Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ

[Δημοσιεύθηκε στο Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Η γένεση της δημοκρατίας και η σημερινή κρίση, Ευρασία, Αθήνα, 2011]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com 

H ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ


Στη σημερινή δύσκολη συγκυρία που ζούμε διεθνώς μετά την οικονομική κρίση από το 2008 και ιδιαιτέρως εν Ελλάδι, από πολλές πλευρές τονίζεται η ανάγκη για μία άλλη πολιτική δραστηριότητα και προοπτική. Για να υπάρξουν όμως αυτές πρέπει πρώτα να γίνει μία διαύγαση εννοιών και στόχων. Η παρούσα εισήγηση προσπαθεί να ξεκαθαρίσει έννοιες και στόχους. Και σε αυτή τη διαύγαση αφετηρία είναι οι αντιλήψεις του Καστοριάδη για τη δημοκρατία. Οι αντιλήψεις αυτές δεν έχουν μόνο ιστορική ή θεωρητική σημασία, αλλά κυρίως πολιτική και είναι εξαιρετικώς επίκαιρες. Μια σημαντική προσφορά του Κ. Καστοριάδη στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι η ανάδειξη της δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας, ως εναλλακτικής λύσης στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Eπιβάλλεται λοιπόν να προταθούν συνοπτικώς οι θεμελιώδεις αρχές και τα βασικά χαρακτηριστικά της.
Η έννοια της δημοκρατίας τόσο στην ιστορική της μορφή στην Αθήνα του 5ου-4ου αιώνα όσο και στην σύλληψη του Καστοριάδη θα μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής στοιχεία: ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και έλεγχος. H ελευθερία εννοείται και με τις δύο έννοιές της, την ατομική και τη συλλογική. Με τη δεύτερη έννοια, την πολιτική, σημαίνει συμμετοχή όλων στην εξουσία: «ένα χαρακτηριστικό της ελευθερίας είναι να άρχουν όλοι με τη σειρά».[1] Η συμμετοχή αυτή αφορά σε όλες τις ρητές μορφές εξουσίας, εκτελεστική, νομοθετική, κυβερνητική, δικαστική. Είναι δε πραγματική και δεν εξασφαλίζει μόνο, όπως ισχύει σήμερα, την ελεύθερη έκφραση στον ιδιωτικό χώρο, στον οποίο δεν ασκείται εξουσία, δεν λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, δεν θεσπίζονται νόμοι. Ο Ευριπίδης (Ικέτιδες, 438 κ.ε.) συμπυκνώνει πολύ εύστοχα την έννοια της δημοκρατικής ελευθερίας στον δημόσιο χώρο, στη συνέλευση των πολιτών, στον οποίο διακυβεύεται το μέλλον της πόλεως και των πολιτών της: «Αυτό είναι ελευθερία: να ρωτάς ‘‘ποιος θέλει να καταθέσει κάποια καλή γνώμη για την πόλιν’’; Έτσι όποιος θέλει ομιλεί, ενώ όποιος δεν θέλει σιωπά».
Από την έννοια αυτή της ελευθερίας προκύπτει και η έννοια της ισότητας. Εφ’ όσον όλοι συμμετέχουν στην εξουσία πρέπει να έχουν όλοι την ίδια δυνατότητα να την ασκήσουν, επομένως πρέπει να είναι ίσοι: «ένα λοιπόν στοιχείο της ελευθερίας είναι η ισότητα».[2] Ισότητα σημαίνει πολιτική ισότητα όλων των πολιτών, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην άσκηση της εξουσίας. Η ισότητα αυτή είναι πραγματική και όχι θεωρητική: εξασφαλίζεται από νόμους, εκφράζεται σε θεσμούς και υποστηρίζεται από το δημοκρατικό ήθος, από το ενδιαφέρον και την υπευθυνότητα των πολιτών («sittlichkeit» στον Hegel, «θάρρος και επαγρύπνηση» στον Rousseau). Ταυτοχρόνως όμως, το ενδιαφέρον και η υπευθυνότητα ευνοούνται και δημιουργούνται από τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Όπως είναι εμφανές, από τη μια πλευρά η έννοια της ισότητας προκύπτει από την έννοια της ελευθερίας, αλλά και αντιστρόφως, δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς ισότητα. Δεν είναι δυνατόν να συμμετέχουν όλοι στην εξουσία (=ελευθερία) εάν δεν είναι ίσοι, εάν οι θεσμοί δεν εξασφαλίζουν την πραγματική πρόσβαση όλων των πολιτών στην εξουσία. Mε άλλα λόγια η απόλυτη ισότητα εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία: δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι εάν δεν είμαστε ίσοι. δεν είμαστε ελεύθεροι εάν κάποιοι έχουν περισσότερη εξουσία  από εμάς, εάν κάποιοι ολίγοι αποφασίζουν και θεσπίζουν τους νόμους και εμείς απλώς υπακούουμε και εκτελούμε.[3]
Η ισότητα καθορίζει και τη δημοκρατική έννοια της δικαιοσύνης. Πράγματι, δικαιοσύνη στη δημοκρατική αντίληψη σημαίνει κατ’ αρχάς την ισότητα με την έννοια που αναφέρθηκε προηγουμένως (δίκαιον εστί το ίσον).[4] H δικαιοσύνη εννοείται εδώ ως η διανεμητική δικαιοσύνη. Το ζήτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η κοινωνία είναι: τι διανέμεται και σε ποιον, και φυσικά πώς διανέμεται και από ποιον. Η απάντηση της δημοκρατίας είναι ότι τα αγαθά που πρέπει να διανεμηθούν είναι οι τιμές, τα αξιώματα, η εξουσία και ορισμένα από τα υλικά αγαθά. Διανέμονται σε όλους (σε ποιον;), από όλους τους πολίτες (από ποιον;), με βάση την απόλυτη ισότητα (πώς;).
Είναι εμφανές ότι στη διανομή αυτή υπεισέρχεται το κοινό συμφέρον. Για να είναι η διανομή δίκαιη πρέπει όλοι να συμμετέχουν εξ ίσου, να μήν ευνοείται το ίδιον προσωπικό ή το κομματικό ή το ταξικό συμφέρον. Εδώ έγκειται η δεύτερη πτυχή της δικαιοσύνης, η μέριμνα για το κοινό συμφέρον και η εξασφάλισή του, πράγμα που τονίζει και ο Αριστοτέλης. Υπάρχει ένα σχετικό απόσπασμα του Δημοκρίτου που εκφράζει με ευκρίνεια την προτεραιότητα του κοινού συμφέροντος: «Τα ζητήματα της πόλεως πρέπει έκαστος να τα θεωρεί σπουδαιότερα από τα υπόλοιπα, ώστε να διοικείται καλά. και κανένας να μην είναι εριστικός απέναντι στη δικαιοσύνη ούτε να συγκεντρώνει για τον εαυτό του δύναμη, αντίθετα με το κοινό καλό. Γιατί μια πόλις που διοικείται σωστά, είναι το μεγαλύτερο στήριγμα, και σε αυτό ακριβώς περιέχονται τα πάντα, και αν η πόλις διασώζεται, τότε όλα σώζονται.  αν όμως αυτή καταστραφεί, τότε τα πάντα καταστρέφονται».[5] Οι δύο αυτές εκφάνσεις του δικαίου- ισότητα και κοινό συμφέρον - συνδέονται, διότι για το κοινό συμφέρον μεριμνούν ουσιαστικώς μόνο οι πραγματικώς ίσοι πολίτες, δηλαδή οι ενεργοί πολίτες συναθροισμένοι σε ελεύθερη συνέλευση. Το κοινό συμφέρον καθορίζεται από το σύνολο των πολιτών, όχι από κάποιο γραφειοκρατικό όργανο για το σύνολο.  
Η ισότητα αναφέρεται σε όλους τους πολίτες και σε όλους τους πολιτικούς τομείς, άρα και στην απόδοση της δικαιοσύνης με την στενή και την ευρεία έννοια, δηλαδή τη δικαστική εξουσία. Τα πολυπληθή δικαστήρια των πολιτών είναι η έκφραση της δημοκρατικής αρχής της ελευθερίας και της ισότητας. Τα κληρωτά δικαστήρια ανάγονται στην εποχή του Σόλωνα, στις αρχές του 6ου αιώνα, και αποτέλεσαν εν συνεχεία την αδιαμφισβήτητη και ασφαλιστική δικλίδα της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει δημοκρατία άνευ της συμμετοχής των πολιτών στη δικαστική εξουσία. Στα δικαστήρια αυτά ανάγονται, συν τοις άλλοις, όλες οι πράξεις της διοικήσεως, της πολιτικής εξουσίας, των αξιωματούχων: κύριον το δικαστήριον πάντων.[6]
Έτσι ερχόμαστε στο τέταρτο στοιχείο, τον έλεγχο, που σημαίνει ουσιαστικό πολιτικό και δικαστικό έλεγχο από θεσμισμένα όργανα με τη συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο έλεγχος περιέχει ασφαλώς τη διαφάνεια και τη λογοδοσία (λόγον διδόναι) όλων των προσώπων που ασκούν εξουσία. αυτό σημαίνει ανοικτή δυνατότητα στον καθένα να καταγγείλει στη βουλή, στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια των πολιτών τους πολιτικούς αξιωματούχους, αυτούς που άσκησαν εξουσία, εφάρμοσαν τις αποφάσεις και διαχειρίσθηκαν χρήματα. Όλοι οι άρχοντες, κληρωτοί και αιρετοί (βουλευτές, στρατηγοί, ίππαρχοι, ταμίες, ποικίλες επιτροπές) υφίστανται τον ουσιαστικό και ενδελεχή έλεγχο. τόσο σε κάθε πρυτανεία (διάρκεια 35 ημερών) όσο και στο τέλος της ετήσιας θητείας τους, είναι δε ανά πάσα στιγμή ανακλητοί. Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι ο αυστηρός έλεγχος όλων: εν γάρ ταύτη τη πόλει... ουδείς έστιν ανυπεύθυνος των... προς τα κοινά προσεληλυθότων. Δηλαδή: «σε αυτήν την πόλιν ουδείς από όσους ασκούν εξουσία είναι ανυπεύθυνος, ανεξέλεγκτος».[7] Όλοι οι αξιωματούχοι, αν δεν είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους ή  είχαν χρηματισθεί, ενάγονταν στο δικαστήριο και υφίσταντο κυρώσεις: ατιμία, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, χρηματικό πρόστιμο, δήμευση περιουσίας, ακόμη και θάνατο. Έτσι διασφαλίζεται η ηθική στην πολιτική, είναι ο μόνος τρόπος, για να συνυπάρξει η πολιτική με την ηθική, που τόσο διατυμπανίζεται από ποικίλους ηθικολόγους και ιδεολόγους.
Το τετράπτυχο αυτό (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, έλεγχος) αποτελεί τη βάση και τον πυρήνα της δημοκρατίας. Πραγματοποιείται και εξασφαλίζεται από δύο βασικούς θεσμούς: την εκκλησία του δήμου και την κλήρωση. Στην πρώτη ασκείται η νομοθετική και κυβερνητική εξουσία άμεσα από όλους τους ενήλικους ελευθέρους άνδρες άνω των δεκαοκτώ ετών, ενώ με την κλήρωση εξασφαλίζεται η άσκηση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας άμεσα από τους ίδιους τους πολίτες.

