Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ




[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 19 Σεπτεμβρίου 2016]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Συγγραφέας

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ,
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Για το βιβλίο του Francois Dosse
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΜΙΑ ΖΩΗ
Πόλις, Αθήνα, 2015,

            Ο ΚορνήλιοςΚαστοριάδης, όπως αναφέρει και ο Francois Dosse   στο βιβλίο αυτό, είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους, ενώ το έργο του «Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» (1975) κατατάσσεται στα σπουδαιότερα  του 20ου αιώνα, του οποίου η αξία και η εμβέλεια  προεκτείνεται και στον 21ο αιώνα. Ωστόσο το συνολικό έργο του είναι πολυσχιδές, μεγάλο σε έκταση και διεσπαρμένο σε μικρά κείμενα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας  του έργου αυτού από μία άποψη μπορεί να διευκολύνει τον αναγνώστη αλλά από την άλλη δίνει αποσπασματική εικόνα και καθιστά δύσκολη την πρόσβασή του σε μία συνολική οπτική.
            Συνεπώς χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους του ερευνητή για να δώσει τη συνολική οπτική ενός τόσο αποσπασματικού και ιδιαίτερου έργου. Είναι εμφανές πως ο Dosse κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια και επίπονη έρευνα. Σε γενικές γραμμές κατάφερε να δώσει μία εικόνα της περιπέτειας που χαρακτηρίζει την προσωπική ζωή του Καστοριάδη: οικογενειακά προβλήματα, αλωπεκίαση, κίνδυνοι της μεταξικής δικτατορίας, της ναζιστικής κατοχής και της ΟΠΛΑ (της μυστικής αστυνομίας του ΚΚΕ που δολοφόνησε τροτσκιστές συντρόφους του), παρανομία, φυγή από την Ελλάδα για την Γαλλία με το πλοίο Ματαρόα, εξορία,  δυσκολίες, το μυθικό πια περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα,  ψευδώνυμα, φιλίες, διασπάσεις, έρωτες, αποχωρισμοί και απογοητεύσεις. Ο Dosse έδωσε επίσης και μία γεύση του «ταξιδιού» που έκανε η σκέψη του Καστοριάδη» σε αχαρτογράφητα εδάφη, στα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Ξεκινώντας από την κριτική του ολοκληρωτισμού, του σταλινισμού, του λενινισμού και του μαρξισμού, περνώντας μέσα από την ψυχανάλυση και τον Φρόιντ, κατέκτησε στη συνέχεια νέα πεδία: το φαντασιακό, τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, τη «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», την ανθρώπινη δημιουργία, τη δημοκρατία, την αυτονομία, ατομική και συλλογική - με πολλές δυσκολίες, τομές, ρήξεις, συγκρούσεις, απομόνωση και έχθρες. Τέλος, ο Dosse έδωσε τον μεγάλο αντίκτυπο που είχε το έργο του Καστοριάδη ιδίως μετά τον Μάη 1968, την επιρροή του σε αρκετούς ερευνητές, ιστορικούς, φιλοσόφους, ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, επιστημολόγους, πράγμα που δηλώνει την αξία αυτού του έργου και για τον 21ο αιώνα, στον οποίο οι μεγάλοι στοχαστές είναι απόντες.
            Υπάρχουν όμως κάποια προβληματικά σημεία στο βιβλίο του Dosse. Ένα από αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, το ότι δεν αναδεικνύει την ιδιαίτερη φιλοσοφική και πολιτική σπουδαιότητα της «Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας». Ενώ αναφέρει ότι είναι το μείζον έργο του Καστοριάδη ωστόσο δεν αναλύει τους λόγους σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο.
            Ένα άλλο προβληματικό σημείο του βιβλίου είναι το ότι παραθέτει κάποιες κριτικές ή διαφωνίες ορισμένων διανοουμένων στις θέσεις του Καστοριάδη, χωρίς όμως την επιχειρηματολογία που στηρίζει αυτές τις κριτικές. Σε κάποιες από αυτές έχει την εντιμότητα να παραθέσει τι απαντά ο Καστοριάδης. Άλλες όμως κριτικές μένουν αναπάντητες αφήνοντας την εντύπωση ότι είναι δικαιολογημένες ή σωστές. Επιβάλλεται λοιπόν μία συζήτηση των κριτικών αυτών, η οποία δεν μπορεί βεβαίως να γίνει στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου. Ωστόσο θα σχολιάσω μία από αυτές, η οποία αφορά τις απόψεις του Καστοριάδη για την αυτονομία.
