Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ. ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ



[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Documento, 23-24 Δεκεμβρίου 2017]


ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 


ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ.
ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ*  


Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), ενός από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του 20ου αιώνα, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή συζητήσεων, κριτικών αναγνώσεων και εμπνεύσεων. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, διότι το έργο του, πολυσχιδές και πολυπρισματικό, άνοιξε νέους ριζοσπαστικούς δρόμους στη φιλοσοφία, στην κοινωνική και πολιτική θεωρία, στην ψυχανάλυση και στην πολιτική. Ήδη από τα χρόνια του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1949-1965), οι ρηξικέλευθες ιδέες και αναλύσεις του διερρήγνυαν τον ασφυκτικώς κλειστό χώρο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, τον εγκλωβισμένο τόσο στην ιδεολογία και πρακτική της αντιπροσώπευσης, των εκλογών και των κομμάτων, όσο και  στη μαρξική-μαρξιστική ιδεολογία και στις πρακτικές των σοσιαλιστικών ή κομμουνιστικών κομμάτων, ανοίγοντας δρόμο προς την αυτονομία και τη δημοκρατία.
Το 1975 ο Καστοριάδης εκδίδει το βιβλίο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, από τα σημαντικώτερα φιλοσοφικά έργα του 20ου αιώνα, που δικαίως χαρακτηρίσθηκε «πνευματικός Μάης του ’68». Πράγματι,  το έργο αυτό εισήγαγε μιαν άλλη αντίληψη για την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και απετέλεσε τη βάση για περαιτέρω διερευνήσεις τόσο του ίδιου του δημιουργού του όσο και άλλων στοχαστών. Με την εισαγωγή του ριζικού φαντασιακού, των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, της δημιουργίας εκ του μηδενός και άλλων νέων εννοιών ανέτρεψε κεκτημένες αντιλήψεις. Πρότεινε μία νέα θεωρία για την ιστορία, την κοινωνία και την καταγωγή των θεσμών. Οι νόμοι, οι θεσμοί, οι αξίες δεν καθορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες, οικονομικούς ή βιολογικούς νόμους, αλλά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνίας και της δημιουργικότητας των ανθρώπων, του φαντασιακού τους. κάθε κοινωνία δημιουργεί η ίδια τον εαυτό της, αυτοθεσμίζεται. Κατ’ ανάλογο τρόπο η ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα νομοτελειών, κάποιων αδήριτων «νόμων της ιστορίας», ούτε έργο του θεού ή της «φύσεως», αλλά γνήσια ανθρώπινη δημιουργία.
Στο πλαίσιο αυτό ο Καστοριάδης ασκεί κριτική σε όλη την κληρονομημένη σκέψη, επισημαίνοντας τα κύρια αρνητικά χαρακτηριστικά της: τη συγκάλυψη του φαντασιακού και της ανθρώπινης συλλογικής δημιουργικότητας. Η κριτική του όμως δεν στρέφεται μόνο κατά των παραδοσιακών φιλοσοφικών και θεωρητικών αντιλήψεων, αλλά επίσης κατά του καπιταλιστικού συστήματος και της πολιτικής του έκφρασης, του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, αναδεικνύοντας τα όριά του και τις ψευδαισθήσεις του. Στρέφεται επίσης κατά του μαρξισμού και των γραφειοκρατικών και κομματικών του στρεβλώσεων, κατά των ανελεύθερων κομμουνιστικών καθεστώτων. Ασκεί επίσης κριτική στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα έγινε το όχημα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Η αντίληψη αυτή εμπεριέχει την πρόταση για μια άλλη θέσμιση της κοινωνίας, για μιάν άλλη κοινωνία αυτόνομη, δημοκρατική, η οποία δεν έχει σχέση με τη σημερινή, αλλά ούτε με τη λεγόμενη σοσιαλιστική ή κομμουνιστική που