήσεων για την απομεγέθυνση είναι ότι δεν είναι συνδεδεμένες με ένα πολιτικό πρόταγμα, το οποίο είναι νεφελώδες και χάνεται μεταξύ «διευθετήσεων της αντιπροσώπευσης», αντικαπιταλισμού, «μετα-ανάπτυξης», «μετα-καπιταλισμού», «μετα-εξορυκτισμού» και «ηθικών» κανόνων συμπεριφοράς. Όπως επισημαίνει ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου, στους οπαδούς της απομεγέθυνσης «η πολιτική και η συλλογική κατασκευή του νοήματος της ζωής δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη» (σ. 49).       
            Ωστόσο ένας άλλος από τους συγγραφείς του βιβλίου αναφέρει ότι στους κόλπους της απομεγέθυνσης υπάρχουν και αυτοί που επιθυμούν τον συνδυασμό άμεσης δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικού συστήματος καθώς επίσης και αυτοί που επιθυμούν τη συνεργασία των εγχειρημάτων με αριστερές κυβερνήσεις (σ. 100). Όμως ο υποτιθέμενος συνδυασμός άμεσης δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης δεν έχει νόημα, διότι τα δύο είναι ασύμβατα και αντιφατικά. Η άμεση δημοκρατία  αποκλείει την αντιπροσώπευση και αντιστρόφως. Υπάρχουν όμως και άλλοι οι οποίοι δεν αναφέρονται στην άμεση δημοκρατία και είναι διαρρήδην υπέρ του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος σε μία σοσιαλδημοκρατική προοπτική. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην «Εισαγωγή» του εν λόγω βιβλίου, στη βιβλιογραφία για την απομεγέθυνση δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά την πολιτική και τις πολιτικές στρατηγικές για την αλλαγή των θεσμών (σ. 35). Με άλλα λόγια, δεν είναι σίγουρο ότι στους κόλπους της απομεγέθυνσης προκρίνεται μία προοπτική άμεσης δημοκρατίας, ανεξαρτήτως των λεκτικών συνδέσεων των δύο που γίνονται από κάποιους υποστηρικτές της απομεγέθυνσης.
            Εν ολίγοις, στους κύκλους της απομεγέθυνσης η αντιμετώπιση του Καστοριάδη, της πολιτικής και της άμεσης δημοκρατίας είναι προβληματική. Χρειάζεται επομένως μία άλλη στάση σε αυτά τα σημαντικά ζητήματα, έτσι ώστε το λεξιλόγιο αυτό – όπως κάθε λεξιλόγιο - να επιτελεί έργο αντικειμενικής πληροφόρησης και γνώσης και όχι πηγή ασαφειών και γενικοτήτων. Τα σχόλια αυτά γίνονται με σκοπό τη δημιουργία ενός διαλόγου που δεν υπάρχει, αλλά είναι αναγκαίος για το ξεκαθάρισμα των εννοιών και των όρων. Είναι απαραίτητος για την περαιτέρω συνέχιση των διαφόρων κινήσεων και εγχειρημάτων σε μία πορεία σαφούς πολιτικού προσανατολισμού, και μάλιστα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα που βρίσκεται σε γενικευμένη χρεοκοπία και παρακμή και στην οποία υπάρχει μεγάλη σύγχυση εννοιών και αξιών.


[1] Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ., Αθήνα, 1981, σ. 118. Επίσης Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, μτφρ., Ύψιλον σ. 335.
[2] Να σημειωθεί πως ο Λατούς στο βιβλιαράκι του Κορνήλιος Καστοριάδης. Ριζοσπαστική αυτονομία, μτφρ., Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016, έχει πολλές διαστρεβλώσεις στις απόψεις του Καστοριάδη, προσπαθώντας να τον οικειοποιηθεί προς όφελος των δικών του αντιλήψεων για την απομεγέθυνση. Φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να αλλάξει, εμμέσως χωρίς επιχειρηματολογία, τη βασική αρχή του Καστοριάδη «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα», αντικαθιστώντας την με τη δική του «Απομεγέθυνση ή Βαρβαρότητα». Το ίδιο έχει κάνει και ένας άλλος υπέρμαχος της απομεγέθυνσης, ο Paul Ariès στο βιβλίο του, Décroissance ou Barbarie, Lyon, 2005.
[3] Η άμεση δημοκρατία απαντά στο έργο του ήδη από τη δεκαετία του 1950.