            Η αυτονομία  είναι αδιανόητη χωρίς ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, αλλά ακριβώς αυτή η τελευταία αποτελεί τον στόχο ορισμένων Γάλλων διανοουμένων, απολογητών της αντιπροσώπευσης. νομίζουν πως η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή στις σημερινές κοινωνίες των εκατομμυρίων κατοίκων, άρα το μόνο δυνατό σύστημα είναι το αντιπροσωπευτικό. Έτσι όμως οι εν λόγω διανοούμενοι προσυπογράφουν το περιβόητο «τέλος της ιστορίας», που είναι φυσικά μία φενάκη και, ταυτοχρόνως, επικυρώνουν την ωμή καπιταλιστική και ολιγαρχική πραγματικότητα που είναι απαράδεκτο. Ο Καστοριάδης επιμένει πως αν απαλείψουμε το όραμα της αυτονομίας από την οπτική μας αυτό θα σημάνει το τέλος του δυτικού πολιτισμού. Από την άλλη, δεν θεωρεί ότι η αθηναϊκή δημοκρατία είναι μοντέλο ή πρότυπο, αλλά «σπόρος» και πηγή έμπνευσης, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με την αστική φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική παράδοση.
            Επίσης, ενώ για τον Καστοριάδη τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι δημοκρατικά αλλά ολιγαρχικά, ο Dosse σε όλο το βιβλίο του αναφέρεται στην «αντιπροσωπευτική» ή «σύγχρονη» δημοκρατία με αποτέλεσμα να υπονομεύει μία από τις βασικές ιδέες του προσώπου το οποίο υποτίθεται ότι παρουσιάζει αντικειμενικά.
            Τέλος, μία άλλη έλλειψη του βιβλίου είναι η μη αναφορά της δραστηριότητας γύρω από το έργο του Καστοριάδη στη χώρα της καταγωγής του. Ενώ ο Dosse αναφέρει πολλές χώρες  της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ηπείρου η παρουσία της  Ελλάδας είναι ισχνή. Ωστόσο το ενδιαφέρον για το έργο του Καστοριάδη παρουσιάσθηκε από πολύ νωρίς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εκδίδονται τα πρώτα έργα του στις αντίξοες  συνθήκες της δικτατορίας και με εχθρική υποδοχή εκ μέρους όλων των τάσεων της Αριστεράς, η οποία ακόμη και σήμερα τηρεί θανατηφόρα σιγή γύρω από το έργο του. Επί τη ευκαιρία να διευκρινισθεί ότι το αριστερό περιοδικό «Πολίτης» δεν δημοσίευσε ποτέ κείμενο του Καστοριάδη και επί πλέον ήταν εχθρικό προς τις ιδέες του (αντίθετα δηλαδή από όσα εννοούνται στη σ. 371). Θα πρέπει να αναφερθεί πως για πρώτη και μοναδική φορά ο Καστοριάδης έκανε σεμινάρια στην Ελλάδα στο Ιωνικό Κέντρο, στη Χίο, όλο τον Ιούλιο 1980. Επίσης με πρωτοβουλία κάποιων ατόμων έδωσε διαλέξεις για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο στην Αθήνα στην ΑΣΟΕΕ και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το φθινόπωρο του 1980 (και όχι το 1989 όπως φαίνεται να εννοεί ο Dosse, σ. 407).
            Το ενδιαφέρον για το έργο του Καστοριάδη στην Ελλάδα έχει τις τελευταίες δεκαετίες αυξηθεί όπως φαίνεται από δύο συνέδρια και ένα συμπόσιο, από ημερίδες, ομιλίες, πάνελ, αφιερώματα σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, όχι τόσο από επίσημους και πανεπιστημιακούς φορείς, αλλά από εξωπανεπιστημιακούς και εξωθεσμικούς. Ταυτοχρόνως, από νέους ερευνητές έχουν δημοσιευθεί και δημοσιεύονται συνεχώς βιβλία, μελέτες και εκπονούνται διδακτορικές διατριβές για το έργο του. Επίσης ανεξάρτητες πολιτικές ομάδες χρησιμοποιούν τις αναλύσεις του, ενώ οι ιδέες του ακούσθηκαν πολύ στις κινητοποιήσεις των πλατειών για «άμεση δημοκρατία» που συνετάραξαν την Ελλάδα το καλοκαίρι  το 2011.     
