Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΡΞ


[Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό, Γ. Κτενάς-Α. Σχισμένος (επιμ.), Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη και η σημασία της για μας σήμερα, Ευρασία, Αθήνα 2018]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.
      ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ  ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΡΞ
     
      Ο εικοστός αιώνας έκλεισε με την παταγώδη αποτυχία των μαρξιστικών ιδεολογιών, των αριστερών κομμάτων και των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων που χαρακτηρίζονταν από πλήρη απουσία ελευθερίας και δημοκρατίας. Ο εικοστός πρώτος ξεκίνησε με  την μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού, η οποία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική, με την έννοια ότι αυτό που ευθύνεται κυρίως είναι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα που υποβαστάζει και ευνοεί το καπιταλιστικό σύστημα. Η κρίση αυτή ανέδειξε την αδυναμία και την αναξιοπιστία του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Ευλόγως λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει εναλλακτική πορεία στις δύο αποτυχημένες πρακτικές; Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη μας επιτρέπει να προσανατολισθούμε στα σημερινά αδιέξοδα και στην θλιβερή ένδεια της πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης.
      Ο Καστοριάδης υποστήριξε σε όλη τη ζωή του το πρόταγμα της αυτονομίας και τον αγώνα για την αυτόνομη κοινωνία, η οποία στη σκέψη του έχει ως βασική προϋπόθεση το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας. Σημειωτέον ότι είναι ο μόνος στοχαστής στη Γαλλία, και ίσως στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, που μιλάει για άμεση δημοκρατία. Προσπάθησε δε σε πολλά κείμενά του να την διευκρινίσει και να αναδείξει το νόημά της, τη σημασία της, τους θεσμούς και τις αξιες της, σεβόμενος πάντα την ιστορία της και την έμπρακτη μορφή της. Η άμεση δημοκρατία ορίζεται ως  η κυριαρχία του δήμου, με κύριο όργανο τη συνέλευση των πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν άμεσα στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση και στην απονομή του δικαίου. Δημοκρατία χωρίς δήμο, χωρίς κυριαρχία του δήμου, είναι αδιανόητη.
      Με την έννοια αυτή τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι δημοκρατίες, αλλά καθαρές ολιγαρχίες ή αριστοκρατίες, διότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους ολίγους ερήμην της κοινωνίας προς όφελος των ολίγων. Επίσης τα καθεστώτα τα δηλωθέντα ως σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά και «λαϊκές δημοκρατίες» ουδεμία σχέση είχαν ή έχουν με τη δημοκρατία, ήταν και είναι ανελεύθερα, δικτατορικά, ολοκληρωτικά. Το ζήτημα λοιπόν είναι πώς θα ανοίξει ο δρόμος προς την δημοκρατία σήμερα. Για την διαύγαση του ζητήματος βασική προϋπόθεση είναι η εξέταση ενός άλλου ζητήματος.
     
     Η βασική διαίρεση στην κοινωνία
      και η προτεραιότητα της πολιτικής
    
  Το ζήτημα αυτό αφορά στο ποια είναι η βασική διαίρεση μέσα στην κοινωνία. Ο Καστοριάδης θεωρεί πως η βασική διαίρεση δεν είναι αυτή που νόμιζε ο Μαρξ ανάμεσα στις «παραγωγικές δυνάμεις» και τις «παραγωγικές σχέσεις», ανάμεσα στους κατόχους των μέσων παραγωγής και στους εργαζομένους σε αυτά, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.[1] Η βασική διαίρεση στην κοινωνία, το βασικό σχίσμα, βρίσκεται ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε εκείνους που εκτελούν μη συμμετέχοντας στις αποφάσεις. Η διαίρεση αυτή βρίσκεται παντού σε όλους τους τομείς του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου: εργοστάσια, επιχειρήσεις, κρατικές υπηρεσίες, κόμματα, συνδικάτα και φυσικά στην κεντρική πολιτική σκηνή, στην οποία δεσπόζει η διαίρεση σε κυβερνήτες και εκτελεστές, ανάμεσα στην εξουσία και στην κοινωνία.[2] Το σχίσμα αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανθρώπων από τις αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον και τη ζωή τους, και επιτυγχάνεται στα σημερινά αντιπροσωπευτικά συστήματα με τις εκλογές, τα κόμματα και την αντιπροσώπευση, ενώ στα κομμουνιστικά με την πλήρη αυταρχική κυριαρχία του μοναδικού μονολιθικού Κομμουνιστικού Κόμματος.  
