Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 20 Αυγούστου 2013]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
 yoroiko@yahoo.gr

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ

Τα δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν μεταμορφωθεί εν συγκρίσει με τις παλαιότερες μορφές τους. Ενώ ο παλαιότερος κοινοβουλευτισμός στηριζόταν στη διαμάχη των κομμάτων με βάση προγράμματα που μπορούσαν να δοκιμασθούν στη βάσανο του κοινοβουλίου, η νεότερη μορφή του έχει παρακάμψει το κοινοβούλιο προς όφελος των οικονομικών κέντρων, τα οποία λαμβάνουν ουσιαστικά τις αποφάσεις και διαμορφώνουν τους νόμους και το δίκαιο. Η μετάθεση αυτή εξουσίας σε εξωκοινοβουλευτικά κέντρα συνιστά την ουσιώδη κρίση ή μάλλον την αποτυχία του κοινοβουλευτισμού   στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού: οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των κοινοβουλίων από τις αγορές, τις τράπεζες, τους τεχνοκράτες, τους γραφειοκράτες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα πανίσχυρα ΜΜΕ, και επιβάλλονται στις πολιτικές εξουσίες, όχι τόσο λόγω αδυναμίας των τελευταίων όσο ανικανότητας και απροθυμίας τους να αντιπαρατεθούν στα νεοφιλελεύθερα συμφέροντα. Οι πολιτικές ελίτ συνεργάσθηκαν και συνεργάζονται με τις αγορές, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις με πολιτικές αποφάσεις και νόμους για την επιβολή του νέου εξωκοινοβουλευτικού μοντέλου.
Αυτά δεν ισχύουν μόνο για τις πτωχευμένες χώρες, όπως η Ελλάς, στις οποίες η αδυναμία αποφάσεων από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια είναι καταφανής, λόγω κηδεμονίας ΔΝΤ και ΕΚΤ, αλλά για όλες τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες Ευρώπης και Αμερικής.   
            Αυτό λοιπόν το σύστημα μπορεί να ονομασθεί μετακοινοβουλευτικό, και όχι «μεταδημοκρατία», όπως γράφεται τελευταίως, κατόπιν εισηγήσεως του όρου αυτού από τον κοινωνιολόγο Κόλιν Κράουτς. Ο όρος «μεταδημοκρατία» είναι εντελώς ακατάλληλος, διότι προϋποθέτει ότι πριν υπήρχε δημοκρατία, πράγμα που είναι λανθασμένο. Ο κοινοβουλευτισμός ποτέ δεν ήταν δημοκρατία. η κατάρρευση της κληρονομικής μοναρχίας, η «αντιπροσώπευση», οι εκλογές, τα κόμματα, η εναλλαγή κυβερνήσεων, οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μεν σημαντικώτατες κατακτήσεις σε σχέση με τον Μεσαίωνα του απολυταρχισμού και της θεοκρατίας, δεν συνιστούν όμως δημοκρατικό πολίτευμα. Ο λόγος είναι απλός: στον κοινοβουλευτισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται και οι νόμοι θεσπίζονται όχι από τους πολλούς, από τον «λαό», αλλά ερήμην του από την πολιτική και οικονομική ελίτ, από τους ολίγους. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο καθαρή ολιγαρχία, φιλελεύθερη ολιγαρχία. Το ίδιο συμβαίνει και στον μετακοινοβουλευτισμό που είναι νεοφιλελεύθερη ολιγαρχία. Και στις δύο περιπτώσεις τα κόμματα, τα βασικά στηρίγματα του κοινοβουλευτισμού, αντιμετώπιζαν τα άτομα όχι ως πολιτικά υποκείμενα, αλλά ως αντικείμενα, ψηφοφόρους και οπαδούς, διότι ο ρόλος που επιφυλάσσουν στα άτομα δεν είναι να σκέπτονται ούτε να αποφασίζουν ούτε να δρούν, αλλά να υπακούουν, να χειροκροτούν και να ψηφίζουν.
Το ζήτημα συνεπώς που  τίθεται μέσα στις νέες συνθήκες του μετακοινοβουλευτισμού είναι τι μπορεί να γίνει για την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δημιουργία δικαίου, στον έλεγχο της εξουσίας, με άλλα λόγια τι μπορεί να γίνει για την επίτευξη ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό το βασικό   ζήτημα συγκαλύπτεται τόσο από τις εξουσιαστικές ελίτ - πολιτικές, οικονομικές, μιντιακές - όσο και από διανοουμένους τύπου Χάμπερμας και Κράουτς. Οι τελευταίοι, στην καλύτερη περίπτωση, προτείνουν μία βελτιωμένη μορφή κοινοβουλευτισμού με μια αόριστη και ακαθόριστη συμμετοχή των ατόμων. Η προοπτική αυτή είναι αδιέξοδη, αφού ο κοινοβουλευτισμός επέτρεψε την μετεξέλιξή του σε μετακοινοβουλευτισμό. Ο κύριος λόγος για τη μετεξέλιξη αυτή ήταν η απουσία της κοινωνίας από την εξουσία και από τον έλεγχό της. Επομένως η υποστήριξη κάποιου κόμματος με την πίστη πως αυτό θα επιτρέψει την ίδρυση «υγιούς» κοινοβουλευτισμού και θα επαναφέρει την εξουσία στο κοινοβούλιο είναι αποπροσανατολιστική και σισύφεια.
Ο κοινοβουλευτισμός έφθασε στα όριά του, εξάντλησε τις δυνατότητές του. Το επείγον ζήτημα είναι να επανέλθει η εξουσία στην κοινωνία, στον δήμο. Ο δρόμος αυτός είναι επίπονος, διότι απαιτεί τη μεταμόρφωση των ψηφοφόρων-οπαδών σε ενεργούς πολίτες, σε συνειδητοποιημένα πολιτικά υποκείμενα, σε δημιουργούς πολιτικής. Αντιθέτως, ο δρόμος της ολιγαρχίας είναι εύκολος, είναι ο δρόμος της παραίτησης  και της ανάθεσης των υποθέσεων στα κόμματα, είναι ο δρόμος της πολιτικής αλλοτρίωσης που οδήγησε στην μεταλλαγή του κοινοβουλευτισμού στη σημερινή αυταρχική μορφή. 
Οι παραπάνω διευκρίσεις δεν αφορούν μόνο την  ορολογική και πραγματολογική αποκατάσταση, αλλά έχουν πολιτικό νόημα, καθορίζουν τον ατομικό προσανατολισμό και την πολιτική πρακτική. Εάν πιστεύεις πως ο κοινοβουλευτισμός είναι δημοκρατία, τότε το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αναθέτεις το μέλλον σου σε κάποιο κόμμα με την ψήφο σου  κάθε τέσσερα χρόνια και να απέρχεσαι οίκαδε. Εάν όμως πιστεύεις πως είναι ολιγαρχία τότε καλό θα ήταν να αγωνισθείς για τη δημοκρατία προσωπικώς, με την ψυχοσωματική σου επένδυση, για την άμεση συμμετοχή σου. Αυτά είναι που λείπουν σήμερα και καθιστούν τα πολιτεύματα ολιγαρχικά.
     