ονειρεύθηκαν ο Μαρξ και οι μαρξιστές. Η αυτόνομη κοινωνία στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία, δηλαδή στον αυτοκαθορισμό, στον αυτοπροσδιορισμό και στην αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, αποτελεί δε την ενσάρκωση του προτάγματος της αυτονομίας. Ο Καστοριάδης εμπνέεται στο σημείο αυτό από την πρώτη έκφραση αυτού του προτάγματος, την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, στην οποία όλοι οι ελεύθεροι πολίτες ελάμβαναν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, θέσπιζαν τους νόμους, ασκούσαν την εξουσία σε όλες τις μορφές της, άμεσα χωρίς αντιπροσώπους.
Η δεύτερη ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας έγινε στη Δύση, με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις του 17ου και του 18ου αιώνα κατά της μοναρχίας, της φεουδαρχίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, που ανέδειξαν νέες ιδέες και αντιλήψεις, νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνύπαρξης βασισμένες στις ατομικές ελευθερίες, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη συμμετοχή των ανθρώπων στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αλλά και στον 19ο και 20ο αιώνα υπήρξαν κινήματα εργατικά, πολιτικά και κοινωνικά που έθεσαν, από τη δική τους πλευρά, το απελευθερωτικό πρόταγμα στη βάση της αυτοοργάνωσης και του αυτοκαθορισμού, δημιουργώντας νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και δράσης: τις δημοκρατικές συνελεύσεις και τα συμβούλια.    
Επομένως, το πρόταγμα της αυτονομίας είναι ασυμβίβαστο με τις ιδεολογίες και τις πρακτικές αφ’ ενός του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσώπευσης, αφ’ ετέρου του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ο Καστοριάδης ανέδειξε τις πτυχές του προτάγματος, και το υπερασπίσθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τονίζοντας πως η δημοκρατική κοινωνία δεν είναι ουτοπία.  Είναι εφικτή, διότι αυτή υπήρξε ιστορική δημιουργία και ταυτοχρόνως ιστορικό κοινωνικό πρόταγμα στους μετέπειτα χρόνους. Η επιτευξή της εξαρτάται από τη θέληση, τη φαντασία και τη δράση των ανθρώπων. Τίποτε δεν αποκλείει ότι μπορεί αυτή να ξαναϋπάρξει, αφού η ιστορία είναι φαντασιακή δημιουργία.
Oι απόψεις αυτές κομίζουν και μιαν άλλη αντίληψη για την πολιτική, εντελώς διαφορετική από την επικρατούσα. Η τελευταία εγκλωβίζει τον άνθρωπο σε κομματικές εξαρτήσεις, τον υποδουλώνει στις ψευδαισθήσεις της αντιπροσώπευσης, φιλελεύθερης ή αριστερής, και τον κρατάει δέσμιο ετερόνομων και αλλοτριωτικών αντιλήψεων καθιστώντας τον ψηφοφόρο και οπαδό, ιδιώτη και ατομιστή. Η πολιτική αλλοτρίωση συνεπάγεται την κοινωνική αλλοτρίωση: άτομα  καθημαγμένα από την τηλεθέαση, την κατανάλωση, τη γκρίζα καθημερινότητα, την αγωνία του βιοπορισμού και τις θρησκευτικές εξαρτήσεις, παθητικά και αδιάφορα σε αυτά που συμβαίνουν, παραδομένα στην ασημαντότητα και τον κομφορμισμό.
Ο Καστοριάδης είχε διαγνώσει την πολύπλευρη κρίση των δυτικών κοινωνιών ήδη από τη δεκαετία του ’60 και επανήλθε σε αυτό το θέμα πολλές φορές. Οι διαγνώσεις του δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Κατά  συνέπεια το έργο του είναι επίκαιρο όσο ποτέ, απαραίτητο για στοχασμό και προσανατολισμό στον σημερινό αλλοτριωτικό και δύσκολο κόσμο.  Είναι απαραίτητο διότι μπορεί να προσφέρει μία άλλη αντίληψη για τον ανθρωπο και την πολιτική, με σκοπό την έξοδο από την  ατομική και τη γενική θεσμισμένη ετερονομία, στην προοπτική μιας δημοκρατικής αυτόνομης κοινωνίας.
---------------------------------------------------------
*Ο τίτλος είναι της εφημερίδας