Η έννοια του πολίτη και η άμεση συμμετοχή


Συνιστά επίσης το τετράπτυχο αυτό τον ορισμό του πολίτη. Πράγματι ο πολίτης χαρακτηρίζεται από τα τέσσερα ανωτέρω στοιχεία: την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τον έλεγχο της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν στη δημοκρατία, διότι σε αυτήν ο ελεύθερος Αθηναίος μετέχει άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δικαστική και κυβερνητική εξουσία, στον έλεγχο όλων των αξιωματούχων. Άλλωστε και ο  Αριστοτέλης όταν αναζητεί ένα ουσιαστικό ορισμό του πολίτη λέει  ότι πολίτης είναι αυτός που εναλλάσσεται στην εξουσία (εν μέρει άρχειν και άρχεσθαι), αυτός που μετέχει δικαστικής και κυβερνητικής εξουσίας.[8] Από τον Σόλωνα μέχρι το τέλος της δημοκρατίας τον 4ο αιώνα π.Χ. πολίτης σημαίνει πραγματική πολιτική συμμετοχή στην εξουσία. Πολίτης συνεπώς δεν είναι αυτός που ψηφίζει ή ανήκει σε ένα κόμμα, αλλά αυτός που συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην άσκηση της εξουσίας. 
Είναι εμφανές ότι για να υπάρξει το πολίτευμα αυτό της γενικής και γενικευμένης συμμετοχής απαιτεί το ενδιαφέρον, τη θέληση και την επαγρύπνηση των ανθρώπων. H δημοκρατία επομένως δεν είναι μόνο ένας τρόπος διακυβέρνησης, ένα πολίτευμα με θεσμούς δημοκρατικούς, με αρχές και αντιλήψεις δημοκρατικές, αλλά και τρόπος του βίου, υποστηρίζεται από μια δημοκρατική κοινωνία και από δημοκρατικά άτομα. Δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία χωρίς δημοκρατικά άτομα, και αντιστρόφως, δεν υπάρχουν δημοκρατικά άτομα χωρίς δημοκρατική κοινωνία. Ο δημοκρατικός τύπος ανθρώπου είναι αυτός που ασχολείται με τα κοινά, με τις κοινές υποθέσεις, με το κοινό συμφέρον, αυτός που συμμετέχει, που  είναι πολίτης και όχι ιδιώτης. Το εκφράζει πολύ ωραία ο Περικλής στον υπέροχο «Επιτάφιο»  Τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν. Ο ιδιώτης ασχολείται και ενδιαφέρεται για το δικό του προσωπικό συμφέρον,  παραμελεί και εγκαταλείπει το κοινό συμφέρον στα κόμματα, στους ισχυρούς, στους ολίγους, ως εκ τούτου αντικειμενικώς εναντιώνεται στο κοινό συμφέρον.
Σε όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά και τις αρχές της δημοκρατίας βασικό στοιχείο είναι η άμεση συμμετοχή των πολιτών. Άμεση συμμετοχή σημαίνει όχι αντιπροσώπευση, όχι κόμματα, όχι εκλογές.[9] Εδώ βρίσκεται το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, που παραμελείται ή αγνοείται και πρέπει να τονισθεί. Η δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα που έχει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων, απαιτεί την άμεση συμμετοχή τους, οφείλεται στη συμμετοχή τους, λειτουργεί και διατηρείται χάρις στη συμμετοχή τους και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την πραγματική συμμετοχή των ανθρώπων. Όλα τα άλλα πολιτεύματα (μοναρχία, δικτατορία, σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά, κομμουνιστικά, ολοκληρωτικά, ολιγαρχικά, αντιπροσωπευτικά)[10] όχι μόνο δεν απαιτούν αυτή τη συμμετοχή αλλά την απεύχονται, την αποτρέπουν και την εμποδίζουν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον Πράγμα που σημαίνει πως ο δρόμος για τη δημοκρατία είναι ένας και μοναδικός: η άμεση συμμετοχή όλων των ατόμων και η κυριαρχία του δήμου. Οποιαδήποτε παρέκβαση από τον δρόμο αυτόν οδηγεί σε αναίρεση της δημοκρατίας, οδηγεί σε ένα από τα πολιτεύματα που ανέφερα προηγουμένως. Mε άλλα λόγια η ελευθερία έχει ένα μόνο δρόμο, η δουλεία πολλούς.

           
Η πολιτική χωρίς ειδικούς
Η προτεραιότητα της πολιτικής

Είναι εμφανές από τα ανωτέρω ότι στην αντίληψη και την πρακτική της δημοκρατίας ενυπάρχει μία βασική ιδέα που έκτοτε παραγνωρίσθηκε, αποσιωπήθηκε, συγκαλύφθηκε. Είναι η αντίληψη περί πολιτικής: στα πολιτικά ζητήματα της κοινότητας, στα ζητήματα που αφορούν στο κοινό συμφέρον δεν υπάρχουν κάποιοι «ειδικοί», κάποιοι «επιστήμονες» οι οποίοι μπορούν να λύσουν τα ζητήματα. Ολοι είναι ικανοί να πουν τη γνώμη τους, να δικάσουν, να διαμορφώσουν και να θεσπίσουν νόμους, να λάβουν αποφάσεις, να ασκήσουν εξουσία. Ο τομέας των πολιτικών υποθέσεων διαχωρίζεται σαφώς από τους άλλους τομείς, όπου απαιτούνται ειδικές γνώσεις και ικανότητες.
Η δημοκρατική αρχή έγκειται στο εξής: μπορεί να εμπιστευθούμε την υγεία μας στον γιατρό, την υπόθεσή μας σε ένα δικηγόρο, το σπίτι μας στον αρχιτέκτονα ή τον μηχανικό, στους ειδικούς δηλαδή, διότι δεν μπορούμε να είμαστε ταυτοχρόνως γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί, αλλά δεν εμπιστευόμαστε τη σκέψη μας και τις πολιτικές υποθέσεις σε ειδικούς. Δεν αναθέτουμε σε άλλους να σκεφθούν για εμάς ή να πράξουν  για εμάς, για τις υποθέσεις που μας αφορούν άμεσα. Οι σκέψεις, οι επιθυμίες, οι βουλήσεις και οι πράξεις δεν αντιπροσωπεύονται. Στη δημοκρατική πολιτική δεν υπάρχουν ειδικοί, δεν υπερτερούν οι στρατιωτικοί, οι οικονομολόγοι, οι τεχνοκράτες ή οι ηθικολόγοι.  Δεν απαιτούνται ειδικοί, αλλά πολίτες που έχουν αίσθηση του κοινού συμφέροντος και ενδιαφέρον γι’ αυτό. Υπάρχει προτεραιότητα της πολιτικής και όχι της οικονομίας, της τεχνικής ή των στρατιωτικών.
Τα πολιτικά ζητήματα δεν απαιτούν επιστήμη, επιστημονική γνώση και σοφία, αλλά γνώμη (δόξα), πρακτική μόρφωση και πρακτική σοφία, πείρα και ενδιαφέρον. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κτήμα όλων των πολιτών και απαιτούνται για τις αποφάσεις και τη διαμόρφωση των νόμων. Σημειωτέον ότι οι αποφάσεις και οι νόμοι αφορούν στο μέλλον για το οποίο δεν απαιτείται επιστήμη, αλλά δόξα. Στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων δεν χρειάζεται η γνώση λ.χ. της ατομικής ή πυρηνικής φυσικής ούτε η γνώση κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων και εργοστασίων, αλλά η γνώση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον, στον οικονομικό τομέα και στις ανθρώπινες ζωές. Οι γνώσεις αυτές αποκτώνται μόνο με τη συμμετοχή στις αποφάσεις, στη διαμόρφωση των νόμων, στην άμεση άσκηση της εξουσίας, στον σύνολο πολιτικό βίο. Αυτό προϋποθέτει ότι υπάρχει ανοικτή συζήτηση από όλους όσοι επιθυμούν να πουν τη γνώμη τους και να καταθέσουν προτάσεις με επιχειρήματα λογικά, αποσκοπώντας στην πειθώ και όχι στην επιβολή μίας δήθεν μοναδικής και αναντίρρητης «επιστημονικής» αλήθειας.
Και στο σημείο αυτό έγκειται ένα άλλο χαρακτηριστικό της δημοκρατικής πολιτικής που είναι πάντοτε ζητούμενο και επιδιωκόμενο: η δημιουργία μίας κοινής γλώσσας, που επιτρέπει τη διαφανή έκθεση και κατανόηση των σημαντικών ζητημάτων και των αντιθέσεων που υπάρχουν εντός της κοινωνίας. Ο κύριος θεωρητικός αυτής της δημοκρατικής αντίληψης είναι ο σπουδαίος φιλόσοφος Πρωταγόρας, ο οποίος τεκμηριώνει την αντίληψη ότι όλοι είναι ικανοί για την πολιτική ικανότητα και όχι μόνο ολίγοι. άρα όλοι οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν στον πολιτικό βίο για να υπάρξουν και να διατηρηθούν οι πόλεις.[11]
Ο Κ. Καστοριάδης εκφράζει ως εξής τη δημοκρατική αντίληψη περί πολιτικής: «Η πολιτική δραστηριότητα στους αρχαίους Ελληνες προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα τουλάχιστον βασικό πεδίο σχετικά με το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ακριβής θεωρία. Ένα πεδίο που μας είναι ταυτόχρονα το πιο κοντινό, το πιο αινιγματικό και το πιο σημαντικό: το πεδίο των ανθρωπίνων υποθέσεων, και δη των πολιτικών και κοινωνικών… Δημοκρατία σημαίνει ότι ουδείς υπάρχει ο οποίος μπορεί να εμφανισθεί και με μία σειρά γεωμετρικών αποδείξεων να πει “Αυτό πρέπει να ψηφίσουμε σήμερα”. Εάν τούτο ήταν δυνατόν, δεν θα υπήρχε λόγος να υπάρχει Δημοκρατία, ή οτιδήποτε άλλο, αν κάποιος μπορούσε να παρουσιάσει μια σειρά οποιωνδήποτε αποδείξεων λέγοντας πως, “Ο,τι και να κάνουμε θα είναι εξίσου κακό, ή εξίσου άσκοπο”. Η Δημοκρατία ακριβώς προϋποθέτει ότι υπάρχουν πράγματα που είναι για να γίνουν, ότι εμείς τα κάνουμε, ότι συμμετέχουμε».
Στην προσέγγιση αυτή, πολιτική σημαίνει, όχι τις εκλογές και τα κόμματα, ούτε την λήψη των αποφάσεων και την θέσπιση των νόμων από ένα κόμμα ή ένα πρόσωπο, αλλά την αμφισβήτηση της υπάρχουσας θέσμισης της κοινωνίας, την έλλογη δραστηριότητα από το σύνολο των πολιτών ή την πλειονότητά τους, που σκοπεύουν, με διαβούλευση και γνώση, στη συνολική θέσμιση της πόλεως, της κοινωνίας. Η πολιτική υπό την έννοια αυτή αποβλέπει και συντελεί στη δημιουργία θεσμών που επιτρέπουν την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη των αποφάσεων και σε όλες τις μορφές εξουσίας, καθιστώντας έτσι τους πολίτες κυρίαρχους της πολιτείας - έχει δηλαδή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και τη διατήρηση της δημοκρατίας. Ενέχει το στοιχείο της αυτοοργάνωσης, του αυτοπροσδιορισμού, της άμεσης συμμετοχής των πολιτών σε όλα τα τεκταινόμενα. Η πολιτική υπάρχει όταν και μόνο όταν  είναι συλλογική υπόθεση, συλλογική διαβούλευση και αποβλέπει στο συλλογικό αγαθό. όταν τα ζητήματα του κοινωνικού συνόλου είναι υπόθεση του κοινωνικού συνόλου, όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται από το σύνολο και όχι (απλώς) για το σύνολο. Αυτή τη σημασία έχει άλλωστε στην αρχική της εμφάνιση που συνδέεται με τις έννοιες του πολίτη και της πόλεως: πολιτική είναι η συλλογική δραστηριότητα από ανθρώπους που είναι πολίτες  ή που θέλουν να γίνουν πολίτες και αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, στο συμφέρον της πόλεως. Πολιτική χωρίς τον πολίτη και την πόλιν είναι αδιανόητη, είναι κενό σχήμα. Πολιτική παράγεται από πολίτες όχι από πολιτικούς. Οι πολιτικοί αναιρούν την πολιτική. Την έννοια αυτή της πολιτικής έχουν αναδείξει, εκτός του Καστοριάδη, και άλλοι στοχαστές όπως η Άρεντ και ο Μπούκτσιν.[12] 