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ



[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 41, Ιούλιος 2013]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
yoroiko@yahoo.gr

ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

Η χώρα βυθίζεται συνεχώς σε μαύρα σκοτάδια. Η μία κυβέρνηση «αμιλλάται» την άλλη σε ανικανότητα. Η πιο επικίνδυνη όμως αποδεικνύεται η παρέα του Α. Σαμαρά, η οποία παρουσιάζεται αδίστακτη και κυνική προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τρόπο. Ο πιο εφικτός αυτή τη στιγμή είναι ο αυταρχικός και ακροδεξιός, ενώ ο εφεδρικός τρόπος είναι η συγκυβέρνηση με το νεοναζιστικό κόμμα, όπως ομολογούν ανοιχτά άτομα της παρέας του Σαμαρά. Το ανησυχητικό είναι πως τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης παρουσιάζονται  ανίκανα να αξιολογήσουν την κατάσταση, χαμένα στην αντιπολιτευτική λογική, στον βερμπαλιστικό λαϊκισμό, στις εσωτερικές έριδες και προσωπικές φιλοδοξίες, στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού.
            Όμως το πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως η ίδια η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για την κατάσταση και έχει αφεθεί στην κομματική προπαγάνδα. Απουσιάζει η θέληση για δημιουργική πολιτική πράξη, η προσπάθεια για κάποια αλλαγή. Η απουσία αυτή στις δραματικές στιγμές που ζούμε λαμβάνει διαστάσεις  αντίστοιχες της παρακμής και της χρεοκοπίας, που διέρχεται η νεοελληνική κοινωνία. Αυτή η παρακμή και η χρεοκοπία οφείλονται κυρίως στην άρχουσα τάξη, στην ανικανότητα του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων, στην ασυδοσία των ισχυρών κεφαλαιούχων, τραπεζών, επιχειρηματιών, ΜΜΕ. Αυτό δε που επιδιώκεται με την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ από την πολιτική, οικονομική και μιντιακή ελίτ και τα πρωτόγνωρα μέτρα της βίαιης και ανάλγητης νεοφιλελεύθερης επίθεσης δεν   είναι η «ανόρθωση της χώρας», αλλά πρώτον, η εξόφληση των δανειστών, δεύτερον, η διάσωση των τραπεζών, των βιομηχανιών, των επιχειρήσεων και των ανωτέρων στρωμάτων και τρίτον, η αποδυνάμωση, ο εκφοβισμός και η τρομοκράτηση των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων, με σκοπό την ολοσχερή υποταγή τους, την εξουδετέρωση κάθε συλλογικής θέλησης και βούλησης και  την όξυνση του ατομικισμού και της ιδιώτευσης.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή χάρις στη συναίνεση  του 85% τουλάχιστον των νεοελλήνων ψηφοφόρων στα δύο κόμματα εξουσίας και στην ουσιαστική απουσία τους από την πολιτική σκηνή. Αυτό που ζούμε και θα ζήσουμε είναι η εκδίκηση της πολιτικής πραγματικότητας, εκδίκηση λόγω της απουσίας ενδιαφέροντος για τα πολιτικά πράγματα. διότι οι Νεοέλληνες στην πλειονότητά τους δεν είναι ενεργοί πολιτικώς, δεν ασχολούνται με τα κοινά, με το κοινό συμφέρον. διότι μετατράπηκαν σε ψηφοφόρους, υπηκόους, υποτακτικούς-πελάτες των κομμάτων, σε καταναλωτές, ακροατές, τηλεθεατές, σε ιδιώτες, απομονωμένες μονάδες έγκλειστες στον δικό τους αυτιστικό μικρόκοσμο. διότι παραχώρησαν τις σημαντικώτερες υποθέσεις του κοινού συμφέροντος σε απατεώνες επαγγελματίες πολιτικούς, σε ανίκανα και διεφθαρμένα κόμματα, στο κυνικό ολιγαρχικό σύστημα, σε άθλιους  γραφειοκράτες που ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους ατομικό και κομματικό συμφέρον. Η παρακμή και χρεοκοπία δηλώνουν με τον πιο εύγλωττο και δραματικό τρόπο ότι η πολιτική πραγματικότητα έχει καθοριστική σημασία ιδίως για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες.