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΙΚΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 19 Δεκεμβρίου
 2017]


ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΙΚΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ           

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
oikonomouyorgos.blogspot.com


Εκατό χρόνια μετά τον Οκτώβριο του 1917 στη Ρωσία αρκετοί αριστεροί παραμένουν ακόμα εγκλωβισμένοι μέσα στους μύθους που  τον πλαισίωσαν και αποτέλεσαν τον πυρήνα της ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού. Αρνούνται να δουν τον ρόλο του Λένιν και του Κομμουνιστικού Κόμματος στην αποτυχία του «σοσιαλισμού» και στην εγκαθίδρυση του ολοκληρωτισμού.  Τον σταλινικό ολοκληρωτισμό έχουν αναλύσει εξαιρετικά σημαντικοί στοχαστές όπως η Χάννα Άρεντ, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κλωντ Λεφόρ, ο Φρανσουά Φυρέ, οι οποίοι έδειξαν πως οι ρίζες του ολοκληρωτισμού βρίσκονται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στην διακυβέρνηση του Λένιν μέχρι το θάνατό του το 1924.  
Πράγματι, μετά τον Οκτώβριο του 1917 ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να σφετερισθούν την εξουσία των σοβιέτ με χειραγώγηση και ποδηγέτηση, και να επιβάλουν με βία και τρομοκρατία την κομματική γραφειοκρατία και δικτατορία, την οποία ονόμασαν «δικτατορία του προλεταριάτου», «σοσιαλισμό» και «κομμουνισμό». Η αποδυνάμωση και η περιθωριοποίηση των σοβιέτ δεν οφείλεται σε καμία ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα, όπως υποστηρίζουν οι αμετανόητοι λενινιστές, αλλά στις λενινιστικές μεθοδεύσεις και στις μπολσεβίκικες μηχανορραφίες.
Η αντιδημοκρατική συμπεριφορά του λενινισμού-μπολσεβικισμού εκδηλώθηκε σε πολλές περιπτώσεις: ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης, πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, κατάργηση της Συντακτικής συνέλευσης και των γενικών εκλογών, κατάργηση των ατομικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξόντωση των αντιφρονούντων και όλων των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων (Μενσεβίκοι, Σοσιαλιστές επαναστάτες-Εσέροι, Εργατική Αντιπολίτευση κ.ά.), καθώς και των κοινωνικών-πολιτικών κινημάτων (Κομμούνα της Κροστάνδης, κίνημα του Μάχνο).
Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικώς η εξέγερση της Κροστάνδης (1921) κατά την οποία οι εξεγερμένοι είχαν ως σύνθημα το «Όλες οι εξουσίες στα σοβιέτ και όχι στο Κόμμα». Αυτό όμως αποτελούσε εμπόδιο στα αυταρχικά γραφειοκρατικά σχέδια του Λένιν και γι’ αυτό ο τελευταίος διέταξε την ολοσχερή καταστολή της από τον Κόκκινο Στρατό. Ο απολογισμός ήταν πολλές χιλιάδες νεκροί και τραυματίες, 8.000 πρόσφυγες στη γειτονική Φινλανδία και εκκαθαρίσεις 15.000 ναυτών από τον στόλο.  
Οι  εξοντώσεις και οι εκκαθαρίσεις οφείλονταν στην έμμονη ιδέα του Λένιν ότι κατείχε την «επιστημονική αλήθεια» και ότι αυτή ήταν ο μοναδικός δρόμος για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Άλλωστε στην αρχή που εμφανίσθηκαν τα σοβιέτ (1905) ο Λένιν δεν μπορούσε να τα καταλάβει, διότι υπερέβαιναν και ανέτρεπαν το σχήμα που είχε στο μυαλό του: την «επαναστατική πρωτοπορία», δηλαδή το κόμμα, που θα εισήγε την «επαναστατική συνείδηση»  στους εργάτες και θα οδηγούσε την «επανάσταση» στον