            Η θέση αυτή για τη βασική διαίρεση επαναλαμβάνεται από τον Καστοριάδη διαρκώς ήδη από το 1949, από το πρώτο τεύχος του Socialisme ou Barbarie, και βασίζεται στην αντίληψη πως κεντρική δομή της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι η καπιταλιστική αγορά, αλλά η γραφειοκρατική–ιεραρχική οργάνωση, η οποία είναι η ρίζα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης.[3] Η διαίρεση αυτή είναι η αιτία ύπαρξης και δημιουργίας της γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία, γράφει ο Καστοριάδης, όχι μόνο η κρατική, αλλά και μέσα στην επιχείρηση, είναι μία  δομή εξουσίας και όχι μία οικονομική δομή όπως θεωρούσε ο οικονομιστής Μαρξ.[4] Έτσι η ουσιαστική κατηγορία για τη σύλληψη των κοινωνικών σχέσεων είναι το σχίσμα ανάμεσα στους διευθύνοντες και στους εκτελεστές.  
      Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν μόνο οικονομικές μορφές κυριαρχίας αλλά και πολιτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη Ρωσία μετά το 1917 εγκαθιδρύθηκε ένα εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς, κατά πολύ πιο εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό από οποιοδήποτε καπιταλιστικό καθεστώς. Αυτό δεν οφείλεται στους κεφαλαιοκράτες και τους αστούς, αλλά στο γεγονός ότι μέσα στο ίδιο το μπολσεβίκικο και μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα δημιουργήθηκε μια γραφειοκρατία που συνδέθηκε με τη γραφειοκρατία του κράτους, των εργοστασίων, του στρατού και άλλων κοινωνικών κλάδων και η οποία αρκετά γρήγορα επιβλήθηκε ως απόλυτη κυρίαρχη τάξη και εγκαθίδρυσε το καθεστώς του γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού, με τη βοήθεια της μαρξιστικής ιδεολογίας και κύριο συντελεστή τον Λένιν.[5] Η γραφειοκρατία επεκτάθηκε παντού, κατέλαβε  όλους τους κοινωνικούς τομείς, τις δομές της εξουσίας, την οικονομία, την κουλτούρα, τα συνδικάτα, το εργοστάσιο, την επιχείρηση, και βεβαίως όλες τις Διεθνείς από την Πρώτη (Μαρξ) μέχρι την Τρίτη (Λένιν, Στάλιν) και την λεγόμενη «Τέταρτη» (Τρότσκι). Επιβλήθηκε έτσι η ιεραρχία μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών.
            Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα ιστορικά παραδείγματα στα οποία φαίνεται πως δεν είναι η οικονομική βάση και η παραγωγή που καθορίζουν την εξουσία. Η εξουσία λ.χ. στην Αίγυπτο των Φαραώ δεν ασκείται από τάξεις που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, δηλαδή από μεγαλογαιοκτήμονες, διότι τέτοιοι δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, αλλά μόνο κρατική, την οποία διευθύνει μία τάξη που αποτελείται από γραφειοκράτες και από το ιερατείο. Αυτή η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να ενταχθεί στα μαρξικά καλούπια. Επίσης στον Μεσαίωνα η ανάδειξη της Εκκλησίας, των θεολόγων και των ιερωμένων σε άρχουσα τάξη δεν οφείλεται τόσο στη θέση τους στην παραγωγή, αλλά στην θρησκευτική και ηθική τους εξουσία. Με άλλα λόγια, η διαίρεση σε κυβερνήτες και εκτελεστές δεν προέρχεται μόνο από την οικονομική εξουσία, την μόνη που αναγνωρίζει η μαρξική θεωρία, αλλά μπορεί να προέλθει και από άλλες «τάξεις» και εξουσίες όπως η θρησκευτική, η ιδεολογική, η στρατιωτική και η πολιτική, οι οποίες είναι «ανεξάρτητες» από την οικονομία.