Όμως η απουσία των ανθρώπων από την πολιτική δεν συνεπάγεται και την απουσία της πολιτικής από τη ζωή τους. Η αδιαφορία τους για την εξουσία δεν σημαίνει ότι και η εξουσία αδιαφορεί γι αυτούς. Αντιθέτως νομοθετεί και αποφασίζει εν ονόματί τους και εναντίον τους. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η αδιαφορία των ανθρώπων τόσο μεγαλύτερη είναι η αυθαιρεσία, ο αυταρχισμός, η αλαζονεία και η απληστία της εξουσίας. Άρα είναι προς το συμφέρον των ανθρώπων να ασχοληθούν έστω και τώρα με την πολιτική.
Και εδώ  συναντάμε το θεμελιώδες πρόβλημα της ελευθερίας στη γενική της έκφραση και την πολιτική, για το οποίο μας είχε προειδοποιήσει ο Καστοριάδης από τη δεκαετία του ’80: «Η ελευθερία δεν απειλείται μόνο από καθεστώτα ολοκληρωτικά ή αυταρχικά αλλά, με πιο ύπουλο τρόπο και ίσως επικίνδυνο, από την εξαφάνιση της κριτικής, της σύγκρουσης, την εξάπλωση της αμνησίας, της ασημαντότητας και την αυξανόμενη ανικανότητα αμφισβήτησης της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου και της ζωής».
  Σήμερα διαπιστώνουμε και βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες αυτής της ανικανότητας για αμφισβήτηση. Καταργούνται και τα  ψήγματα των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων υγειονομικής φροντίδας, εργασίας, ασφαλιστικών εγγυήσεων, συντάξεων, που κατακτήθηκαν με συλλογικούς κοινωνικούς αγώνες. Καταργούνται, δηλαδή, κατακτήσεις που επιτρέπουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ασφάλεα. Εν τούτοις δεν υπάρχει κριτική και αμφισβήτηση, ούτε φαντασία και θέληση για δημιουργία, αλλά στασιμότητα, ευτέλεια και ασημαντότητα. Αυτό στην ορολογία του Καστοριάδη σημαίνει βαρβαρότητα, και είναι μία από τις σημασίες με την οποία τη χρησιμοποιεί στο δίπολο «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Μία κοινωνία βρίσκεται στη βαρβαρότητα όταν «χαρακτηρίζεται είτε από ιστορική στασιμότητα (...) είτε από βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις δίχως όμως καμία ιστορική δημιουργικότητα. Συνοπτικά, μία κλειστή κοινωνία που λιμνάζει ή που δεν ξέρει παρά να γίνεται κομμάτια δίχως να δημιουργεί τίποτε».
Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες, όλως ιδιαιτέρως εν Ελλάδι: ιστορική, πολιτική και πολιτισμική στασιμότητα, αντιπαλότητες και πολώσεις δίχως καμία ιστορική δημιουργικότητα, γενικευμένη παρακμή σε όλους τους τομείς - βαρβαρότητα και με τις δύο σημασίες της. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι Νεοέλληνες δεν ανησυχούν και δεν τους φοβίζουν οι βάρβαροι, σημαίνει ότι τους μοιάζουν. Απομένει να το διαψεύσουν, και να δημιουργήσουν εστίες προβληματισμού, διαβούλευσης και αντιστάσεων για να μη παρασυρθεί όλη η κοινωνία από τα κύματα της βαρβαρότητας.