Το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα


Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν και κινούνται τα σημερινά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και η αντίληψη περί πολιτικής που κομίζουν. Κατόρθωσαν να απαξιώσουν τη δημοκρατία ως το πολίτευμα του όχλου, των αμόρφωτων, αγράμματων και αγροίκων, στηριζόμενα εν πολλοίς στην αρχαία ολιγαρχική προπαγάνδα όπως εκφράσθηκε από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Αριστοτέλη και μεταβιβάσθηκε για ευνοήτους λόγους στους μετέπειτα αιώνες.  Οι κυρίαρχες εξουσιαστικές ελίτ κατάφεραν να παρουσιάσουν τα κόμματα ως τα μόνα ικανά για διακυβέρνηση, επειδή δήθεν έχουν στους κόλπους τους τούς υποτιθέμενους ειδικούς, πολιτικούς, οικονομολόγους, τεχνοκράτες ή άλλους «επιστήμονες».[13] Η κοινοβουλευτική ιδεολογία και προπαγάνδα κατόρθωσαν να παρουσιάσουν ως πολιτική ακριβώς την απουσία της πολιτικής. την ταύτισαν με την απόλυτη κυριαρχία των γραφειοκρατών, των κομμάτων, των τεχνοκρατών, των μηχανισμών και των ποικίλων μυστικοσυμβούλων, οι οποίοι όμως αποσκοπούν στο ίδιον όφελος, στο κομματικό και όχι στο κοινό συμφέρον.
Κατάντησαν έτσι την πολιτική ταυτόσημη με τις ψυχαναγκαστικές μεθόδους της κομματικής νομενκλατούρας, της διαφήμισης, της προπαγάνδας, των συνθημάτων, των κομματικών ασμάτων και εμβατηρίων. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλά εργαλεία αλλά είναι η ουσία του σημερινού κοινοβουλευτισμού, και βρίσκονται ακριβώς στον αντίποδα της πολιτικής, αποτελούν τον ευτελισμό και την ακύρωσή της. Η κομματική και αντιπροσωπευτική ιδεολογία έχουν καταφέρει έτσι πολιτική να σημαίνει το να μην ασχολούνται - και να εμποδίζονται να ασχοληθούν - οι άνθρωποι με τα πραγματικά τους προβλήματα. Αυτή η αντίληψη και πρακτική είναι αντίθετες με τη δημοκρατική, σύμφωνα με την οποία η πολιτική δεν εκπορεύεται από το κράτος, τη γραφειοκρατία, από τα κόμματα, τους τεχνοκράτες και τους τεχνικούς της εξουσίας.

 

Το πλαίσιο αυτό μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτισμού. Όλα τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, που εν συντομία αναφέρθηκαν προηγουμένως, απουσιάζουν από τα σημερινά πολιτεύματα,  λείπουν τα τέσσερα στοιχεία: η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, ο έλεγχος. Πολιτική ελευθερία, με την έννοια της συμμετοχής στις αποφάσεις, στους νόμους και εν γένει στην εξουσία δεν υπάρχει.[14] Απόλυτη πολιτική ισότητα όλων δεν υπάρχει. Δικαιοσύνη με την έννοια της ισότητας και της μέριμνας για το δημόσιο συμφέρον δεν υπάρχει. Ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας από αδέκαστα και αμερόληπτα όργανα πολιτών δεν υπάρχει. Συμμετοχή των ανθρώπων στην εξουσία δεν υπάρχει. Συνεπώς στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχει πολιτική ανελευθερία (δουλεία), ανισότητα, αδικία, ανεξέλεγκτη εξουσία και οι πολλοί ουδόλως συμμετέχουν στις αποφάσεις, ούτε στη θέσπιση των νόμων, ούτε στη δικαστική εξουσία ούτε στην εκτελεστική.

Οι ολίγοι κυβερνούν, νομοθετούν, λαμβάνουν τις αποφάσεις, ασκούν ανεξέλεγκτα την εξουσία, προς όφελος δικό τους, των κομμάτων τους και των ολίγων ισχυρών και κεφαλαιοκρατών. Τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δηλαδή ολιγαρχικά. Συνεπώς ο κοινοβουλευτισμός, οι εκλογές, τα κόμματα και η αντιπροσώπευση, δεν χαρακτηρίζουν τη δημοκρατία, αλλά την ολιγαρχία. Κακώς τα σημερινά πολιτεύματα ονομάζονται αντιπροσωπευτικές, κοινοβουλευτικές, αστικές ή φιλελεύθερες δημοκρατίες. Είναι καθαρές ολιγαρχίες - ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τα ονόμαζε φιλελεύθερες ολιγαρχίες, διότι υπάρχουν και ανελεύθερες (Κούβα, Κίνα, Β. Κορέα, μουσουλμανικά καθεστώτα, αρκετές Αφρικανικές  και Ασιατικές χώρες).  

Επομένως, οι νεώτεροι, η νεωτερικότητα, η αστική τάξη, ο καπιταλισμός, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι δεν επινόησαν τη δημοκρατία, αλλά ένα άλλο πολίτευμα, τον κοινοβουλευτισμό, την αντιπροσώπευση, την φιλελεύθερη ολιγαρχία. Τη δημοκρατία επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Όμως, οι πολιτικές και οικονομικές ολιγαρχίες έχουν καταφέρει να επιβάλλουν την άποψη ότι η δημοκρατία είναι επινόηση των Νέων Χρόνων και των αστικών κοινοβουλίων και επί πλέον να παρουσιάσουν το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα ως τη μόνη ρεαλιστική και εφικτή λύση, ως  τη «μοναδική αλήθεια», ως «μονόδρομο».