            Στην καστοριαδική αντίληψη λοιπόν προηγείται η πολιτική και έπεται η οικονομία - το αντίθετο δηλαδή από την φιλελεύθερη και την μαρξική αντίληψη. Αυτό σημαίνει πως η οικονομία δεν είναι ένα αυτόνομο πεδίο υπεράνω πολιτικής και ιδεολογίας, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία τους. Άρα  δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς απεγκλωβισμό από τον οικονομισμό.
     
      Πολιτική για την άμεση δημοκρατία
      Η προτεραιότητα που δίνεται από τον Καστοριάδη από την δεκαετία του 1950 στο πολιτικό στοιχείο και όχι στο οικονομικό, στην ελευθερία και όχι στην οικονομία, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία. Γίνεται η βάση για την  παλινόρθωση της πολιτικής και επαναπολιτικοποίηση των ζητημάτων, με συνέπεια αλλαγή στον  προσανατολισμό από τον homo economicus στον homo politicus. Διαπιστώνεται έτσι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη του Καστοριάδη και σε αυτήν του Μαρξ και των αριστερών γενικώς. Η διαφορά αυτή συνάδει με τις οντολογικές και κοσμοθεωρητικές διαφορές του συγγραφέα της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας από τον συγγραφέα του Κεφαλαίου.
      Προτεραιότητα της πολιτικής σημαίνει ότι προέχει η αλλαγή του πολιτικού συστήματος με κατάργηση της διαίρεσης ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, άρα  με πολιτική ισότητα των ατόμων, με συμμετοχή τους στην εξουσία. Για να καταργηθεί η βασική διαίρεση ένας τρόπος υπάρχει: η κατάργηση των διευθυνόντων ως ξεχωριστού στρώματος. Δηλαδή, αυτοί που μέχρι τώρα απλώς εκτελούν πρέπει να συμμετέχουν στη διεύθυνση, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση της ζωής τους. Αυτό συνοψίζεται στην αρχή: όχι στην εκτέλεση αποφάσεων χωρίς συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και όχι υπακοή στους νόμους χωρίς συμμετοχή στη διαμόρφωση και στη θέσπιση των νόμων. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για άμεση δημοκρατία, η οποία εξασφαλίζει την ταύτιση εξουσίας και κοινωνίας, την ταύτιση του πολιτικού με το κοινωνικό σώμα.
      Από το 1957 ο Καστοριάδης έγραφε ότι η εγκαθίδρυση μιας άλλης κοινωνίας έχει άμεσο επακόλουθο την άμεση κατάργηση του σχίσματος μέσα στην κοινωνία ανάμεσα σε μία τάξη διευθυνόντων και σε μία τάξη εκτελεστών.[6] Το ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα, λοιπόν, είναι η κυριαρχία του πλήθους, των πολλών, πρωτίστως στο πολιτικό επίπεδο, δηλαδή η πολιτική ισότητα, η δημοκρατία.
            Εδώ τίθεται το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή: Πώς θα ανοίξει ο δρόμος προς την δημοκρατία; Υπάρχει εναλλακτική πορεία; Υπάρχει ένας άλλος δρόμος ανάμεσα από τις συμπληγάδες της φιλελεύθερης αντιπροσώπευσης, των κομμάτων και των εκλογών από τη μία πλευρά, και της αριστερής πρακτικής και μαρξιστικής δογματικής ιδεολογίας από την άλλη; Έτσι φθάνουμε στο καίριο ζήτημα της πολιτικής. συζήτηση περί δημοκρατίας σημαίνει συζήτηση περί πολιτικής.[7] Το έργο του Καστοριάδη θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσπάθεια να δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, να χαραχθεί ένας τέτοιος δρόμος με μιαν άλλη πολιτική. Ποια είναι η άλλη πολιτική; Αυτή έχει μια πολύπλευρη μορφή, της οποίας εδώ δεν μπορούμε να δούμε παρά ορισμένες μόνο πλευρές.