                       

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 4 Σεπτεμβρίου 2013] 

 Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
oikonomouyorgos.blogspot.com
yoroiko@yahoo.gr


ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ


Για τη γενικευμένη κρίση και χρεοκοπία αποδίδονται ευθύνες συνήθως στην κυβερνητική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ενώ αποσιωπούνται οι μεγάλες ευθύνες της δικαστικής, που αποτελεί τον τέταρτο πόλο της θεσμικής κρατικής εξουσίας. Η ελληνική περίπτωση παρακμής θυμίζει εν πολλοίς την δυσώδη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ιταλία στο τέλος της δεκαετίας του ’80 όταν άρχισε με τον εισαγγελέα Ντι Πιέτρο η δικαστική επιχείρηση «καθαρά χέρια» για την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος. Όμως εν Ελλάδι ενώ η επιχείρηση  αυτή έπρεπε ήδη να είχε αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια ή έστω το 2010, η δικαστική εξουσία αποδείχθηκε ανίκανη και απρόθυμη. Το μέγεθος της δικαστικής και δικαιικής παρακμής καθίσταται εμφανέστατο αν ληφθεί υπ’ όψιν πως, όταν άρχισε η κάθαρση στην Ιταλία τον Ιανουάριο 1991 δεν υπήρχε γενικευμένη κατάρρευση όπως σήμερα εν Ελλάδι!  
Υπήρξαν καταγγελίες προς τις δικαστικές αρχές για μίζες και λαδώματα κρατικών υπαλλήλων, υπήρξαν έρευνες ξένων πανεπιστημίων που τοποθετούσαν την Ελλάδα στην κορυφή της διαφθοράς στην Ευρώπη εν τούτοις η δικαστική εξουσία έδειξε ψυχρή και κυνική αδιαφορία που ισοδυναμεί με συγκάλυψη και υπόθαλψη του εγκλήματος. Τα πάντα έμειναν στις καλές προθέσεις και στις πομπώδεις διακηρύξεις των αντιπροσώπων της: ο έλεγχος για τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και την κατασπατάλησή της, για τις προμήθειες στα νοσοκομεία, για τις κακοτεχνίες του εθνικού δικτύου δημοσίων έργων, η έρευνα για τη διαφθορά στους κόλπους της Αστυνομίας, της Εφορίας, της Πολεοδομίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, για τα κυκλώματα των καταπατητών δημοσίων εκτάσεων, για τα εθνικά κληροδοτήματα και τη διαχείρισή τους, για τα εξοπλιστικά προγράμματα του υπουργείου Εθνικής Αμύνης.
Ουδέποτε έγινε έρευνα για το κοινό μυστικό, για τη ροή μαύρου χρήματος προς τα κομματικά και υπουργικά γραφεία. Σημειωτέον πως όλα σχεδόν τα μεγάλα σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν όχι από την ελληνική δικαστική εξουσία ή άλλη ελεγκτική αρχή, αλλά από αντίστοιχες αρχές στο εξωτερικό είτε τυχαίως. Ουδείς πολιτικός, κρατικός υπάλληλος ή άλλος φοροδιαφεύγων έχει μπει φυλακή, καμία περιουσία δεν δημεύθηκε. Κανένα από τα τεράστια οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα δεν πήρε την άγουσα για το δικαστηρίου. Κραυγαλέο παράδειγμα η περίπτωση Τσουκάτου, ο οποίος ομολόγησε ότι έλαβε μίζα ένα εκατομμύριο ευρώ για τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, αλλά  δεν έγινε τίποτε από την δικαστική εξουσία. Ούτε ο Τσουκάτος διώχθηκε, ούτε κανείς άλλος από το ΠΑΣΟΚ. Ο Παπαγεωργόπουλος και ο Τσοχατζόπουλος είναι απειροελάχιστο δείγμα της γενικευμένης διαφθοράς και κλεπτοκρατίας.