νικηφόρο «σοσιαλισμό». Για τον ιδρυτή του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος η αυτοοργάνωση, η αυτενέργεια και η αυτόνομη δυναμική των εργατών και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων ήταν εντελώς αδιανόητη. Οι λενινιστές βεβαίως επικαλούνται το Κράτος και επανάσταση (1917) στο οποίο ο Λένιν αναφέρεται με ευνοϊκό τρόπο στη βάση και στην αποδυνάμωση του κράτους. Είναι άλλωστε το μόνο έργο στο οποίο έχουμε τέτοιες ενδείξεις, αλλά παρέμεινε στο στάδιο των θεωρητικών διερευνήσεων, διότι μετά υπερνίκησε η κομματική γραφειοκρατική και αυταρχική αντίληψη που οδήγησε σε βίαιη καταστολή.
Φυσικά υπήρξαν τα συνθήματα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ» και «Σοσιαλισμός σημαίνει σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός», αλλά ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι αντί να εμπιστευθούν τα σοβιέτ και να προσπαθήσουν να τα κάνουν όργανα αποφάσεων και θέσπισης νόμων, προσπάθησαν να τα αποδυναμώσουν και να μεταφέρουν τα κέντρα της εξουσίας και των αποφάσεων στο κόμμα και στο κράτος. Κατάφεραν να ελέγξουν τα σοβιέτ και να τα χρησιμοποιήσουν ως κομματικά όργανα, ως εργαλεία των σκοπών τους, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση και τη γραφειοκρατικοποίησή τους, καθώς και τη γραφειοκρατικοποίηση όλου του κοινωνικο-πολιτικού βίου. Στο έργο τους αυτό χρησιμοποίησαν ως όργανο επιβολής τον μαρξισμό. Όπως σημειώνει ο Καρλ Κορς, ο μαρξισμός υπήρξε η ιδεολογική αμφίεση, που χρησιμοποίησε η ανερχόμενη τάξη για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία της στη Ρωσία.
Οι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ενέργειες του Λένιν και των μπολσεβίκων, η παραγκώνιση των σοβιέτ και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, ο σφετερισμός της εξουσίας προς όφελος της ολιγαρχίας του μπολσεβίκικου κόμματος, είχαν ολέθρια αποτελέσματα. Κατ’ αρχάς προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και επέβαλαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Στη συνέχεια, οδήγησαν στο ανελεύθερο αυταρχικό καθεστώς της κομματικής γραφειοκρατίας που με τη σειρά του αποτέλεσε τη βάση και την προϋπόθεση για την ανάδυση και την εγκαθίδρυση του σταλινικού ολοκληρωτισμού. Την εξέλιξη αυτή, με ευθύνη του Λένιν και των μπολσεβίκων, είχε προβλέψει από πολύ νωρίς η Ρόζα Λούξεμπουργκ - επίσης μαρξίστρια κομμουνίστρια – σε δύο οξυδερκή κείμενά της καθώς επίσης και ο Καρλ Κάουτσκι. Έτσι, το μεγάλο έλλειμμα στη Ρωσία μετά τον Οκτώβριο του 1917 ήταν η ελευθερία και η άμεση δημοκρατία, και όχι, όπως λέγεται από τους αριστερούς, τα «ενδιάμεσα σώματα», τα απαραίτητα δήθεν για να λαμβάνουν γρήγορες αποφάσεις τις οποίες επέβαλε η συγκυρία.
Συνεπώς, αυτό που οδήγησε στον αυταρχισμό, στη δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος και, τέλος, στον σταλινικό ολοκληρωτισμό δεν ήταν τα σοβιέτ, αλλά αντιθέτως η αδυναμία τους να αποσοβήσουν τη γραφειοκρατικοποίηση και τον λενινισμό. Ο Λένιν και ο μπολσεβικισμός ήταν η αιτία για την αποδυνάμωση των σοβιέτ, την εξαφάνιση της άμεσης δημοκρατίας, τη διόγκωση της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας και την επιβολή τους επί της κοινωνίας. Όπως γράφει ο Καστοριάδης ο Λένιν ήταν ο αληθινός δημιουργός του ολοκληρωτισμού.


Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Εκδήλωση-συζήτηση για τον Κορνήλιο Καστοριάδη

Εκδήλωση-συζήτηση για τον Κορνήλιο Καστοριάδη

Είκοσι χρόνια από τον θάνατό του


Στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο NOSOTROS
Πλατεία Εξαρχείων, Αθήνα 
Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017, 7.30 μ.μ.

Θα συζητήσουν για τον άνθρωπο και τον φιλόσοφο

ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ
Δικηγόρος, μεταφραστής του Καστοριάδη
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΙΛΙΜΑΝΤΟΣ
Περιοδικό "Βαβυλωνία".

Διοργάνωση: περιοδικό "Βαβυλωνία"

Είσοδος ελεύθερη

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 6 Νοεμβρίου 2017]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Για το βιβλίο
 (επιμ.), Τ. ντ’ Αλίζα-Φ. Ντεμάρια-Γ. Καλλής
Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης
 Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016.

            Το βιβλίο αυτό αποτελείται από κείμενα διαφόρων συγγραφέων, έκαστος των οποίων ασχολείται με κάποια έννοια-κλειδί, όπως «ευτυχία», «καπιταλισμός», «ανάπτυξη», «οικοκοινότητες» κ.λπ. Οι έννοιες αυτές πλαισιώνουν τη συζήτηση για την απομεγέθυνση (décroissance, degrowth) ή «αποανάπτυξη», όπως λανθασμένα αποδίδεται ο όρος στην ελληνική. Το βιβλίο δίνει σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτές τις έννοιες. Όμως οι αναφορές των συγγραφέων στην άμεση δημοκρατία, στην αυτονομία και στον Κορνήλιο Καστοριάδη, καθώς επίσης στις σχέσεις της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία είναι προβληματικές, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
            1. Κατ’ αρχάς η έννοια της αυτονομίας στον Καστοριάδη, η οποία  αναφέρεται τρεις φορές στο βιβλίο είναι γενική και ασαφής. Η πρώτη: «Αυτονομία είναι η ικανότητα μιας συλλογικότητας να αποφασίζει για το μέλλον της από κοινού, απελευθερωμένη από («ετερόνομες») προσταγές και υποχωρήσεις, όπως ο νόμος του θεού (θρησκεία) ή οι νόμοι της οικονομίας (οικονομικά)» (σ. 18). Όμως εδώ προτείνεται μόνο το γενικό πλαίσιο της αυτονομίας και όχι το πολιτικό, με συνέπεια να μη δίνεται μία σαφής εικόνα της. Το κύριο χαρακτηριστικό της αυτονομίας, κατά τον Καστοριάδη, είναι όταν η κοινωνία αποφασίζει απελευθερωμένη από το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα, χωρίς αντιπροσώπους, κόμματα και γραφειοκρατίες, όταν ασκεί δηλαδή άμεσα την εξουσία σε όλους τους τομείς, όταν λαμβάνει τις αποφάσεις, θεσπίζει τους νόμους, δημιουργεί και απονέμει το δίκαιο. Με άλλα λόγια  η αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει μία μορφή διακυβέρνησης και ένα πολίτευμα άμεσης δημοκρατίας, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς άμεση δημοκρατία.[1]
            Η δεύτερη αναφορά στην αυτονομία: «Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ορίζει την αυτονομία ως την ικανότητα να θέτουμε ανεξάρτητα και συνειδητά νόμους και κανόνες στους εαυτούς μας» (σ. 91). Παρατηρείται και εδώ ίδια γενικότητα και απουσία της άμεσης δημοκρατίας. Το ίδιο και την τρίτη φορά (σ. 98), απουσιάζει το πολιτικό πλαίσιο, απουσιάζει ο θεσμός. Η ατομική και συλλογική αυτονομία στον Καστοριάδη είναι αξεχώριστες από τους θεσμούς, οι οποίοι τους δίνουν την πραγματική τους υπόσταση, τις υλοποιούν τις ενσαρκώνουν.
.
            Ένα άλλο προβληματικό σημείο στο κεφ. «Αυτονομία» είναι η σύνδεση της απομεγέθυνσης με την αυτονομία. Δεν ξεκαθαρίζεται ρητώς η σχέση μεταξύ των δύο, αν και φαίνεται σε κάποια σημεία πως η απομεγέθυνση ολοκληρώνει την αυτόνομη κοινωνία. Πράγματι, ο συγγραφέας αναφέρει πως «για τον Σερζ Λατούς το εγχείρημα της κοινωνίας της απομεγέθυνσης ολοκληρώνει αποτελεσματικά το όραμα του Καστοριάδη για μια κοινωνία που αυτοθεσμίζεται ή αυτορυθμίζεται» (σ. 94). Όμως εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα. Πρώτον, η έκφραση «ολοκληρώνει αποτελεσματικά» είναι ξένη προς την αντίληψη του Καστοριάδη, δεδομένου ότι η αυτονομία προϋποθέτει την συνεχή διερώτηση, είναι ανοικτή δίχως κάποια συγκεκριμένη «ολοκλήρωση». Δεύτερον, το όραμα του Καστοριάδη δεν είναι μία κοινωνία που αυτοθεσμίζεται, αφού κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται, δεν ετεροθεσμίζεται. Το όραμά του είναι μία κοινωνία που αυτοθεσμίζεται ρητώς, μία αυτόνομη κοινωνία, με την έννοια που εξήγησα προηγουμένως.