             
               Μία άλλη μορφή βιογραφίας, διαφορετική από αυτήν που επέλεξε ο Dosse, θα έδινε περισσότερη έμφαση στην εξέλιξη και στη διαμόρφωση της σκέψης του Καστοριάδη ακολουθώντας την χρονολογική σειρά, η οποία από ένα σημείο και μετά χάνεται στο εν λόγω βιβλίο, με συνέπεια ο ανυποψίαστος αναγνώστης μάλλον να πελαγοδρομεί διαβάζοντας ένα σύνολο αποσπασματικών ιδεών και πληροφοριών. Ίσως το βιβλίο απευθύνεται σε «μυημένους» αναγνώστες. Ταυτοχρόνως θα ήταν διευκρινιστικό και μεθοδολογικά χρήσιμο να δοθούν σαφέστερα οι συμβολές του Καστοριάδη σε κάθε τομέα χωριστά - φιλοσοφία, πολιτική, ψυχανάλυση, επιστημολογία, επικαιρότητα - αν και τό έργο του είναι ενιαίο και ο ίδιος δεν  θα έκανε αυτές τις διακρίσεις. Προτιμούσε τους ελληνικούς όρους: Λόγος, Πόλις, Ψυχή, Κοινωνία, Καιρός, Ποίησις. Με άλλα λόγια, η βιογραφία του Καστοριάδη, ως ιστορία κυρίως των ιδεών του και της φιλοσοφικής του πορείας, παραμένει ανοικτή και συνιστά πρόκληση.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 9 Αυγούστου 2016]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας, Συγγραφέας

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ

            Τα τελευταία επτά έτη, από τότε δηλαδή που ξέσπασε η οικονομική κρίση η οποία στην Ελλάδα έγινε χιονοστιβάδα χρεοκοπίας, παρατηρήθηκε και η κυριαρχία των οικονομολόγων - όλων των παρατάξεων, αποχρώσεων και κομμάτων, είτε δεξιών και κεντρώων είτε αριστερών, μαρξιστών και νεομαρξιστών. Όμως παρά την αναμφισβήτητη κυριαρχία τους παντού, στα ΜΜΕ, στα κόμματα, στα κοινωνικά δίκτυα, δεν κατάφεραν να αλλάξουν προς το καλύτερο τα πράγματα. Αντιθέτως, η κατάσταση στην Ελλάδα χειροτέρευσε. Ακόμα και με πολυδιαφημιζόμενους οικονομολόγους, κυρίως αριστερούς, κεντροαριστερούς και εθνολαϊκιστές που προσκλήθηκαν και στις συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος το 2011, να μιλήσουν για την κρίση και το χρέος, η αποτυχία υπήρξε πλήρης. Οι περισσότεροι από αυτούς εκμεταλλεύθηκαν  τη συγκυρία, χρίσθηκαν και αυτοχρίσθηκαν ιεροφάντες της οικονομικής γνώσης και πολιτικοί «σωτήρες». Κατάφεραν από αφανείς πανεπιστημιακοί ή συνηθισμένοι συγγραφείς να αναδειχθούν στον μιντιακό και πολιτικό χώρο, να αποκτήσουν καίρια πόστα, να εκλεγούν βουλευτές, ευρωβουλευτές, να γίνουν υπουργοί, αλλά το αποτέλεσμα για το σύνολο ήταν μηδενικό έως αρνητικό.
            Και φυσικά μέ τις μιντιακές φλυαρίες τους, με τον ορυμαγδό των γεγονότων, τον βομβαρδισμό των ΜΜΕ, και τις οικονομικές μαρξιστικές θεωρίες δεν παρήχθη ουσιαστική οικονομική γνώση. Η οικονομική κρίση πάντως απέδειξε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την παταγώδη αποτυχία των οικονομολόγων, οι οποίοι δεν την πρόβλεψαν ούτε μπόρεσαν να την αποσοβήσουν ούτε  να την μετριάσουν. Όσον αφορά την Ελλάδα η χρεοκοπία οφείλεται εν πολλοίς και στους χειρισμούς των οικονομολόγων και των οικονομικών παραγόντων. Μία δε κατηγορία αριστερών και εθνολαϊκιστών οικονομολόγων ενοχοποίησε για τη χρεοκοπία την Ευρώπη και ειδικώς το ευρώ. Ανήγαγε δηλαδή τη χρεοκοπία σε εξωτερικές και οικονομικές αιτίες και δή νομισματικές. Όμως η οικονομία δεν είναι αυτόνομη από το πολιτικό σύστημα και ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία. Η αυτονόμηση της οικονομίας υπάρχει μόνο στη θεωρία (αστική και μαρξιστική), όχι στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δείχνει τις στενότατες σχέσεις  μεταξύ οικονομίας και πολιτικού συστήματος.