Βεβαίως η δικαστική εξουσία περιορίζεται από την υπουργική και βουλευτική ασυλία, που αποτελούν και το άλλοθί της, αλλά η διαφθορά δεν γεννήθηκε αιφνιδίως το 2001 με τον νόμο Βενιζέλου. Σε υποθέσεις που δεν προσέκρουαν στην υπουργική ασυλία δεν έκανε απολύτως τίποτε. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην οποία τα σκάνδαλα επιχωριάζουν με πρωταγωνιστές δημάρχους και συμβούλους, οι οποίοι βεβαίως ανήκαν ως επί το πλείστον στα δύο κυβερνητικά κόμματα. Ο τύπος είχε κατά καιρούς εκτενή ρεπορτάζ για τη διαφθορά στους δήμους. Το «Βήμα», λ.χ. το 1997 με τίτλο «Η Μαφία των δημάρχων...Οι καταγγελίες, τα λεφτά και τα ονόματα» κατήγγελε τα εξής: «Τα πλοκάμια της διαφθοράς απλώνονται στους δήμους...Αιρετοί άρχοντες βρίσκονται αναμεμειγμένοι σε καταχρήσεις, ‘’πουλάνε’’ προστασία σε νυχτερινά κέντρα, δίνουν δουλειές στα γνωστά-άγνωστα κυκλώματα εργολάβων, σε έναν χορό εκατοντάδων εκατομμυρίων. Οι καταγγελίες των δημοτών για σκάνδαλα είναι καθημερινές αλλά το κράτος δεν θέλει ή δεν μπορεί να επέμβει....η ‘’μαφία’’ των δημάρχων δρα ανεξέλεγκτη». 
Η δικαστική εξουσία δεν έκανε απολύτως τίποτε στις καταγγελίες αυτές, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις μετέπειτα -  ο Εφραίμ λ.χ. και το κύκλωμα τοκογλύφων της Θεσσαλονίκης είναι ελεύθεροι, ενώ ο Κασιδιάρης αθωώθηκε. Εν αγαστή συνεργασία με  την πολιτική εξουσία, η δικαστική επέτρεψε την εκκόλαψη και τη συντήρηση της διαφθοράς, της φαυλοκρατίας, της ανομίας και της αδικίας. Είναι λοιπόν συνυπεύθυνη για την πορεία προς την χρεοκοπία. Αποτελεί συστημικό θεσμό μιας αυταρχικής ολιγαρχικής πολιτείας που αποσκοπεί στο συμφέρον των ολίγων, των συντεχνιών, των ομάδων συμφερόντων, των ελίτ πάσης φύσεως και στην προστασία τους. Εν Ελλάδι υπάρχει δικαστική εξουσία, αλλά όχι δικαιοσύνη.
Η δικαστική εξουσία νοσεί βαθύτατα, όπως και το υπόλοιπο θεσμικό σύστημα. Χρειάζεται λοιπόν ριζική αλλαγή, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των θεσμικών και συνταγματικών αλλαγών που πρέπει να γίνουν εκ βάθρων στο ολιγαρχικό σύστημα της κομματοκρατίας - ριζικές αλλαγές, όχι επουσιώδεις ή δευτερεύουσες που προτείνει η Αριστερά. Το προβληματικό στοιχείο δεν είναι μόνο η εξάρτηση της δικαστικής εξουσίας από την κυβερνητική, αλλά και ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας, ο τρόπος συγκρότησης του δικαστικού σώματος και των δικαστηρίων, η κλειστή συντεχνιακή δομή, η απουσία της διαφάνειας και της συμμετοχής της κοινωνίας. Με άλλα λόγια το ζήτημα είναι πολιτικό με την ουσιαστική σημασία του όρου: αφορά τη συμμετοχή των πολιτών.