            Ωστόσο ο Λατούς στο δικό του κείμενο, που υπάρχει στο εν λόγω βιβλίο, παρερμηνεύει και αυτός  τον Καστοριάδη, όταν παραθέτει ένα χωρίο του τελευταίου και αποφαίνεται πως αυτά που λέει το χωρίο δεν είναι δυνατά παρά «εάν έχει ήδη εδραιωθεί μια κοινωνία της απομεγέθυνσης» (σ. 157). Ο Καστοριάδης όμως μιλάει για αυτόνομη και δημοκρατική κοινωνία, και όχι για «κοινωνία της απομεγέθυνσης». Δηλαδή, ενώ ο Καστοριάδης θέτει ως προτεραιότητα τη δημοκρατία και την αυτονομία, ο Λατούς τον παρερμηνεύει και θέτει ως προτεραιότητα την «κοινωνία της απομεγέθυνσης».[2] Η σχέση μεταξύ αυτονομίας και απομεγέθυνσης είναι το μείζον πρόβλημα στους κύκλους της απομεγέθυνσης.   
            2. Οι συγχύσεις μεταφέρονται και στη σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία. Ενώ σε κάποια μέρη φαίνεται η προτεραιότητα της άμεσης δημοκρατίας (σ. 99), εν τούτοις παραμένουν τα προβλήματα. Αναφέρεται λ.χ. πως «Οι μελετητές τής απομεγέθυνσης έχουν τονίσει τη σπουδαιότητα της δημοκρατίας. Ο Λατούς σημειώνει ότι ο στόχος της αποκλιμάκωσης της οικονομίας δεν τίθεται μόνο για να παράγουμε και να καταναλώνουμε λιγότερα, αλλά και για να το κάνουμε με ένα κοινωνικά χειραφετητικό και δημοκρατικό τρόπο» (σ. 98). Εδώ όμως ο «δημοκρατικός τρόπος» δεν είναι σαφής, διότι είναι γνωστό ότι ο Λατούς δεν είναι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, αλλά υπέρ του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος (που το θεωρεί λανθασμένα δημοκρατικό), και προτείνει μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική με ορισμένες «διευθετήσεις της αντιπροσώπευσης», όπως λέει ο ίδιος.  
            Η ασαφής σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία επιτείνεται σε άλλα μέρη του βιβλίου, όταν αναφέρεται κυρίως η οικονομική διάσταση της αλλαγής. Οι εκφράσεις είναι πολλές, λ.χ. «η απομεγέθυνση σηματοδοτεί μια μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό» (σ. 15, 27), ή «οι εναλλακτικοί θεσμοί, εμποτισμένοι με τις αξίες της απομεγέθυνσης, να αντικαταστήσουν τους σημερινούς θεσμούς του καπιταλισμού» (σ. 31). Αλλού υπάρχει ο στόχος για μια  «μετακαπιταλιστική κοινωνία» ή μια «κοινωνία της απομεγέθυνσης» (λ.χ. σ. 250, 268). Δεν διασαφηνίζεται όμως ούτε τι ειναι οι «εναλλακτικοί θεσμοί», ούτε πώς θα γίνει η μετάβαση «πέρα από τον καπιταλισμό». Λείπει η δημοκρατική και αυτόνομη κοινωνία που ανέφερα προηγουμένως.
            3. Το κεφ. «Οι αγανακτισμένοι», ενώ εξετάζει τα κινήματα στην Ισπανία και στις ΗΠΑ, δεν έχει καμία απολύτως μνεία  για το κίνημα στην Ελλάδα το 2011. Είναι μία σοβαρή παράλειψη, διότι στην Ελλάδα το κίνημα έλαβε ριζοσπαστικό χαρακτήρα θέτοντας ως πρόταγμα ρητώς την άμεση δημοκρατία. Αντιθέτως, ο συγγραφέας επιμένει στην «πραγματική δημοκρατία» που δεν την καθορίζει σαφώς, ενώ ταυτοχρόνως την υπονομεύει αναφέροντας πολλές φορές το σημερινό αντιπροσωπευτικό σύστημα ως «φιλελεύθερη δημοκρατία» (σ. 210-211). Να σημειωθεί το αρνητικό γεγονός πως σε όλο σχεδόν το βιβλίο δεν υπάρχει πουθενά ο όρος ολιγαρχία, αφού το αντιπροσωπευτικό σύστημα θεωρείται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» (λ.χ. σ. 29, 36, 97, 100). Πρόκειται για λανθασμένο όρο που δημιουργεί συγχύσεις, διότι το σύστημα αυτό είναι καθαρή ολιγαρχία, αφού οι ολίγοι, και όχι οι πολλοί, κυβερνούν, λαμβάνουν αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους. Ο συγγραφέας αναφέρει επίσης τον όρο «άμεση δημοκρατία», αλλά δεν δίνει σαφείς καθορισμούς της, παρά μόνο τις συνελεύσεις και την αυτοοργάνωση. Η άμεση δημοκρατία είναι κάτι περισσότερο, πράγμα που μας οδηγεί στα προβλήματα του αντίστοιχου κεφαλαίου.
            Όντως στο κεφ. «Άμεση δημοκρατία» επιχειρείται ο ορισμός της άμεσης δημοκρατίας. Αυτή, σύμφωνα με το συγγραφέα, «βασίζεται στην αρχή της πολιτικής ισότητας, η οποία γίνεται αντιληπτή ως η αξίωση του να είναι όλες οι απόψεις στην κοινωνία εξίσου ισχυρές» (σ. 97). Αυτή όμως είναι μία γενική, ασθενής και απονευρωμένη εκδοχή, διότι πολιτική ισότητα σημαίνει συμμετοχή όλων στην άσκηση της εξουσίας υπό όλες τις μορφές της, κυβερνητική, εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο που στην απόπειρα του συγγραφέα να αναφερθεί στην αυτονομία όπως την εννοεί ο Καστοριάδης (σ. 98), υπάρχει επίσης γενικότητα, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή.