Ο αγωνιστικός χαρακτήρας της δημοκρατίας      

Τα τέσσερα βασικά στοιχεία (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, έλεγχος) και γενικώς οι θεσμοί και τα δικαιώματα στη δημοκρατική κοινωνία δεν παραχωρήθηκαν από την εξουσία, από τους παραδοσιακούς κατόχους της, από τα ανώτερα κοινωνικώς και οικονομικώς στρώματα, αλλά κατακτήθηκαν με τους αγώνες των κατωτέρων στρωμάτων.  Δηλαδή από τη διάθεση, την επιθυμία και τη θέλησή τους να υπάρξουν διαφορετικά, να ανατρέψουν την κοινωνική και πολιτική αδικία να δημιουργήσουν μία άλλη κοινωνία, βασισμένη στη συμμετοχή όλων, με άλλους θεσμούς και νόμους, άλλες σημασίες και αξίες, βασισμένες στα ανωτέρω τέσσερα βασικά στοιχεία. Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του το εκφράζει πολύ ωραία: «Ακόμα και αν είναι πολύ δύσκολο να βρούμε την αλήθεια περί ισότητας και δικαιοσύνης, είναι πάντως ευκολώτερο από το να μεταπείσουμε αυτούς που λαμβάνουν περισσότερα από όσα πρέπει [δηλ. αυτούς που αδικούν, αυτούς που κυβερνούν]. Διότι την ισότητα και την δικαιοσύνη επιζητούν πάντοτε οι αδύνατοι, ενώ οι κρατούντες δεν φροντίζουν καθόλου».[15]
Ο Κ. Καστοριάδης τονίζει χαρακτηριστικώς ότι από φιλοσοφική σκοπιά, «η δημιουργία της δημοκρατίας  αποτελεί απάντηση στην άνευ νοήματος τάξη του κόσμου και έξοδο από τον κύκλο της ύβρεως».[16] Δηλαδή έξοδο από τον κύκλο της βίας και της αδικίας. Αυτό δεν επιτυγχάνεται χωρίς αγώνες, κοινωνικούς και πολιτικούς για κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη, ελευθερία, ισότητα και έλεγχο της εξουσίας. Οι ερευνητές (λ.χ. Jacob Burckhardt, Hannah Arendt) έχουν αναδείξει τον αγωνιστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας, ο οποίος δεν εκδηλώνεται μόνο στην πολιτική ιστορία των δημοκρατικών πόλεων, αλλά δηλώνεται εξ ίσου σαφώς στις ποικίλες άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού και πολιτισμικού βίου, καθώς φαίνεται και στην τρέχουσα ορολογία (ποικίλοι αγώνες: ποιητικοί, μουσικοί,, δικαστικοί, γυμνικοί, ολυμπιακοί κοκ).
Ο αγών είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας και ταυτοχρόνως προϋπόθεσή της. Αυτό τo αγωνιστικό στοιχείο σηματοδοτεί την ταυτόχρονη ανάδυση της πολιτικής, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Οι δημιουργίες αυτές έχουν κοινό στοιχείο την αμφισβήτηση, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Καστοριάδης.[17] Επιμένει δε σε αυτό το στοιχείο: «Η πολιτική και η δημοκρατία γεννιούνται όχι με την κυριαρχία του Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε με την ισότητα των πολιτών, αλλά με την ανάδυση της δυνατότητας αμφισβήτησης του νόμου μέσα από τη δράση της κοινότητας».[18]   
Η δημοκρατία δεν είναι φυσική κοινότητα και φυσικό γεγονός, δεν είναι εγγεγραμμένη στα γονίδια του ανθρώπου, ακόμα δε περισσότερο δεν είναι εγγεγραμμένη στα γονίδια του Έλληνα (όπως υποστηρίζουν οι εθνικιστές και οι ρατσιστές νεοέλληνες), δεν είναι βιολογικό γεγονός, δεν προέρχεται εκ φύσεως (Αριστοτέλης)  ή εκ θεού (Πλάτων, θρησκείες).  Προκύπτει από τη δράση και τον αγώνα των ανθρώπων, που ιδρύουν θεσμούς και επιβάλλουν καινοτόμες αλλαγές στην κοινωνία τους και αντιστρατεύονται τη φυσική κατάσταση. Αυτό φαίνεται σαφώς στην ιστορία των Αθηνών, που χαρακτηρίζεται από σημαντικές ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, γνωστές με ορισμένα ονόματα. Όπως του Σόλωνα (594 π.Χ.), κυρίως όμως με την εκπληκτική κοινωνική και πολιτική αναδιάρθρωση της Αττικής χάρις στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508 π.Χ.), με τις οποίες αρχίζει ουσιαστικά η δημοκρατική πορεία, αλλά και τις μετέπειτα αλλαγές με κορύφωση αυτές του Εφιάλτη (462 π.Χ.) και του Περικλή (458 π.Χ.). Με αυτές τις ριζικές αλλαγές διαμορφώθηκε μία πολιτική κοινωνία, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με φυσικές («πρωτόγονες») κοινωνίες.[19]
Η δημοκρατία είναι ιστορική και κοινωνική ρήξη, αποτελεί ριζική τομή, είναι φαντασιακή δημιουργία, εισβάλλει στην ιστορία μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο χώρο: 508 π.Χ. στην Αθήνα με τις αλλαγές που φέρουν το όνομα του Κλεισθένη. Τι γίνεται τότε; Για πρώτη φορά στην ιστορία τα κατώτερα στρώματα συμμετέχουν στις αποφάσεις και στη θέσπιση των νόμων, συναποφασίζουν και συν-νομοθετούν ισότιμα με τους παραδοσιακούς κατόχους της εξουσίας, τους ισχυρούς, ευγενείς και πλουσίους. Δεν είναι μόνο η πρώτη φορά αλλά και η τελευταία, η μοναδική. Είναι η γενέθλια πράξη της δημοκρατίας, η ίδρυση του δημοκρατικού πολιτισμού. Πρόκειται περί κοσμοϊστορικής στιγμής υψίστης σημασίας. Από τη στιγμή αυτή καταγόμαστε, από αυτή κατάγεται η πολιτική μας ιστορία και ο πολιτικός βίος.  Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η τραγωδία, η ιστοριογραφία, η φιλοσοφία είναι δημιουργίες που συμβαίνουν σε μία ιστορική στιγμή, ταυτόχρονα με τη δημιουργία της δημοκρατίας και της πολιτικής.
Έκτοτε η κλεισθένεια μεταρρύθμιση αποτελεί βάση και εφαλτήριο με τα οποία ο δήμος αυτομετασχηματίζεται στη συνέχεια με περισσότερη συμμετοχή του στα τεκταινόμενα. Ο αγώνας αυτός για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, έλεγχο, συμμετοχή δεν έχει προγραμματικό σχέδιο, αλλά στηρίζεται στις εκάστοτε κατακτήσεις και προχωρεί βαθμιαία, αλλά όχι πάντοτε ομαλά. Μάλιστα στην αρχή δεν υπήρχε καν η λέξη δημοκρατία, επινοήθηκε αργότερα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή. Στην αρχή για να δηλωθεί το πολίτευμα υπήρχε ο όρος «ισονομία», που σήμαινε, όχι μόνο την ισότητα ενώπιον του νόμου, αλλά την πολιτική ισότητα την εξασφαλιζόμενη μέσω του νόμου (ίση νομή εξουσίας).
Όλες αυτές οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις προέρχονται και υποστηρίζονται από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε ο Σόλων και ο Κλεισθένης, ούτε ο Θεμιστοκλής, ο Εφιάλτης και ο Περικλής, οι οποίοι ως ονόματα εκφράζουν και υλοποιούν αιτήματα, επιθυμίες, βουλήσεις ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η δημοκρατία λοιπόν οφείλεται σε συλλογικό κοινωνικό κίνημα και αγωνιστική διεκδίκηση, με αιτήματα και δημιουργία νέων νόμων και θεσμών, που οδήγησαν κατ’ αρχάς στην πολιτική κοινωνία, εν συνεχεία στην αποδυνάμωση των παραδοσιακών κατόχων της εξουσίας, των πανίσχυρων γενών και κατόπιν, μέσω διαδοχικών ριζικών μεταρρυθμίσεων, στη δημοκρατία.
Αυτές οι καινοτόμες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες δεν υπήρξαν σε άλλους λαούς, έθνη ή φυλές. Με αυτήν την έννοια η δημοκρατία δημιουργήθηκε στις ελληνικές πόλεις, και μάλιστα στις δημοκρατικές, ιδιαιτέρως στην Αθήνα και μάλιστα από τους δημοκράτες Αθηναίους. Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή από όλους τους Έλληνες ούτε σε όλες τις ελληνικές πόλεις ούτε από όλους τους Αθηναίους.[20] Έλληνας γεννιέσαι, όμως πολίτης και ελεύθερος γίνεσαι με τον αγώνα σου και τις επιλογές σου. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι η δημοκρατία όχι μόνο δεν είναι φύσει, αλλά είναι παρά φύσιν κοινωνία, οφείλεται στην επιθυμία, τη θέληση και τον αγώνα των ανθρώπων, που αλλάζουν άρδην τη «φυσική» και συνηθισμένη πορεία της κοινωνίας και επιβάλλουν μία άλλη, μία καινούρια θέσμιση.[21] Με άλλα λόγια αν η πορεία προς τη δημοκρατία έχει πολλούς εχθρούς, κόμματα, γραφειοκρατία, αντιπροσώπευση, αδιαφορία, ατομικισμό, θρησκεία κοκ, έχει όμως ένα σημαντικό και αποφασιστικό σύμμαχο και φίλο: τη συμμετοχή των ανθρώπων – το ενδιαφέρον, το πάθος, την εγρήγορση, την πρωτοβουλία, την φαντασία, την αυτοπεποίθησή τους, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.  
Το αγωνιστικό στοιχείο είναι το κύριο που διαφοροποιεί τη δημοκρατική κοινωνία από άλλες κοινωνίες, όπως αυτές που ανέδειξαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι ανθρωπολόγοι, σε φυλές και κοινωνικές ομάδες του Αμαζονίου ή της Αφρικής, οι οποίες στηρίζονται σε συλλογικές συζητήσεις και συναινετικές διαδικασίες. Οι κοινωνίες αυτές είναι φυσικές κοινωνίες, όχι πολιτικές. Στηρίζονται στο έθιμο, στο εθιμικό δίκαιο, σε σχέσεις φυλετικής συγγένειας και στην ανταλλαγή. Δεν έχουν γραπτό νόμο, ο μάγος της φυλής είναι ο νόμος και ο δικαστής. Δεν έχουν θεσμοθετημένα από την κοινότητα όργανα, ούτε γραφή και κείμενα ή άλλες εκδηλώσεις που δηλώνουν υπέρβαση της φυσικής κατάστασης. Ακόμη και εκεί που υπάρχουν συνθήκες συναινετικής διαβούλευσης αυτές προέρχονται από την παράδοση και το έθιμο, δεν είναι απαίτηση των ανθρώπων, δεν οφείλονται σε αγώνα της κοινωνίας.[22] Ακριβώς όπως η φυλή που αναφέρει ο P. Clastres στην οποία ουδείς θέλει να είναι αρχηγός της φυλής και γίνεται κατόπιν πιέσεων. Εδώ δεν πρόκειται περί αναρχικής κοινωνίας αλλά περί εθιμικού στοιχείου που παραδίδεται από γενιά σε γενιά.

Σημειωτέον ότι ο αγώνας των κατωτέρων στρωμάτων είναι αυτός που, και σε άλλες περιόδους της ιστορίας, οδήγησε σε σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, στη δημιουργία πολιτικών κοινωνιών και όχι θεοκρατικών ή μοναρχικών και σε  κατακτήσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τέτοια παραδείγματα έχουμε στη Ρώμη το 450 π.Χ. όταν οι πληβείοι αρνούνται να πολεμήσουν και αποσύρονται σε λόφο κοντά στη Ρώμη. Εξαναγκάζουν έτσι τους πατρικίους να τους παραχωρήσουν για πρώτη φορά ορισμένα δικαιώματα μέσω νόμου, τη γνωστή Δωδεκάδελτο. Ομοίως στους Νέους Χρόνους με τους αγώνες και τις επαναστάσεις των ανθρώπων σε Αγγλία, Β. Αμερική και Γαλλία κερδίζονται σημαντικές ελευθερίες και καινούργια συστήματα.

Η δημοκρατία ως πρόταγμα.
           
H δημοκρατία συνεπώς είναι πρόταγμα, συνειδητή ηθελημένη βλέψη που εκδηλώνεται με σκοπούς, στόχους και δράσεις από ευρέα ή ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας για την πραγματοποίησή της. «Το πρόταγμα, λέει ο Καστοριάδης, είναι το στοιχείο της πράξεως (και κάθε δραστηριότητας). Είναι μια καθορισμένη πράξη, θεωρούμενη ως προς τους δεσμούς της με το πραγματικό, ως προς το συγκεκριμενοποιημένο ορισμό των στόχων της, ως προς την εξειδίκευση των μεσεύσεών της. Είναι η πρόθεση ενός μετασχηματισμού του πραγματικού που καθοδηγείται από μια παράσταση του νοήματος αυτού του μετασχηματισμού, λαμβάνοντας κάθε φορά υπ’ όψιν τις πραγματικές συνθήκες και εμψυχώνοντας μια δραστηριότητα».[23]
Το περιεχόμενο και ο στόχος του προτάγματος της δημοκρατίας και της αυτονομίας είναι η αναδιοργάνωση και ο αναπροσανατολισμός της κοινωνίας με την αυτόνομη δράση των ανθρώπων. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί ότι αν και ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μπορούν να περιγραφούν ως προτάγματα εν τούτοις δεν έχουν σχέση με τη δημοκρατία και την αυτονομία, διότι δεν στηρίζονται στην αυτόνομη δράση των ανθρώπων, πράγμα που αποδείχθηκε άλλωστε από την ιστορική πραγματικότητα. Τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα επιζητούν την εξουσία εν ονόματι του λαού ή της εργατικής τάξης και την ασκούν χωρίς τον λαό, κατά της εργατικής τάξης. Διοικούν μέσω της γραφειοκρατίας του κόμματος και του κράτους αποκλείοντας την ευρύτερη συμμετοχή, την πολιτική ελευθερία, τις ατομικές ελευθερίες, την πολιτική ισότητα, τον έλεγχο των κομματικών και κρατικών αξιωματούχων. Δεν είναι ούτε κατ’ επίφαση δημοκρατικά. 
Με άλλα λόγια ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, όπως και η λεγόμενη σοσιαλδημοκρατία, εντάσσονται στο πρόταγμα της ετερονομίας, είναι μορφές της ετερονομίας - όχι βεβαίως ταυτόσημες ούτε ισοδύναμες. Φυσικά τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, αναφέρονται στον «λαό» και στις «μάζες», αλλά με τρόπο εμφανώς γενικό και ακαθόριστο. Εννοούν προφανώς ότι ο «λαός» και οι «μάζες», που έχουν στο μυαλό τους, πρέπει να τα ακολουθήσει και να τα αναγνωρίσει ως ηγέτες και πρωτοπορία σε αυτή τη μελλοντική ουτοπική κοινωνία.  