            Κατ’ αρχάς, η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με τις ίντριγκες, τις συνωμοσίες και τις ενέργειες των ρωμαίων και βυζαντινών αυτοκρατόρων, ούτε με τη διαχείριση της εξουσίας και τις αποφάσεις των εκάστοτε βασιλέων και άλλων κυβερνώντων, ούτε με αυτό που έχουμε μάθει και έχουμε συνηθίσει ως πολιτική στις σημερινές κοινωνίες, δηλαδή εκλογές, κόμματα, αντιπαλότητα των κομμάτων, αντιπρόσωποι, κοινοβούλιο, υποσχέσεις και συνθήματα. Πολιτική δεν σημαίνει να ψηφίζουμε, να  είμαστε μέλη ή οπαδοί ή ψηφοφόροι κομμάτων. Αυτά έχουν να κάνουν με την ρητή εξουσία και τη διαχείρισή της που υπάρχει πάντα σε κάθε κοινωνία και συνιστά το πολιτικό. Η πολιτική όμως δεν απαντάται σε κάθε κοινωνία.[8] Τι είναι λοιπόν η πολιτική;
            Ο Καστοριάδης το 1973 δίνει νέο ορισμό της πολιτικής: «Ιδού το καινούργιο νόημα που πρέπει να δώσουμε στον τόσο παραποιημένο όρο ‘’πολιτική’’. Η πολιτική δεν είναι ο αγώνας για την εξουσία μέσα στους δεδομένους θεσμούς. ούτε απλώς ο αγώνας για τον μετασχηματισμό των λεγόμενων πολιτικών θεσμών, ή κάποιων θεσμών, ή ακόμη και όλων των θεσμών. Η πολιτική εφεξής είναι αγώνας για τον μετασχηματισμό της σχέσης της κοινωνίας με τους θεσμούς της, για την εγκαθίδρυση μιας κατάστασης πραγμάτων εντός της οποίας ο κοινωνικός άνθρωπος μπορεί και θέλει να βλέπει τους θεσμούς που ρυθμίζουν τη ζωή του, ως δικές του συλλογικές δημιουργίες, επομένως μπορεί και θέλει να τους μετασχηματίζει κάθε φορά που έχει την ανάγκη ή την επιθυμία».[9]
            Ως εκ τούτου μπορούν να σκιαγραφηθούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής: 
            1. Η δημοκρατική πολιτική υπάρχει όταν αμφισβητείται η θέσμιση της κοινωνίας, με σκοπό τον ριζικό μετασχηματισμό της. Το κεντρικό ζήτημα κάθε αληθινής πολιτικής δραστηριότητας είναι το ζήτημα του δικαίου και της θέσμισης, η αλλαγή των θεσμών και η δημιουργία νέων που επιτρέπουν τη συλλογική αυτονομία, εξασφαλίζουν τη συμμετοχή όλων των ατόμων στην εξουσία, σε όλες τις ρητές εξουσίες τις υφιστάμενες εντός της κοινωνίας (κυβερνητική, νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική). Με την έννοια αυτή, η πολιτική συνίσταται στην αμφισβήτηση των σχέσεων εξουσίας για να αποκτήσει η ίδια η κοινωνία εξουσία, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας που να μην περιλαμβάνει τη διάσταση της εξουσίας.[10] Επομένως, ένα από τα βασικά ζητήματα της πολιτικής είναι το ζήτημα της ρητής εξουσίας, χωρίς αυτό να είναι το κύριο.
             2. Ποιο είναι όμως το κύριο; Το κατ΄εξοχήν πολιτικό ζήτημα είναι: πώς μπορούμε εμείς οι ίδιοι να επιλέξουμε με διαυγή και στοχαστικό τρόπο τους θεσμούς μας αντί να μένουμε φυλακισμένοι στα «θεσμισμένα είδωλα». Το κύριο για τον Καστοριάδη είναι ο «μετασχηματισμός της σχέσης της κοινωνίας με τους θεσμούς της», ο τρόπος του αυτοθεσμίζεσθαι. Αυτό σημαίνει ότι ο μετασχηματισμός των θεσμών δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο από την ίδια την κοινωνία με την «αυτόνομη συλλογική δράση των ανθρώπων», με την ανάδυση του θεσμίζοντος συλλογικού φαντασιακού, της θεσμίζουσας κοινωνίας που δημιουργεί μιαν άλλη σχέση ανάμεσα στο θεσμισμένο και το θεσμίζον. Στη σχέση αυτή η κοινωνία δεν είναι αποξενωμένη από τη δημιουργία της, δεν είναι αλλοτριωμένη στους, και από τους, θεσμούς της.[11]           