            Η αλήθεια είναι ότι η είσοδος της Ελλάδας τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ευρωζώνη δεν επιβλήθηκαν από την Ευρώπη ή κάποια άλλη εξωτερική δύναμη. Ηταν καθαρά πολιτικές αποφάσεις των ελληνικών πολιτικών, οικονομικών και τραπεζικών ελίτ. Όπως καθαρή πολιτική απόφαση των ίδιων ελίτ ήταν η ανάληψη των ολέθριων ολυμπιακών αγώνων για το 2004. Επίσης οι προηγούμενες χρεοκοπίες του 1893 και του 1932 δεν συνέβησαν επί ευρώ αλλά επί δραχμής. Είναι το πολιτικό σύστημα λοιπόν που παράγει χρεοκοπίες, τεράστια δημόσια χρέη, υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Είναι η ανικανότητα του ανεξέλεγκτου ολιγαρχικού συστήματος που παράγει τις γνωστές νεοελληνικές παθογένειες οι οποίες επί δεκαετίες ταλανίζουν την Ελλάδα: κρατισμό, πελατειακό καθεστώς, διαφθορά, διαπλοκή, ευνοιοκρατία προς ημετέρους και συντεχνίες, ανεξέλεγκτη σπατάλη, λανθασμένες αποφάσεις και προσανατολισμούς, απαρχαιωμένη διοίκηση,  προβληματική δικαστική εξουσία.    
            Οι αριστερές και εθνικιστικές ρητορείες περί προτεραιότητας της οικονομίας και περί εξωτερικών υπευθύνων συγκαλύπτουν τις πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας, συγκαλύπτουν την ενοχή του πολιτικού συστήματος και της εγχώριας πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Έχουν δε αποτέλεσμα την εξάπλωση ενός αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού, την έξαρση ενός ανερμάτιστου εθνικισμού και μιας ανέξοδης αντιιμπεριαλιστικής ρητορείας, που επιβάλλουν την κυριαρχία του δογματικού ιδεολογικού λόγου, την δαιμονοποίηση των  διαφορετικών αντιλήψεων και την απαξίωση των φορέων τους. Κυριαρχεί δηλαδή μία θεολογική αντίληψη η οποία αυτοπαρουσιάζεται ως κάτοχος της μοναδικής αλήθειας, εξοβελίζοντας οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη είτε ως λανθασμένη ή «αντιεπιστημονική» είτε ως «ραγιαδισμό».
            Όλα αυτά καθιστούν δύσκολο έναν ουσιαστικό διάλογο και συντελούν στη λήθη της πολιτικής.     Πράγματι, η διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές του ευρώ από τη μια και στους αντιπάλους του από την άλλη έχει ως αποτέλεσμα να ανάγονται τα προβλήματα σε οικονομίστικη αντιμετώπιση και να χάνεται το ουσιώδες, το πολιτικό διακύβευμα, δηλαδή η ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Η άποψη ορισμένων αριστερών και εθνικιστών για έξοδο από το ευρώ χωρίς αλλαγή του πολιτικού συστήματος, δίνει την πρωτοκαθεδρία στους πολιτικούς αντιπροσώπους, στα κόμματα και στο αποτυχημένο πολιτικό σύστημα. Το ίδιο και η αντίθετη άποψη για παραμονή στο ευρώ.
             Όμως το σύστημα αντιπροσώπευσης που εγκαθιδρύθηκε πριν από δύο αιώνες περίπου μπορεί να λειτούργησε στο παρελθόν, αλλά σήμερα έχει αποτύχει και δεν εκφράζει τα ευρέα στρώματα του πληθυσμού. Δεν πρόκειται μόνο για κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αλλά για θεμελιώδη αποτυχία και άρα αδυναμία του να λειτουργήσει δημιουργικά για την κοινωνία ακόμη και με «αριστερές» κυβερνήσεις. Το δε ελληνικό ολιγαρχικό σύστημα έχει αποτύχει παταγωδώς. Το σύστημα αυτό επιβάλλει και απαιτεί την κυριαρχία των κομμάτων, των ολίγων «ειδικών», τεχνοκρατών και γραφειοκρατών. Αντιθέτως, η δημοκρατία στηρίζεται στην προτεραιότητα της πολιτικής, στην κυριαρχία του δήμου και των πολιτών. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει κυριαρχία των «ειδικών». οι οικονομολόγοι και οι τεχνοκράτες είναι εκτελεστικά όργανα, εκλεγόμενα και συνεχώς ελεγχόμενα από τους πολίτες. 
             Το ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι η συγκρότηση μιας νέας πολιτικής και ενός πολιτικού-κοινωνικού υποκειμένου και όχι κυβερνήσεις δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.  Το κύριο στοιχείο της αναγκαίας αλλαγής  στο πολιτικό σύστημα θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα της πολιτικής, δηλαδή  συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας – αυτή είναι η θεμελιώδης δημοκρατική αρχή.