Συλλογικό υποκείμενο και δημόσιος χώρος

Το πρόταγμα λοιπόν της αυτονομίας και της δημοκρατίας τίθεται από ένα πολιτικό υποκείμενο. Ποιο είναι και πώς συγκροτείται ένα τέτοιο υποκείμενο; Κατ’ αρχάς δεν είναι ένας αρχηγός, ένα κόμμα, μία ομάδα, κάποιοι «ειδικοί», οι ολίγοι ισχυροί πλούσιοι κ.ο.κ. – το υποκείμενο της αυτονομίας είναι συλλογικό. Από την άλλη η γένεση της πολιτικής και της δημοκρατίας δεν στηρίζεται σε κάποια έννοια ενός προϋπάρχοντος και προκαθορισμένου συλλογικού υποκειμένου, το οποίο επειδή αποκαλείται «λαός» είναι αλάνθαστο, αναμάρτητο, διαφανές και δημιουργός αγαθών και δικαίων πραγμάτων. Το υποκείμενο-λαός δεν υφίσταται ως άμεσο δεδομένο της πολιτικής,  ως υπερκείμενο, υπεράνω πάσης υποψίας πριν από οποιαδήποτε συζήτηση και πράξη. Μία τέτοια εικόνα των πολλών ως έσχατης ιδρυτικής αρχής της πολιτικής είναι μία θεωρητική αφαίρεση και ιδεολογική ψευδαίσθηση, μία θεολογική έννοια και απλουστευτική αναγωγή.
Μια τέτοια υποστασιοποίηση του «λαού» προέρχεται από τον γερμανικό ρομαντισμό που προβάλλει την έννοια της ρίζας και της παράδοσης. Αυτήν την έννοια κληρονόμησαν και οι ποικίλοι εθνικισμοί αλλά και, από μία άλλη οπτική και με κάποιες τροποποιήσεις, η σοσιαλιστική και η κομμουνιστική ιδεολογία.[24] Αντιθέτως το συλλογικό υποκείμενο της δημοκρατίας είναι διαρκώς ζητούμενο και αυτοσυγκροτούμενο ως τέτοιο, αυτοπροσδιοριζόμενο και αυτοκαθοριζόμενο. Εμφανίζεται κάποια στιγμή στο προσκήνιο της ιστορίας, από το παρασκήνιο της ανυπαρξίας που ήταν ριγμένο μέχρι τότε, στερούμενο προσώπου, φωνής και οντότητας, και διεκδικεί ακριβώς πρόσωπο, φωνή και παρουσία. Διεκδικεί συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα, συμμετοχή σε αυτά που τον αφορούν, στις αποφάσεις και στην εξουσία.
Η εμφάνιση και η συμμετοχή αυτή δημιουργεί τον δημόσιο χώρο, τον χώρο που είναι πραγματικά δημόσιος, ανήκει σε όλη την κοινότητα, είναι κοινός, όπου λαμβάνονται συλλογικά οι αποφάσεις, θεσπίζονται οι νόμοι, ορίζονται οι άρχοντες, ελέγχεται η εξουσία. Δηλαδή ο δημόσιος χώρος είναι αδιανόητος χωρίς τα τέσσερα στοιχεία της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και του ελέγχου, είναι ανύπαρκτος χωρίς την παρουσία και τη συμμετοχή του δήμου. Ο δήμος αυτοσυγκροτείται ως πολιτικό υποκείμενο συγκροτώντας τον δημόσιο χώρο, καθιστώντας τον κοινό χώρο, όπου συνυπάρχουν οι άνθρωποι ως πολιτικά όντα. Αυτός ο  χώρος είναι ο μόνος που ανήκει σε όλους, που είναι κοινός και συγκροτεί την κοινή λογική, τον κοινό λόγο. Η αντίληψη αυτή συναντάται για πρώτη φορά στον αρχαιοελληνικό στοχασμό με κύριο εκφραστή τον Ηράκλειτο,[25] συνεχίζεται με τον Πρωταγόρα[26] και εκφράζεται σε θεσμούς κατά μοναδικό τρόπο στη δημοκρατική πόλιν.
Η ύπαρξη του δημοσίου χώρου οφείλεται και προϋποθέτει την πολιτική με την έννοια που αναφέρθηκε προηγουμένως. Πολιτική δημιουργείται όταν οι άνθρωποι συνευρίσκονται στον κοινό χώρο, μέσω του κοινού λόγου, διαμορφώνουν την κοινή αντίληψη για το κοινό αγαθό και αποβλέπουν σε αυτό. Ενώ όταν τα άτομα είναι απομονωμένα χάνεται η αίσθηση και η αντίληψη του κοινού αγαθού, με αποτέλεσμα να υπερτερεί και να προβάλλεται το επί μέρους, το ίδιον, το ατομικό και κομματικό συμφέρον (Ηράκλειτος). Το κοινό αγαθό δεν υπάρχει εξ ορισμού κάπου και είναι περίοπτο από όλους όσους αποφασίζουν να το υποστηρίξουν, αλλά συγκροτείται από την κοινή βούληση, την κοινή διερεύνηση και διαβούλευση, συν-καθορίζεται από τους συμμετέχοντες. Στο τέρμα μιας τέτοιας συμμετοχικής και διαβουλευτικής διαδικασίας ισχύει αυτό που λέει ο συγγραφέας του Κοινωνικού Συμβολαίου: «το κοινό αγαθό θα πρέπει να αναδεικνύεται παντού σαν αυτόδηλο με την απλή λογική».
Η Arendt  τονίζει μάλιστα μία βασική ιδέα για όλη την ψυχική συγκρότηση του ατόμου, την οποία συνήθως ξεχνούμε ή την θεωρούμε πολύ φυσιολογική: «Ακόμα κι η εμπειρία της αισθητής και υλικής πραγματικότητας εξαρτάται από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, από την κοινή λογική μας, που διευθύνει και εξουσιάζει όλες τις άλλες αισθήσεις και χωρίς την οποία καθένας μας θα ήταν φυλακισμένος μέσα στην ιδιαιτερότητα των προσωπικών του εντυπώσεων, που καθαυτές είναι αβέβαιες και απατηλές. Μόνο επειδή έχουμε μια κοινή αίσθηση και λογική, επειδή στη γη δεν κατοικεί ένας αλλά πολλοί άνθρωποι, μπορούμε να βασιστούμε στην αμεσότητα της εμπειρίας των αισθήσεών μας».[27] Με άλλα λόγια χωρίς τους άλλους, χωρίς τη σχέση και την αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε  αντίληψη και γνώση της πραγματικότητας. H άποψη αυτή μεταφερμένη στον πολιτικό χώρο σημαίνει ότι χωρίς τη συνεύρεση με τους άλλους σε δημόσιο πολιτικό χώρο, χωρίς τη συλλογική διαβούλευση, είναι αδύνατη οποιαδήποτε ουσιαστική πολιτική γνώση, συλλογική γνώμη, άρα είναι αδύνατη και η έλλογη συλλογική απόφαση.
 Εντός του δημοσίου χώρου, συγκροτείται ο δήμος ως συλλογικό πια υποκείμενο, εμπλουτίζεται από τις εκφραζόμενες αντιθέσεις και διαφωνίες, εκδηλώνει μία έλλογη «γενική βούληση», με τρόπο ανεξάρτητο και αυτόνομο από κάθε είδους μηχανισμό – οι μηχανισμοί  ασκούν εξουσία χωρίς τους πολλούς από τους οποίους την έχουν αφαιρέσει. Συνεπώς στις σημερινές κοινωνίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δήμος δύναται να αυτοσυγκροτηθεί και να εκδηλώσει μια «γενική βούληση» μόνο όταν ανεξαρτητοποιηθεί από το κράτος, από τη γραφειοκρατία, από τα κόμματα, από τους «αντιπροσώπους», από τα ΜΜΕ, από τις ποικιλώνυμες συντεχνίες και κογκλάβια του αντιπροσωπευτικού συστήματος.[28] Μόνο σε αυτή την περίπτωση οι πολλοί αποκτούν εξουσία, τότε ο λαός είναι κυρίαρχος, μόνο τότε υπάρχει η «λαϊκή κυριαρχία», τότε τα άτομα γίνονται πολίτες. Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή οι άνθρωποι συγκεντρώνονται και συνασπίζονται, γεννάται η εξουσία του δήμου, και εξαφανίζεται όταν «για οποιονδήποτε λόγο, οι άνθρωποι διασκορπίζονται και εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον», όπως σημειώνει εύστοχα η Hannah Arendt.[29] Τα απομονωμένα άτομα και οι απομονωμένες ομάδες δεν έχουν καμία εξουσία. Εδώ συναντάμε τον Ηράκλειτο του 6ου π.Χ. αιώνα: «Τοις εγρηγορόσιν εις και κοινός κόσμος, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεται». Δηλαδή, όσοι επαγρυπνούν έχουν έναν και κοινό κόσμο, ενώ όσοι κοιμούνται περιορίζονται έκαστος στο δικό του.  
Οι πολλοί λοιπόν αποκτούν πρόσωπο και υπόσταση με την συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα, όταν θέτουν αιτήματα αλλαγής, όταν αμφισβητούν την εξουσία, όταν αγωνίζονται για τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων - είναι η στιγμή που η ανώνυμη συλλογικότητα αυτοσυγκροτείται ως δήμος, συγκροτώντας τον δημόσιο χώρο. Όταν, δηλαδή, αναδύεται το πρόταγμα της αυτονομίας, όπως λέει ο Καστοριάδης. Αυτό έγινε με ριζικό τρόπο δύο φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας (στις αρχαίες ελληνικές πόλεις και στους Νέους Χρόνους με τις αστικές επαναστάσεις).  
Φυσικά στα σημερινά πολιτεύματα δεν υπάρχει πραγματικά δημόσιος χώρος με αυτή την έννοια του κοινού. Αυτό που αποκαλείται δημόσιος χώρος είναι ουσιαστικώς ιδιωτικός, είναι κτήμα των ολίγων, των πολιτικών, των κομμάτων, των τραπεζών, των μεγάλων συμφερόντων, των ΜΜΕ, της διαφήμισης και, όπως γράφει ο Καστοριάδης, της πορνογραφίας.[30] Συνεπώς αυτό που λέγεται κατά κόρον, ότι στα σημερινά πολιτεύματα αποφασίζει ο λαός ή ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, είναι κενολογία και απάτη, διότι ο λαός δεν συμμετέχει σε πραγματικό δημόσιο κοινό χώρο. H εξουσία ανήκει στους ολίγους πολιτικούς και οικονομικώς ισχυρούς, στα κόμματα, στη γραφειοκρατία, που λυμαίνονται τον δημόσιο χώρο και το δημόσιο ταμείο.