            Θα πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρισθεί ένα βασικό ζήτημα που συγκαλύπτεται επιμελώς από τις κυρίαρχες ιδεολογίες, δεξιές και αριστερές: η πρώτη ύλη της πολιτικής είναι το κοινωνικό πλήθος όταν εισβάλλει στο προσκήνιο με προτάσεις αλλαγής και διεκδικεί άλλους θεσμούς, άλλες αξίες και πρακτικές από τις ισχύουσες, που επιδιώκει και αγωνίζεται να συγκροτηθεί ως σώμα πολιτών. Οι προτάσεις αλλαγής αφορούν, όχι επί μέρους διεκδικήσεις και κλαδικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, αλλά όλη την κοινωνία και το κοινό αγαθό, την πόλιν ως σύνολο. Η πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όταν υφίστανται δύο στοιχεία, πολίτες και πόλις, που αποτελούν τους πυλώνες της. Δεν νοείται πολιτική χωρίς πολίτες, δηλαδή χωρίς άτομα που ασκούν εξουσία ή που αγωνίζονται για να ασκήσουν εξουσία, ούτε επίσης χωρίς την πόλιν, το κοινό αγαθό. Η πολιτική δημιουργείται από τους πολίτες, όχι από τους πολιτικούς. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς τον δήμο και την κυριαρχία του, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς πολίτες και χωρίς πόλιν. Πολιτική δεν υπάρχει μέσω ανάθεσης και αντιπροσώπων, μέσω διαμεσολάβησης, δεξιάς, κεντρώας, αριστερής ή κομμουνιστικής. Δηλαδή, η διαίρεση σε αντιπροσώπους και αντιπροσωπευόμενους υπονομεύει και καταργεί την ουσία του πολίτη και ταυτοχρόνως την εξασφάλιση του κοινού αγαθού, αφαιρεί κάθε είδους κυριαρχία από τα άτομα, από την κοινωνία.
      3. Μία τέτοια διάσταση της πολιτικής αποκλείει την πρωτοκαθεδρία της θεωρίας, την οποία ο μαρξισμός ανήγαγε σε «επιστήμη», επέβαλε τη θεωρητικοκρατία που ισχυριζόταν ότι κατείχε την μοναδική αλήθεια και άρα οι μόνοι αρμόδιοι για την άσκηση πολιτικής ήταν οι «κάτοχοι» αυτής της αλήθειας, οι θεωρητικοί, οι οικονομολόγοι, οι κομματικοί γραφειοκράτες και οι λενινιστές ινστρούκτορες. Ακόμη και σήμερα διάφοροι νεο-μαρξιστές υποστηρίζουν πως η μαρξική θεωρία αποτελεί τη «μία και μοναδική θεωρία για την υπέρβαση του καπιταλισμού», βεβαίως συμπληρωμένη ή διορθωμένη από τους μετα-μαρξιστές θεωρητικούς του 20ου αιώνα! Η λογική αυτή συνεπάγεται πως πρέπει να μελετηθεί το Κεφάλαιο και όλα τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς από το κομματικό ιερατείο, αφού οι περισσότεροι δεν έχουν τον χρόνο και τις γνώσεις, και μετά αυτό να αποφανθεί για την αναγκαία πορεία! 
      Ο Καστοριάδης ασκώντας κριτική στην κυριαρχική θέση που έχει η θεωρία στον Μαρξ, αναδιατάσσει τη θεωρία ως μέρος της πράξης – η θεωρία δεν καθορίζει την πράξη, αλλά καθορίζεται από αυτήν. Έτσι μπορεί να γίνει λόγος, όχι μόνο για οντολογία του Καστοριάδη αλλά κυρίως για οντοπραξία που θέτει το ζήτημα της πολιτικής πράξης του πλήθους και καταργεί την πρωτοκαθεδρία κάθε θεωρίας, δίνοντας έτσι τα πρωτεία στην πράξη (πρᾶξις). Το κύριο και ίσως το μόνο μέσον που έχουν οι άνθρωποι να αλλάζουν τη ζωή τους είναι η πολιτική, η πολιτική πράξη, και όχι οι θεωρίες στοχαστών διατυπωμένες άπαξ δια παντός στον 19ο αιώνα!