            Πρόβλημα επίσης υπάρχει όταν ο συγγραφέας γράφει ότι ο Καστοριάδης «υποστήριζε την άμεση δημοκρατία υπό την μορφή αυθόρμητων λαϊκών διαδικασιών που επιτρέπουν στις συλλογικότητες να...» (σ. 99). Η αλήθεια είναι ότι ο Καστοριάδης θεωρεί τη δημοκρατία όχι «υπό τη μορφή αυθόρμητων λαϊκών διαδικασιών», αλλά ως πολίτευμα και μορφή διακυβέρνησης με θεσμισμένες τακτικές και έκτακτες συνελεύσεις των πολιτών, με θεσμικά όργανα εξουσίας ορισμένα από τον νόμο, καθώς επίσης ως δημοκρατική κοινωνία με δημοκρατικά άτομα. Πρωτίστως η άμεση δημοκρατία είναι πολιτικό πρόταγμα, θέληση και ρητή βούληση, με υποστήριξη από ευρέα κοινωνικά σύνολα και εκφρασμένο από μία συνειδητή δραστηριότητα (πράξις) για να επιτευχθεί. Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι στο κεφάλαιο για την «άμεση δημοκρατία», απουσιάζει εντελώς, από τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία, κάποιο έργο του Καστοριάδη, ο οποίος είναι ο μόνος στον 20ο αιώνα που μιλάει για άμεση δημοκρατία και την υπερασπίζεται.[3] Θα μπορούσε να έχει μία θέση δίπλα στον Heywood και την Muraca!
            Επί πλέον ο ίδιος συγγραφέας γράφει πως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχουν «στοιχεία περιορισμένης άμεσης δημοκρατίας, όπως το δημοψήφισμα» (σ. 97). Όμως το δημοψήφισμα δεν είναι «στοιχείο άμεσης δημοκρατίας», αλλά στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο, όταν υπάρχει, δίνει τη δυνατότητα στην κοινωνία να εκφράσει τη γνώμη της άμεσα για ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Άλλωστε είναι εξ ορισμού αδύνατο να υπάρχουν «στοιχεία άμεσης δημοκρατίας» σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα σαν το αντιπροσωπευτικό.  
            Επίσης αναφέρει πως «η άμεση δημοκρατία εξιδανικεύει τη συναίνεση και υποβαθμίζει τον ρόλο της σύγκρουσης», χωρίς να παραθέτει κάποια στοιχεία που να στηρίζουν την άποψή του (σ. 100). Μάλλον συνάγει το συμπέρασμα αυτό από διάφορες αναρχικές ή αντιεξουσιαστικές απόψεις που είναι υπέρ της ομοφωνίας για τη λήψη των αποφάσεων. Όμως η άμεση δημοκρατία πρώτον, δεν έχει καμία σχέση με την αναρχία και δεύτερον, δεν στηρίζεται στην ομοφωνία, αλλά στην αρχή της πλειοψηφίας, πράγμα που δεν αποκλείει τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά μέσα σε μία ζέουσα ανταγωνιστική ανθρώπινη πραγματικότητα; Να σημειωθεί πάντως ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς και σκληρές καθόλη τη διάρκειά της, με εντονότατες αντιπαραθέσεις στα δικαστήρια και στην εκκλησία του δήμου, με αποτέλεσμα καταδίκες, θανάτους, εξορίες και οστρακισμούς.  
            Πάντως το ζήτημα που θίξαμε προηγουμένως για την προβληματική σχέση της απομεγέθυνσης με την άμεση δημοκρατία επανεμφανίζεται και εδώ, αφού ο συγγραφέας μιλώντας για την πολιτική και τη λήψη αποφάσεων «μιας μελλοντικής κοινωνίας απομεγέθυνσης» προτείνει γενικώς την «εισαγωγή της άμεσης δημοκρατίας στην απομεγέθυνση» (σ. 102), χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει αυτό θεσμικά και πρακτικά.
            4. Στο βιβλίο υπάρχουν δύο κεφάλαια «Ευτυχία» και «Buen vivir» που αναφέρονται γενικώς στην ευτυχία και στην «καλή ζωή» με την λατινοαμερικανική εκδοχή. Ανεξαρτήτως των σημαντικών προσπαθειών που γίνονται στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και σεβόμενος την ορολογία που χρησιμοποιούν εκεί τα διάφορα εγχειρήματα και τον τρόπο που εκλαμβάνουν την «καλή ζωή», νομίζω ότι πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει μία διευκρίνιση. Η πολιτική, ένα πολιτικό κίνημα, δεν μπορεί να έχει ως στόχο την ευτυχία, διότι εν πολλοίς αυτή είναι ένα ιδιωτικό ζήτημα και υπόκειται σε πολλαπλές εκδοχές, άρα είναι ακαθόριστο και υποκειμενικό. Ένα δημοκρατικό κίνημα θα έχει ως στόχο την ατομική και συλλογική ελευθερία, όπως έχει διαβεβαιώσει η αρχαία δημοκρατία και διετύπωσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι (Δημόκριτος, Αριστοτέλης) αλλά και οι σύγχρονοι (Άρεντ, Καστοριάδης). Και οι δύο έννοιες της ελευθερίας είναι συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες σε θεσμικές μορφές. Συλλογική ή πολιτική ελευθερία σημαίνει την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων. Μόνο μία τέτοια συμμετοχή, η οποία βασίζεται στη συζήτηση και τη διαβούλευση, θα μπορεί να συμβάλει στη λήψη αποφάσεων για τους παράγοντες  που παίζουν ρόλο στην «καλή ζωή», όπως η απομεγέθυνση, το περιβάλλον, η σχέση με τη φύση, ο περιορισμός της κατανάλωσης κ.λπ.