Η δημοκρατία δεν είναι ουτοπία, αλλά ευτοπία

 

Οπότε τίθεται ευλόγως ένα βασικό ερώτημα: κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία ενός πραγματικά δημοσίου χώρου, ο οποίος να εξασφαλίζει την κυριαρχία του δήμου; Κατά πόσο ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοκυβέρνηση, δηλαδή η άμεση δημοκρατία είναι σήμερα δυνατή και με ποιον τρόπο; Για το ζήτημα αυτό εκφράζονται πολλές αμφιβολίες. Τα αρνητικά επιχειρήματα που συνήθως προβάλλονται είναι α) ότι η σημερινή εντελώς διαφορετική πραγματικότητα δεν προσφέρει τις συνθήκες που υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα (μικρό πληθυσμό, μικρή έκταση, απλούστερα προβλήματα), ως εκ τούτου δεν είναι ρεαλιστικό πρόταγμα. Και β) οι άνθρωποι δεν επιθυμούν την αυτοκυβέρνηση, ακολουθούν και ψηφίζουν τα κόμματα, άρα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αφού η ανθρώπινη πραγματικότητα είναι αντίθετη. Τα επιχειρήματα αυτά τα έχω συζητήσει αλλού,[31] και εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά συμπληρωματικά σχόλια.
Σε αυτούς που αντιτάσσουν ότι η αυτοκυβέρνηση και η δημοκρατία  δεν είναι δυνατές, δεν είναι ρεαλιστικά αιτήματα, αλλά ρομαντισμός, αφέλεια ή ουτοπία, η απάντηση είναι ότι ρεαλισμός δεν σημαίνει να υποκύπτεις στην πραγματικότητα και να την δέχεσαι παθητικά και δουλικά, αλλά να αναζητάς μιαν άλλη πραγματικότητα. Ρεαλισμός δεν είναι να αποδέχεσαι την πραγματικότητα, αλλά να προσπαθείς να την αλλάξεις. Ουτοπία δεν είναι να πιστεύεις ότι η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει, αλλά το να πιστεύεις ότι δεν θα αλλάξει και θα παραμείνει όπως έχει επ’ άπειρον. Τα επιχειρήματα αυτά κατά του εφικτού της δημοκρατίας βλέπουν δηλαδή μόνο τη μία πλευρά και παρακάμπτουν μία εξ ίσου σημαντική αλήθεια: πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτά που ισχύουν, η συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομικο-πολιτική κατάσταση, οι εγκαθιδρυμένοι θεσμοί, οι ισχύοντες νόμοι και οι επικρατούσες αξίες. Είναι και όλα όσα εμείς επιθυμούμε και δυνάμεθα να πράξουμε, μετά από στοχασμό και διαβούλευση, όσα θέλουμε και αντιτάσσουμε στην υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή οι δικοί μας θεσμοί, νόμοι και αξίες, η δικιά μας θέληση.[32]
H Arendt αναλύει και αναδεικνύει την αξία και τη δύναμη της θελήσεως ως πρώτιστο γενεσιουργό παράγοντα της πράξεως (le ressort de laction) στο βιβλίο της Η ζωή του πνεύματος, τόμ. 2ος, με υπότιτλο «Η θέληση». Από τις πρώτες σελίδες ήδη τονίζει ότι η θέληση είναι η ανθρώπινη ιδιότητα για την αντιμετώπιση του μέλλοντος, μέσα από την ανοικτή εμπειρία του χρόνου. είναι το όργανο του μέλλοντος, όπως η μνήμη είναι το όργανο του παρελθόντος.[33] Έτσι όμως η θέληση συνδέεται με τη φαντασία, διότι το μέλλον δεν υπάρχει κάπου, δεν είναι άμεσα ορατό, πρέπει να το συλλάβει κανείς με τη δύναμη της φαντασίας. Είναι πολύ δαφωτιστικό ένα χωρίο στο οποίο ο Καστοριάδης συνδέει με μοναδικό τρόπο τη θέληση με τη φαντασία: «Η πολιτική φαντασία έχει εξαφανισθεί. Η εξαφάνιση αυτή της φαντασίας πάει μαζί με την κατάρρευση της θέλησης. Γιατί πρέπει βέβαια να μπορείς να παραστήσεις στο μυαλό σου κάτι που δεν υπάρχει, για να μπορέσεις να θελήσεις. Και πρέπει να θέλεις στα ενδόψυχά σου κάτι άλλο από την απλή επανάληψη, για να μπορείς να φαντάζεσαι».[34] Όλα εξαρτώνται από αυτή την ανθρώπινη δύναμη της φαντασίας, της θέλησης, η οποία επιτρέπει να φαντασθούμε άλλα πράγματα από τα ήδη γνωστά και υπάρχοντα, από τα στερεότυπα και τα καθιερωμένα, να φαντασθούμε, να θελήσουμε, νέες ιδέες, θεσμούς και σημασίες. Πρέπει λοιπόν να φαντασθούμε την άλλη κοινωνία, την άλλη πραγματικότητα, που σημαίνει πρέπει να τολμήσουμε να σκεφθούμε διαφορετικά, να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλοιώς.[35] Φυσικά προς τούτο απαιτείται εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στις δικές μας δυνάμεις, στις ικανότητές μας. 
Ο Κίρκεγκωρ έλεγε: «Δεν είναι ο δρόμος που είναι δύσκολος, είναι το δύσκολο που είναι δρόμος». Το δύσκολο βρίσκεται στην αδυναμία της  θέλησης και στην οκνηρία της φαντασίας, στην απροθυμία να σκεφθούμε και να δράσουμε διαφορετικά. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι  τα άτομα και οι κοινωνίες αφήνονται στον εφησυχασμό των «κεκτημένων» και έχουν μία δυσπιστία και φοβία στο καινούριο και το άγνωστο. Προτιμούν τη σιγουριά του ήδη γνωστού και αναγνωρίσιμου, έχουν το δικό τους νόμο αδρανείας. Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: όταν τολμάμε ίσως χάνουμε ορισμένα πράγματα από τα «κεκτημένα», όταν όμως δεν τολμάμε χάνουμε τον εαυτό μας, την ελευθερία μας, γινόμαστε δούλοι - όπως σήμερα. Από τη στιγμή όμως που λαμβάνουμε την απόφαση ανοίγει ο δρόμος της δημιουργίας του νέου, του άλλου.
Τίποτε στην Ιστορία δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Η Ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη, γραμμική και νομοτελειακή, δεν εξαρτάται από κάποιες αδήριτες φυσικές ή οικονομικές αναγκαιότητες ούτε από «ιστορικούς νόμους». Εδώ βρίσκεται μία μεγάλη συμβολή του Κ. Καστοριάδη, και έχει σχέση με την κριτική που άσκησε στην μαρξική θεωρία: η ιστορία είναι δημιουργία ανθρώπινη, απρόβλεπτη και φαντασιακή, υπερβαίνει τους ορθολογικούς καθορισμούς.  Σημειώνει δε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη στην πολιτική και στην ιστορία. Την παραμονή του Μάη του ’68, ο Viansson-Ponté  έγραφε το περίφημο άρθρο του ‘’Η Γαλλία πλήττει’’. Πράγματι, έπληττε τόσο πολύ που εξερράγη λίγες εβδομάδες αργότερα. Δεν θέλω βέβαια να πω ότι είμαστε στις παραμονές ενός καινούργιου Μάη του ’68. Απλώς, ότι καμιά σφυγμομέτρηση και καμιά εμπειρική επαγωγή δεν μπορούν να προβλέψουν τη συμπεριφορά ενός πληθυσμού βραχυπρόθεσμα, και ακόμη λιγότερο μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα».[36] Αυτό που συνέβη πριν από τον Μάη του ’68 και καθόρισε την μετέπειτα πορεία ήταν οι πρωτοβουλίες από ένα μέρος του πληθυσμού που είχε αρχίσει να αμφισβητεί θεσμούς, έννοιες, σημασίες, αξίες, τον τρόπο του βίου, και επινοούσε αιτήματα, διεκδικήσεις, νέες μορφές οργάνωσης και δράσης. 
Το βασικό που παίζει ρόλο, όπως ήδη είπα, είναι η επιθυμία των ανθρώπων να υπάρξουν διαφορετικά, η θέλησή τους να έχουν λόγο γι  αυτά που τους αφορούν και τους επηρεάζουν, γι’ αυτά που καθορίζουν τον βίο και το μέλλον τους.[37] Όλα είναι πιθανά και δυνατά, εφ’ όσον εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, από το κοινωνικό φαντασιακό.[38] Όλα είναι δυνατά για τον άνθρωπο, όπως το διατύπωσε και ο Σοφοκλής με απαράμιλλο τρόπο τον 5ο αιώνα, στο υπέροχο και μοναδικής ομορφιάς και πλήρους νοήματος στάσιμο της Αντιγόνης (πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπω δεινότερον πέλει... στ. 332-375). Το χορικό αυτό είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργικότητα, η οποία δεν υπακούει, δεν υποκύπτει σε καμία αναγκαιότητα. Μόνο μία αναγκαιότητα δεν μπορεί να αποφύγει ο άνθρωπος, τον θάνατο: Άπορος επ’ ουδέν έρχεται / το μέλλον . Άϊδα μόνον / φεύξιν ουκ επάξεται.[39] Τη δύναμη του ανθρώπινου και κοινωνικού παράγοντα γνώριζε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα λεγόμενα ρεαλιστικά βιβλία των Πολιτικών του εξετάζει αναλυτικά τους τρόπους και τις αιτίες εγκαθίδρυσης, διατήρησης και φθοράς όλων των πολιτευμάτων. Αναδεικνύει ως κύριο παράγοντα των αλλαγών τις διαθέσεις και τις προσπάθειες των ανθρώπων, των πολιτικών ομάδων και των κοινωνικών στρωμάτων για εξουσία. Αναφέρει λ.χ. ότι η ολιγαρχία εγκαθίσταται όταν οι ολίγοι πλούσιοι επιθυμούν την εξουσία και έχουν τη δύναμη να την κατακτήσουν, ενώ ταυτοχρόνως οι πολλοί δεν την επιθυμούν και δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν.
Οι σημαντικές αλλαγές στην ιστορία δεν γίνονται από τις κομματικές ηγεσίες, τους βουλευτές και τα κοινοβούλια, από την κρατική νομενκλατούρα και τη γραφειοκρατική διαχείριση, αλλά από την κοινωνική βάση, από τις κοινωνικές συλλογικότητες, που όταν θέλουν και έχουν όραμα εισβάλλουν στο προσκήνιο και απαιτούν άλλη θέσμιση της κοινωνίας. Ας μη ξεχνούμε ότι όταν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές πραγματοποιούνται θεωρούνται αναπόφευκτες και αναγκαίες, ενώ πριν πραγματοποιηθούν θεωρούνται απραγματοποίητες ή ουτοπίες. Ο Max Weber γράφει: «Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν θα είχε πετύχει το εφικτό, αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φθάσει το ανέφικτο». Ένα μόνο παράδειγμα, από τα πολλά, αρκεί. Τον 17ο αιώνα ο John Locke στη Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως δηλώνει για πρώτη φορά μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα τα εξής σημαντικά και επαναστατικά: «Η δουλεία αποτελεί για τον άνθρωπο μια κατάσταση τόσο ευτελή, τόσο άθλια και τόσο ευθέως αντίθετη με τη μεγάθυμη ιδιοσυγκρασία και το θάρρος του έθνους μας, ώστε πολύ δύσκολα θα φανταζόμασταν ότι ένας Άγγλος, κι ακόμα λιγότερο, ένας έντιμος άνθρωπος, θα μπορούσε να την υποστηρίξει». Το κήρυγμα αυτό κατά της δουλείας άργησε να γίνει πραγματικότητα, διότι, ως γνωστόν, η δουλεία καταργήθηκε επισήμως μετά από δύο αιώνες, τον 19ο αιώνα. Δηλαδή όταν έγραφε την άποψή του ο Λοκ, ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί και φαινόταν ανέφικτη και ουτοπία.
Η συμμετοχή λοιπόν των ανθρώπων στις αποφάσεις, στους νόμους και στον έλεγχο της εξουσίας δεν είναι ακατόρθωτη. Τα αιτήματα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και του ελέγχου δεν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Η δημοκρατία είναι εφικτή. Δεν είναι ουτοπία όπως λέγεται συνήθως από τους ποικίλους σκεπτικιστές, αντιπάλους και εχθρούς της.[40] Ουτοπία είναι το όραμα του αναρχισμού για μία κοινωνία χωρίς εξουσία. Ουτοπία ήταν το όραμα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού για μία αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Αν και ο Μαρξ με τον Ένγκελς παρουσίασαν τον σοσιαλισμό τους ως «επιστημονικό», εν αντιθέσει με τον «ουτοπικό» των προγενεστέρων τους, εν τούτοις και ο δικός τους αποδείχθηκε εξίσου ουτοπικός. Ουτοπία είναι η αναζήτηση μίας ιδανικής, εξιδανικευμένης και τέλειας κοινωνίας, ενώ  δημοκρατία είναι η προσπάθεια για μία δίκαιη κοινωνία. Η δημοκρατία δεν είναι ουτοπία, αλλά ευτοπία. Με τη λέξη ευτοπία δεν εννοώ μία τέλεια, ιδεώδη, ευδαίμονα κοινωνία, αλλά μία κοινωνία που έχει βρεί - έχει κατακτήσει - έναν «τόπο» για να στηριχθεί, να κατοικήσει και να πράξει: να διατηρήσει ανοικτό το ζήτημα της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης ως υπόθεση συλλογικής διαβούλευσης. Ο τόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον δημόσιο χώρο, τον κοινό χώρο, που περιέγραψα προηγουμένως, και ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της δημοκρατίας. Η ευτοπία, δηλαδή, είναι ο αυτοσυγκροτούμενος σε κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο δήμος. 