4. Αποκλείεται έτσι και η πρωτοκαθεδρία των «ειδικών» και των «επιστημόνων».  Η καθιέρωση των «ειδικών» της πολιτικής ήταν μία ακόμη στρέβλωση που επέφερε ο μαρξισμός, ακολουθώντας και συμπληρώνοντας και σε αυτό το σημείο την αστική φιλελεύθερη ιδεολογία.       Μία έκφραση της ανάγκης για «ειδικούς» είναι η προτεραιότητα στο οικονομικό, είτε με τη μορφή των οικονομικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν («ανάπτυξη», οικονομική μεγέθυνση με κάθε κόστος, οικονομικοί ισοσκελισμοί κ.λπ) από τους αστούς και φιλελεύθερους. είτε με τη μορφή του αντικαπιταλισμού, της ανατροπής του καπιταλισμού, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής από τους σοσιαλιστές και αριστερούς. Τέτοιες αντιλήψεις που επικεντρώνονται στο οικονομικό, οδηγούν στον οικονομισμό, καθιστούν αναγκαία την προσφυγή στους οικονομολόγους, στους τεχνοκράτες, στην κυριαρχία των «ειδικών» και των γραφειοκρατών. Η προτεραιότητα στους «ειδικούς» και στους θεωρητικούς εγκαθιδρύει τη διαίρεση σε αυτούς που ξέρουν και σε αυτούς που δεν ξέρουν, η οποία είναι μία μερική περίπτωση της διαίρεσης σε κυβερνήτες και εκτελεστές. Έτσι η πολιτική καταντάει τεχνική, εφαρμογή της θεωρίας, τεχνοκρατία, που σφετερίζεται την εξουσία των πολλών και ακυρώνει τη δημοκρατία
      Αυτή η τεχνοκρατική αντίληψη περί πολιτικής είναι  βαθύτατα αντιδημοκρατική, διότι βασική αρχή της δημοκρατίας είναι, όπως ανέφερα, η προτεραιότητα της πολιτικής, που συνεπάγεται ότι η μοναδική πηγή πολιτικής και εξουσίας είναι η ουσιαστική κυριαρχία των πολιτών και όχι των «ειδικών», όχι των οικονομολόγων και των τεχνοκρατών. Πολιτική δεν είναι η τεχνική, η τεχνολογία και η επιστήμη, αλλά η έκφραση γνώμης, δόξας και επιθυμίας. Πρόκειται για τη γνωστή αντίθεση «επιστήμης-δόξας», «αλήθειας-δόξας» που κρατάει από την αρχαία Ελλάδα και τον Πλάτωνα. Για να μπορέσει να υπάρξει μία επανεκκίνηση, μια επανεπινόηση της πολιτικής, θα πρέπει να γίνει μία αποκατάσταση της γνώμης, μία παλινόρθωση της δόξας του πλήθους.
      5. Αυτό σημαίνει αυτοσυγκρότηση του κοινωνικού πλήθους σε φορέα της αλλαγής και της εξουσίας, δηλαδή σε πολιτικό υποκείμενο ικανό να ενστερνισθεί την έννοια της δημοκρατίας, και να διεκδικήσει την αυτοκυβέρνησή του, καταργώντας τη διαίρεση διευθυνόντων και εκτελεστών. Το δημοκρατικό πολιτικό υποκείμενο, κατά τον Καστοριάδη, δεν είναι κάποια προνομιούχα τάξη, κάποιο ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα, όπως νόμιζε ο Μαρξ. Ούτε είναι προκαθορισμένο, δεδομένο εκ των προτέρων, αλλά αυτοσυγκροτείται με πολιτικό και κοινωνικό αγώνα.[12] Αυτοσυγκρότηση σημαίνει αυτοκαθορισμός και αυτοοργάνωση με ελευθερία και ισότητα, όχι ετεροκαθορισμός και ετερο-οργάνωση από κάποιο κόμμα ή ηγέτη, από κάποια θεωρία, επιστήμη ή ιδεολογία. όχι προ-καθορισμός από τεχνοκράτες και θεωρητικές «αυθεντίες», από κομματικές, γραφειοκρατικές μειοψηφίες, από «ειδικούς» της αλλαγής, θεωρητικούς της επανάστασης και τεχνικούς της εξουσίας, είτε φιλελεύθερους είτε αριστερούς.
            Η αυτοσυγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου δημιουργεί ταυτοχρόνως και έναν αληθινό δημόσιο κοινό χώρο (συμφωνία με την Χάννα Άρεντ σε αυτό το σημείο) και αναδεικνύει το πρόταγμα της αυτονομίας και της ελευθερίας. Έτσι, σκοπός και αντικείμενο της πολιτικής αναδεικνύεται η ελευθερία, η ατομική και η συλλογική αυτονομία[13] - όχι η ευημερία, η ευτυχία ή η ευδαιμονία, όχι η «ανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγής, ούτε η οικονομική με κάθε κόστος μεγέθυνση.