            5. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει πως μια βασική έλλειψη ή μειονέκτημα του βιβλίου είναι κάποια κεφάλαια που να εξετάζουν βασικές πολιτικές έννοιες όπως «Ελευθερία», «Ισότητα», «Δικαιοσύνη», «Εξουσία», «Πολιτική», «Ο ρόλος των ειδικών», «Κόμματα», «Αντιπροσώπευση», «Γραφειοκρατία», «Ολιγαρχία». Φαίνεται πως αυτά τα πολύ ζωτικά ζητήματα είναι έξω από την οπτική της απομεγέθυνσης, οπότε ευλόγως κανείς μπορεί να συμπεράνει πως αυτή έχει προβληματικές σχέσεις με την πολιτική. Το βασικό μειονέκτημα των κινήσεων για την απομεγέθυνση είναι ότι δεν είναι συνδεδεμένες με ένα πολιτικό πρόταγμα, το οποίο είναι νεφελώδες και χάνεται μεταξύ «διευθετήσεων της αντιπροσώπευσης», αντικαπιταλισμού, «μετα-ανάπτυξης», «μετα-καπιταλισμού», «μετα-εξορυκτισμού» και «ηθικών» κανόνων συμπεριφοράς. Όπως επισημαίνει ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου, στους οπαδούς της απομεγέθυνσης «η πολιτική και η συλλογική κατασκευή του νοήματος της ζωής δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη» (σ. 49).       
            Ωστόσο ένας άλλος από τους συγγραφείς του βιβλίου αναφέρει ότι στους κόλπους της απομεγέθυνσης υπάρχουν και αυτοί που επιθυμούν τον συνδυασμό άμεσης δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικού συστήματος καθώς επίσης και αυτοί που επιθυμούν τη συνεργασία των εγχειρημάτων με αριστερές κυβερνήσεις (σ. 100). Όμως ο υποτιθέμενος συνδυασμός άμεσης δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης δεν έχει νόημα, διότι τα δύο είναι ασύμβατα και αντιφατικά. Η άμεση δημοκρατία  αποκλείει την αντιπροσώπευση και αντιστρόφως. Υπάρχουν όμως και άλλοι οι οποίοι δεν αναφέρονται στην άμεση δημοκρατία και είναι διαρρήδην υπέρ του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος σε μία σοσιαλδημοκρατική προοπτική. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην «Εισαγωγή» του εν λόγω βιβλίου, στη βιβλιογραφία για την απομεγέθυνση δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά την πολιτική και τις πολιτικές στρατηγικές για την αλλαγή των θεσμών (σ. 35). Με άλλα λόγια, δεν είναι σίγουρο ότι στους κόλπους της απομεγέθυνσης προκρίνεται μία προοπτική άμεσης δημοκρατίας, ανεξαρτήτως των λεκτικών συνδέσεων των δύο που γίνονται από κάποιους υποστηρικτές της απομεγέθυνσης.
            Εν ολίγοις, στους κύκλους της απομεγέθυνσης η αντιμετώπιση του Καστοριάδη, της πολιτικής και της άμεσης δημοκρατίας είναι προβληματική. Χρειάζεται επομένως μία άλλη στάση σε αυτά τα σημαντικά ζητήματα, έτσι ώστε το λεξιλόγιο αυτό – όπως κάθε λεξιλόγιο - να επιτελεί έργο αντικειμενικής πληροφόρησης και γνώσης και όχι πηγή ασαφειών και γενικοτήτων. Τα σχόλια αυτά γίνονται με σκοπό τη δημιουργία ενός διαλόγου που δεν υπάρχει, αλλά είναι αναγκαίος για το ξεκαθάρισμα των εννοιών και των όρων. Είναι απαραίτητος για την περαιτέρω συνέχιση των διαφόρων κινήσεων και εγχειρημάτων σε μία πορεία σαφούς πολιτικού προσανατολισμού, και μάλιστα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα που βρίσκεται σε γενικευμένη χρεοκοπία και παρακμή και στην οποία υπάρχει μεγάλη σύγχυση εννοιών και αξιών.


[1] Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ., Αθήνα, 1981, σ. 118. Επίσης Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, μτφρ., Ύψιλον σ. 335.
[2] Να σημειωθεί πως ο Λατούς στο βιβλιαράκι του Κορνήλιος Καστοριάδης. Ριζοσπαστική αυτονομία, μτφρ., Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016, έχει πολλές διαστρεβλώσεις στις απόψεις του Καστοριάδη, προσπαθώντας να τον οικειοποιηθεί προς όφελος των δικών του αντιλήψεων για την απομεγέθυνση. Φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να αλλάξει, εμμέσως χωρίς επιχειρηματολογία, τη βασική αρχή του Καστοριάδη «Αυτονομία ή Βαρβαρότητα», αντικαθιστώντας την με τη δική του «Απομεγέθυνση ή Βαρβαρότητα». Το ίδιο έχει κάνει και ένας άλλος υπέρμαχος της απομεγέθυνσης, ο Paul Ariès στο βιβλίο του, Décroissance ou Barbarie, Lyon, 2005.
[3] Η άμεση δημοκρατία απαντά στο έργο του ήδη από τη δεκαετία του 1950.