Θα πρέπει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η αρχαία δημοκρατία υπήρξε στην πραγματικότητα, ήταν πραγματικό γεγονός, ρεαλιστική, δεν ήταν θεωρητική σύλληψη και ουτοπική έμπνευση. Αντιθέτως η ουτοπία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη ως θεωρητική φιλοσοφική απάντηση στη δημοκρατία. Ο εισηγητής της ουτοπίας είναι ο μεγάλος αντιδημοκράτης φιλόσοφος, ο Αθηναίος Πλάτων. Συλλαμβάνει μία θεωρητική πολιτεία, η οποία υπάρχει μόνο στη σκέψη του, και ουσιαστικώς πρόκειται για μία εφιαλτική αντιδημοκρατική ουτοπία. Ουτοπία με την έννοια ότι οι βασιλείς φιλόσοφοι δεν υπήρξαν ποτέ και είναι αδύνατο να βρεθούν όπως τους οραματιζόταν ο Πλάτων, δηλαδή να δημιουργήσουν την αρίστη πολιτεία και την ευδαιμονία – ο ίδιος άλλωστε το παραδέχεται στα μετέπειτα έργα του. Από την άλλη όμως το όραμα του Πλάτωνα δεν ήταν ουτοπία, αλλά ρεαλιστικό όραμα, διότι ανέκαθεν υπήρξαν βασιλείες ανελεύθερες, αυταρχικές και απολυταρχικές, καθώς και άλλες εφιαλτικές αντιδημοκρατικές πολιτείες, και από ότι δείχνει η ανθρώπινη ιστορία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται και δεν αντιδρούν.


Η σημερινή κρίση


 Όλες οι προϋποθέσεις, απαραίτητες για τη δημοκρατία, που αναλύθηκαν στα προηγούμενα,  θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μία συζήτηση στους σύγχρονους χαλεπούς καιρούς, στους οποίους διαπιστώνεται η απουσία όχι μόνο του προτάγματος της αυτονομίας, αλλά και της συζήτησης για τη δημοκρατία.[41] Επίσης απουσιάζει και κάποιος χώρος, κάποιος πόλος, μία κίνηση ή μία ευρεία ομάδα που να προωθεί τις ιδέες αυτές. Απουσιάζει δηλαδή η θέληση για τη δημιουργική πολιτική πράξη, η προσπάθεια να γίνουμε πολίτες. Η απουσία αυτή στις δραματικές στιγμές που ζούμε κυρίως εν Ελλάδι λαμβάνει διαστάσεις  αντίστοιχες της παρακμής, της χρεοκοπίας, που διέρχεται η νεοελληνική κοινωνία. Αυτή η παρακμή και η χρεοκοπία οφείλονται κυρίως στην άρχουσα τάξη, στην ανικανότητα του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων, στην ασυδοσία των ισχυρών κεφαλαιούχων, τραπεζών, επιχειρηματιών, ΜΜΕ. Έγιναν όμως δυνατές χάρις στη συναίνεση  του 80% τουλάχιστον των νεοελλήνων ψηφοφόρων στα δύο κόμματα εξουσίας και στην ουσιαστική απουσία τους από την πολιτική σκηνή.
Αυτό που ζούμε και θα ζήσουμε είναι η εκδίκηση της πολιτικής πραγματικότητας, είναι η εκδίκηση λόγω της απουσίας ενδιαφέροντος για τα πολιτικά πράγματα. διότι οι νεοέλληνες στην πλειονότητά τους έπαψαν να είναι ενεργοί πολιτικώς, να ασχολούνται με τα κοινά, με το κοινό συμφέρον. διότι μετατράπηκαν σε ψηφοφόρους, υπηκόους, υποτακτικούς-πελάτες των κομμάτων, σε καταναλωτές, ακροατές, τηλεθεατές, σε ιδιώτες, απομονωμένες μονάδες έγκλειστες στον δικό τους αυτιστικό μικρόκοσμο. διότι παραχώρησαν τις σημαντικώτερες υποθέσεις του κοινού συμφέροντος σε απατεώνες επαγγελματίες πολιτικούς, σε ανίκανα και διεφθαρμένα κόμματα, στο κυνικό ολιγαρχικό σύστημα, σε άθλιους  γραφειοκράτες που ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους ατομικό και κομματικό συμφέρον. Η παρακμή και χρεοκοπία δηλώνουν με τον πιο εύγλωττο και δραματικό τρόπο ότι η πολιτική πραγματικότητα έχει καθοριστική σημασία για όλους, ιδίως για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες.
Η απουσία των ανθρώπων από την πολιτική δεν συνεπάγεται και την απουσία της πολιτικής από τη ζωή τους. Με άλλα λόγια η αδιαφορία τους για την εξουσία δεν σημαίνει ότι και η εξουσία αδιαφορεί γι αυτούς. Αντιθέτως νομοθετεί και αποφασίζει γι αυτούς εν ονόματί τους και εναντίον τους. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η αδιαφορία των ανθρώπων τόσο μεγαλύτερη είναι η αυθαιρεσία, ο αυταρχισμός, η αλαζονεία και η απληστία της εξουσίας. Άρα είναι προς το συμφέρον των ανθρώπων να ασχοληθούν έστω και τώρα με την πολιτική.
Αυτό δε που επιδιώκεται με την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ από την πολιτική και οικονομική ελίτ και τα πρωτόγνωρα μέτρα της βίαιης και ανάλγητης νεοφιλελεύθερης επίθεσης από την Άνοιξη 2010 δεν   είναι η «ανόρθωση της χώρας», αλλά πρώτον, η εξόφληση των δανειστών, δεύτερον, η διάσωση των τραπεζών, των βιομηχανιών, των επιχειρήσεων και των ανωτέρων στρωμάτων και τρίτον, η αποδυνάμωση, ο εκφοβισμός και η τρομοκράτηση των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων, με σκοπό την ολοσχερή υποταγή τους, την εξουδετέρωση κάθε συλλογικής θέλησης και βούλησης,  την όξυνση και γενίκευση του ατομικισμού. Και εδώ  συναντάμε το θεμελιώδες πρόβλημα της ελευθερίας στη γενική της έκφραση αλλά και την πολιτική, για το οποίο μας είχε προειδοποιήσει ο Καστοριάδης από τη δεκαετία του ’80: «Η ελευθερία δεν απειλείται μόνο από καθεστώτα ολοκληρωτικά ή αυταρχικά αλλά, με πιο ύπουλο τρόπο και ίσως επικίνδυνο, από την εξαφάνιση της κριτικής, της σύγκρουσης, την εξάπλωση της αμνησίας, της ασημαντότητας και την αυξανόμενη ανικανότητα αμφισβήτησης της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου και της ζωής».[42] 
  Σήμερα διαπιστώνουμε και βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες αυτής της αλήθειας. Όχι μόνο απουσιάζουν εντελώς τα τέσσερα στοιχεία (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, έλεγχος), αλλά καταργούνται και τα ψήγματα των ατομικών ελευθεριών, δικαιωμάτων, ασφαλιστικών εγγυήσεων, συντάξεων, υγείας, εργασίας, που κατακτήθηκαν με συλλογικούς αγώνες. Εν ολίγοις καταργούνται κατακτήσεις που επιτρέπουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Εν τούτοις δεν υπάρχει κριτική και αμφισβήτηση, ούτε φαντασία και θέληση για δημιουργία, αλλά στασιμότητα, ευτέλεια και ασημαντότητα. Αυτό στην ορολογία του Καστοριάδη σημαίνει βαρβαρότητα, και είναι μία από τις σημασίες με την οποία τη χρησιμοποιεί στο δίπολο «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» και αργότερα στο «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Μία κοινωνία βρίσκεται στη βαρβαρότητα όταν «χαρακτηρίζεται είτε από ιστορική στασιμότητα...είτε από βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις δίχως όμως καμία ιστορική δημιουργικότητα. Συνοπτικά, μία κλειστή κοινωνία που λιμνάζει ή που δεν ξέρει παρά να γίνεται κομμάτια δίχως να δημιουργεί τίποτε».[43]
Είναι ακριβώς αυτό που διαπιστώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες, όλως ιδιαιτέρως εν Ελλάδι: η γενικευμένη παρακμή σε όλους τους τομείς, η γενικευμένη βαρβαρότητα, η ενδημική βαρβαρότητα και με τις δύο σημασίες της. Επομένως, το δίλημμα «αυτονομία ή βαρβαρότητα» παραμένει εξαιρετικώς επίκαιρο και δραματικώς επείγον. Από τη στιγμή που οι Νεοέλληνες δεν ανησυχούν και δεν τους φοβίζουν οι βάρβαροι, σημαίνει ότι τους μοιάζουν. Απομένει να το διαψεύσουν, και να δημιουργήσουν εστίες προβληματισμού, διαβούλευσης και αντιστάσεων για να μη παρασυρθεί όλη η κοινωνία από τα κύματα της βαρβαρότητας.