           
            6. Εάν ένα βασικό στοιχείο της πολιτικής είναι ο προσδιορισμός του αντιπάλου, τότε στο έργο του Καστοριάδη προσδιορίζονται με σαφήνεια οι αντίπαλοι της δημοκρατικής πολιτικής: οι «ειδικοί», οι τεχνοκράτες, οι αντιπρόσωποι, οι γραφειοκράτες, οι επαγγελματίες πολιτικοί, τα κόμματα. Αυτή η έννοια της πολιτικής, αλλά και η προσωπική στάση του Καστοριάδη, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την μαρξική αντίληψη ούτε με κανενός είδους Αριστερά: κομμουνιστική, σοσιαλιστική, λενινιστική, «ανανεωτική», μαοϊκή, τροτσκιστική. Όλες οι Αριστερές αναιρούν την πορεία προς την άμεση δημοκρατία, διότι επαναφέρουν και ιδρύουν τη διαίρεση σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε αυτούς που εκτελούν, άρα επιβάλλουν τη γραφειοκρατία ως εξουσία, δηλαδή την ετερονομία.

          Συμπέρασμα
             Με αυτήν την έννοια η πολιτική δημιουργήθηκε πρώτη φορά στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, και δεύτερη φορά στους Νέους Χρόνους με την δημιουργία των αστικών πόλεων και την έκρηξη των επαναστάσεων. Πολιτική είναι κυρίως και πριν από όλα η κινητοποίηση της κοινωνίας  για την δημιουργία δημοκρατικών  θεσμών που να επιτρέπουν και να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των ατόμων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Η πολιτική δηλαδή οδηγεί στην δημοκρατία, έτσι που η τελευταία δεν είναι απλώς ένα καθεστώς, αλλά το καθεστώς της πολιτικής. Ο Καστοριάδης δίνοντας πρωτοκαθεδρία στην πολιτική, αναδεικνύει μία άλλη αντίληψη ως απάντηση αφ’ ενός στην καπιταλιστική κοινοβουλευτική ολιγαρχία και αφ’ ετέρου στην μαρξική αριστερή ιδεολογία και πρακτική. δηλαδή έναν άλλον δρόμο ανάμεσα από τις συμπληγάδες των δύο ετερόνομων αντιλήψεων και πρακτικών. Εξ αυτών δεν συνεπάγεται ότι η δημοκρατία είναι μία κατάκτηση άπαξ δια παντός, αλλά σταδιακές κατακτήσεις, είναι συνεχής πορεία μέσω θεσμικών αλλαγών.
            Χρειάζεται λοιπόν μία επανεπινόηση της πολιτικής που να μην είναι εργαλειακή, οικονομίστικη, τεχνοκρατική, γραφειοκρατική, ολιγαρχική, κομματική, ελιτίστικη, αριστερή. Χρειάζεται η πολιτική της αυτονομίας. Προέχει η αυτόνομη πολιτική πορεία, η δημοκρατική θεσμική αλλαγή και όχι η οικονομική. προέχει η αλλαγή στα μέσα άσκησης της εξουσίας και όχι στα μέσα παραγωγής. Το κύριο και πρώτιστο είναι ποιος κατέχει τα μέσα εξουσίας, ποιος νομοθετεί, ποιος θεσμίζει, ποιος είναι κυρίαρχος των σημασιών και των νοημάτων, όχι ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής. Η πολιτική έχει την προτεραιότητα, έπεται η οικονομία και η παραγωγή.[14]
           
           


[1] Καστοριάδης, Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, Αμφορέας, Αθήνα, 1978, σ. 223.
[2] Την πρωταρχική αυτή κοινωνική και πολιτική διαίρεση επισημαίνει και ο εθνολόγος Pierre Clastres, στις ανθρωπολογικές μελέτες του με τις «πρωτόγονες» φυλές του Αμαζονίου. Επίσης ο Murray Bookchin.
[3] Καστοριάδης, Η πείρα του εργατικού κινήματος 2, σ. 222.
[4] Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον, Αθήνα, 1992, σ. 160.
[5] Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον, Αθήνα, σ. 122-123.