[1] Αριστοτέλης, Πολιτικά 6, 1317β2: ελευθερίας έν μεν το εν μέρει άρχειν και άρχεσθαι. Πρβλ. 1317b19-20: άρχειν πάντας μεν εκάστω, έκαστον δ’ εν μέρει πάντων. Και Ευριπίδης, Ικέτιδες, 404 κ.ε.
[2] Αριστοτέλης Πολιτικά 6, 1317β10: έν μεν ουν της ελευθερίας σημείον τούτο (το ίσον). Πρβλ. 1317β19. 
[3] Καστοριάδης, «Σοσιαλισμός και αυτόνομη κοινωνία» (1979), Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, Υψιλον, Αθήνα, 1986, σ. 14.
[4]  Αριστοτέλης Πολιτικά 6, 1317β4: Και γαρ το δίκαιον το δημοτικόν το ίσον έχειν εστί κατά αριθμόν αλλά μη κατ’ αξίαν. Πρβλ. 1318α5.
[5]  Δημόκριτος, απόσ. Β252 (H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Zurich,1992. εξής DK).
[6]  Αυτή η πολιτική έννοια της δικαιοσύνης έχει συγκαλυφθεί και ξεχασθεί έκτοτε μέχρι σήμερα - όπως άλλωστε και οι προηγούμενες έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας - και υποκαθίσταται από μία νομικίστικη διαδικασία.
[7]  Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος 17. Πρβλ. Κατά Κτησιφώντος 22: Ανυπεύθυνον δε και αζήτητον και ανεξέταστον ουδέν έστι των εν τη πόλει.  Και Δημόκριτος, DK, απ. B265.
[8]  Αριστοτέλης Πολιτικά 3, 1275a22: πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής.
[9]  Περισσότερα βλ. Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου. Του ιδίου, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα, . Του ιδίου,  Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β’, Κριτική, Αθήνα, Και Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[10] Εξυπακούεται ότι όλα αυτά τα πολιτεύματα δεν ταυτίζονται, δεν έχουν την ίδια αξία, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αντιπροσωπευτικό είναι το καλύτερο από τα υπάρχοντα, αλλά δεν είναι δημοκρατικό, όπως εξηγώ πιο κάτω. 
[11] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, 2007, κεφ. «Ο δημόσιος χώρος» και «Η πολιτική χωρίς ειδικούς», όπου και οι παραπομπές.  
[12] Ο Μπούκτσιν λ.χ.  γράφει: «Η πολιτική, σχεδόν εξ ορισμού, είναι η ενεργός εμπλοκή των ελευθέρων πολιτών στη διαχείριση των κοινών τους υποθέσεων και στην προάσπιση της ελευθερίας τους» (Ο κομμουναλισμός, 2005).
[13] Πιο εκτεταμένα βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.
[14]  Αυτή η αλήθεια διαπιστώνεται και από τους νεώτερους. Ο Ροβεσπιέρος δήλωνε σε ομιλία του στη Συμβατική το 1793 ότι «η συνταγματική κυβέρνηση ασχολείται κυρίως με την αστική ελευθερία, ενώ η επαναστατική κυβέρνηση με την δημόσια ελευθερία» («Περί των αρχών της επαναστατικής κυβέρνησης», στο Αρετή και Τρομοκρατία, μτφ., Εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2008, σ. 203). Ενώ ο Τοκβίλ μισό  αιώνα αργότερα (1856) διαπίστωνε ότι «από όλες τις ιδέες και τα συναισθήματα που προετοίμασαν την επανάσταση, η έννοια και η αγάπη της δημόσιας ελευθερίας με τη στενή έννοια, ήταν οι πρώτες που εξαφανίσθηκαν» (L’ Αncien regime et la revolution, ch. 3). Παρόμοιες διαπιστώσεις έχει και ο Β. Constant, «Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνην των νεοτέρων» (1819), Περί ελευθερίας και ελευθεριών, μτφ. Ε. Κόλλια-Τ. Δαρβέρης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2000.     
[15] Αριστοτέλης Πολιτικά 6, 1318b1-5: «Αλλά περί μεν του ίσου και του δικαίου, καν η πάνυ χαλεπόν ευρείν την αλήθειαν περί αυτών, όμως ράον τυχείν ή συμπείσαι τους δυναμένους πλεονεκτείν. αεί γαρ ζητούσι το ίσον και το δίκαιον οι ήττους, οι δε κρατούντες ουδέν φροντίζουσιν».
[16] Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο, μτφ. Ξ. Γιαταγάνας, Κριτική, Αθήνα, 2007, σ. 437. 
[17] Πράγματι, και η φιλοσοφία από την πλευρά της σημαίνει, όχι συστήματα, βιβλία, σχολαστικούς συλλογισμούς, αλλά κυρίως την αμφισβήτηση της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου, των ειδώλων της φυλής, με ορίζοντα μία δίχως όρια διερώτηση. Η αμφισβήτηση αυτή ξεκίνησε στα παράλια της Ιωνίας τον 6ο π.Χ. αιώνα και συνεχίσθηκε τον 5ο και τον 4ο. Η αμφισβήτηση εδώ σημαίνει και αγώνα ιδεών, αγώνα αντιλήψεων.
[18] Καστοριάδης, «Pouvoir, politique, autonomie” , Le monde morcele, Seuil, Paris, 1990.
[19] Bλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία κα η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007, κεφ. 1.
[20]  Μάλιστα από τις 1000 περίπου αρχαιοελληνικές πόλεις στον 5ο αιώνα μόνο 4-5 είχαν δημοκρατικό πολίτευμα.
[21] Ενώ την αρχαία σκέψη διατρέχει η αντίθεση «φύσις - νόμος» αντιθέτως στους μοντέρνους όλως παραδόξως κυριαρχεί μία «φυσική» ή «μεταφυσική» αντίληψη της ιστορίας, τόσο σε φιλοσόφους όσο και σε δρώντες πολιτικούς. Παράδειγμα από τους τελευταίους ο Ροβεσπιέρος που σε λόγο του (τον τελευταίο πριν την καρατόμησή του) στη Συμβατική λέει: «Θέλουμε να αντικαταστήσουμε όλες τις διαστροφές και τις γελοιότητες της μοναρχίας με τις αρετές και τα θαύματα της λαϊκής πολιτείας. Θέλουμε να πραγματώσουμε το θέλημα της φύσης, να εκπληρώσουμε το πεπρωμένο της ανθρωπότητας, να επαληθεύσουμε τις υποσχέσεις της φιλοσοφίας, να καθαιρέσουμε  την κυριαρχία του εγκλήματος και της τυραννίας»  («Λόγος της 5ης Φεβρουαρίου 1794», στο Ροβεσπιέρος, Αρετή και τρομοκρατία. Λόγοι από την Γαλλική Επανάσταση, μτφ. Θ. Σαμαρτζής, Εκδ. του Εικοστού πρώτου, Αθήνα, 2008, σ. 219).  Ο «αδιάφθορος» της επανάστασης του 1789 πίστευε ακόμη στον «αθάνατο νομοθέτη» (legislateur immortel) και είχε επιβάλλει τη λατρεία του «υπερτάτου όντος» (letre supreme). 
[22] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Άμεση δημοκρατία ή αναρχία;», Ελευθεριακή κίνηση, τχ. 18, Φεβρουάριος 2009, στο οποίο υπάρχουν και παραπομπές και σε κείμενα του Καστοριάδη με αντίστοιχες θέσεις. Βλ. επίσης P. Vidal-Naquet, «Μια ελληνική επινόηση: η δημοκρατία», Οι  Έλληνες, οι ιστορικοί, η δημοκρατία, μτφ., Πατάκης, Αθήνα, 2002.
[23]  Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφ. Σ. Χαλικιάς-Γ. Σπαντιδάκη-Κ. Σπαντιδάκης, Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 117.
[24] Θα ήταν ενδιαφέρον να εξετασθούν οι σημασίες που έχει πάρει ο όρος «λαός», σε διάφορες περιόδους και σε διανοουμένους. Ένας από τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος, στα Letters concerning the English Nation (1773) τον περιγράφει ως εξής,: «Το πιο πολυάριθμο, επίσης το πιο ενάρετο και συνεπώς το χρησιμότερο μέρος της ανθρωπότητας αποτελούνταν από σπουδαστές της Νομικής και των Επιστημών, από εμπόρους και τεχνίτες, με μία λέξη, από όλους εκείνους που δεν ήταν τύραννοι.  δηλαδή από εκείνους που αποκαλούνται λαός».  
[25]  Diels & Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Zurich, 1992, αποσπ. Α16, Β1, Β2, Β50, Β114 (ξυνός λόγος).
[26]  Βλ. τον περίφημο «μύθο» του Πρωταγόρα περί αιδούς και δίκης, όπως περιέχεται στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας.
[27]  Hannah Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, μτφ. Γ. Λάμψα, Ευρύαλος, Αθήνα, 1988, σ. 275. Επίσης της Ιδίας, Η ανθρώπινη κατάσταση, σ. 273-274.
[28] Το ζήτημα αυτό αναπτύσσω εκτενέστερα στο κείμενό μου «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση», Β΄ Μέρος, στο Πρόταγμα, αρ. 1, Δεκέμβριος 2010.
[29]  Hannah Arendt, Για την επανάσταση, μτφ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 162.
[30] Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β’, Κριτική, Αθήνα, 2008, σ. 186. Πορνογραφία είναι η παραγωγή μαζικών σεξουαλικών προϊόντων, βιβλίων, ταινιών, DVD, κ.λπ., δηλαδή υποκατάστατων,  με σκοπό την έμμεση διέγερση και «ικανοποίηση» των πελατών ελλείψει του πραγματικού ερωτικού αντικειμένου. Με την ευρεία έννοια πορνογραφία στα ΜΜΕ και στον πολιτικό χώρο σημαίνει την παραγωγή  εικόνων, εκπομπών, λόγων, με σκοπό την διέγερση των πελατών (θεατών και ψηφοφόρων αντιστοίχως) και τη συνακόλουθη δημιουργία ψευδαισθήσεων συμμετοχής στον εικονικό ή ιδεολογικό κόσμο, ελλείψει του πραγματικού κοινωνικού και πολιτικού βίου. Ο πελάτης, ελλείψει της άμεσης συμμετοχής, «πράττει» ή «συμμετέχει» στη φαντασίωσή του μέσω του θεάματος- show, μέσω του κόμματος, του αντιπροσώπου και των εκλογών.  
[31] Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, όπ. π.,  σ. 84-86.
[32] Βλ. Α. Δεληγιώργη, «Η οντολογία του όντος/Είναι δι’ εαυτόν ως εναντίωση στον σύγχρονο μηδενισμό», Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 219.
[33]  Arendt, Τhe Life of the Mind, Vol. 2, Willing, New York, 1978.  Βλ. και γαλλική μετάφραση La vie de l’ esprit, vol. 2, Le vouloir, Puf, Paris, 1983.
[34]  Καστοριάδης, Καιρός, Υψιλον, Αθήνα, 1987,  σ. 100.
[35]  Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, ελλ. μτφ.,  Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 410.
[36] Καστοριάδης, «Ακυβέρνητη κοινωνία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ. 317.    
[37] Πρβλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση;» Β΄ Μέρος, Πρόταγμα, αρ. 1, Δεκέμβριος 2010. Από το κείμενο αυτό έχω χρησιμοποιήσει αρκετά στοιχεία σε τούτο το κεφάλαιο.
[38] Γ. Ν. Οικονόμου, «Το κοινωνικό-ιστορικό, η αυτονομία και τα επιχειρήματά της», στο Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 167-169.
[39]  Βλ. την εξαίρετη ανάλυση του χορικού αυτού από τον Κ. Καστοριάδη στο κείμενό του «Αισχύλεια ανθρωπογονία και σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου», Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα, 1990.
[40] Βλ. Καστοριάδης, «Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι ουτοπία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ. 27 κ.ε. 
[41] Ο  J. Schumpeter (Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, μτφ., Παπαζήσης, Αθήνα, σ. 350-358) απαριθμεί και αυτός τις «προϋποθέσεις για την επιτυχία της δημοκρατικής μεθόδου». Ομως θα πρέπει να επισημανθεί ότι και οι τέσσερις προϋποθέσεις που αναφέρει είναι εντελώς αντίθετες με αυτές που ανέφερα στο παρόν κείμενο. Ο λόγος είναι ότι με τον όρο «δημοκρατική μέθοδος» εννοεί το αντιπροσωπευτικό ολιγαρχικό σύστημα. 
[42] Κ. Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα, 1990, σ. 11. Επίσης Άρεντ,  Το ολοκληρωτικό σύστημα, Ευρύαλος, Αθήνα, 1988, σ. 272: «Το ιδανικό άτομο για τον ολοκληρωτισμό δεν είναι, ούτε ο πεπεισμένος ναζί, ούτε ο πεπεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει τoν διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας) και μεταξύ αλήθειας και ψεύδους (δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης)».
[43] Κ. Καστοριάδης, «Μία ερώτηση δίχως τέλος», Χώροι του ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995, σ. 145.