[6] Καστοριάδης, Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, Ύψιλον, Αθήνα 1977, σ. 83.
[7] Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 261.
[8] Ο Καστοριάδης (Le monde morcelé, Seuil, Paris, 1990, σ. 124) εισάγει τη διάκριση: το πολιτικό - η πολιτική. Στη βάση αυτή ο Μακιαβέλλι στον Ηγεμόνα δεν μιλάει για την πολιτική, αλλά για το πολιτικό. Κάνει λόγο μόνο για την εξουσία (ηγεμονία), δίνει συμβουλές πώς να αποκτηθεί αυτή, πώς να διατηρηθεί και πώς να μείνει σταθερό το κράτος.
[9] Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία 1, Ύψιλον, Αθήνα, 1977, σ. 59. Πρβλ. Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 516.
[10] Καστοριάδης, Ακυβέρνητη κοινωνία, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ. 232. 
[11] Καστοριάδης, Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 117. Εδώ περιορίζομαι στη ρητή εξουσία, διότι η πολιτική αφορά και τη μή ρητή εξουσία, την ριζική υποεξουσία  (Le monde morcelé, σ. 118 κ.ε.).
[12] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Άμεση δημοκρατία. Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες, Παπαζήσης, Αθήνα 2014, σ. 103-107.
[13] «Η πολιτική είναι πρόταγμα αυτονομίας» (Καστοριάδης, Le monde morcelé, σ. 135, 137, 138).
[14] Η άποψη αυτή δεν  παραβλέπει τις προκλητικές οικονομικές ανισότητες και τα κοινωνικά προβλήματα που στιγματίζουν την σύγχρονη κοινωνία, αλλά θεωρεί ότι αυτά είναι πολιτικά ζητήματα, για τα οποία, όπως επίσης για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, πρέπει να αποφασίσει με διαβούλευση μία δημοκρατική κοινωνία.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ



[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 5 Δεκεμβρίου 2018]

Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
oikonomouyorgos.blogspot.com

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

            Με αφορμή το κείμενό μου «Τί έχει απομείνει από τον Καρλ Μαρξ;»  οι κ. Δημητράκος, Κοζάτσας και Πασσάς δημοσίευσαν ένα άρθρο στο οποίο προσπάθησαν να απαντήσουν στις απόψεις μου. Θα πρέπει, κατ’ αρχάς,  να διευκρινίσω ότι οι τρείς συγγραφείς χρησιμοποιούν εκφράσεις και όρους που δεν χρησιμοποίησα, αλλά από τον τρόπο που αναφέρονται στο άρθρο τους φαίνεται, - ακουσίως έστω - σαν να είναι δικοί μου. Γράφουν λ.χ. ότι οι απόψεις μου  μπορεί να οδηγήσουν στην εντύπωση «ότι το μαρξικό έργο είναι ένα συμπίλημα χονδροειδών...θέσεων» ή «ακόμα και αν ο Μαρξ διακατεχόταν από μια χυδαία υλιστική αντίληψη...». Τέτοιες εκφράσεις δεν υπάρχουν στο κείμενό μου. Αντιθέτως, υπάρχει σεβασμός στην προσωπικότητα και στο έργο του μεγάλου στοχαστή, αλλά ταυτοχρόνως φιλοσοφική και πολιτική διαφωνία σε κάποιες απόψεις του.
            Από την άλλη, σε ένα κειμενάκι των 770 λέξεων δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ευρεία επιχειρηματολογία, συνεπώς αυτά που μου αποδίδουν οι τρείς συγγραφείς, ότι δήθεν «αποσιωπώ» κάτι ή ότι δεν λαμβάνω υπ’ όψιν μου το σύνολο του μαρξικού έργου, δεν εκφράζουν ούτε τον χαρακτήρα του άρθρου ούτε τις προθέσεις μου. Τα ίδια θα μπορούσα να πω και εγώ για το άρθρο τους. Στην ουσία τώρα.
            Οι τρεις συγγραφείς δεν απαντούν στην άποψή μου για την μηχανιστική αντίληψη που εκφράζεται στο χωρίο του Μαρξ το οποίο  παρέθεσα. Αντ’ αυτού καταφεύγουν σε άλλα χωρία και σε άλλη συζήτηση που δεν ήταν στις προθέσεις μου να ανακινήσω. Το ότι στο μαρξικό έργο συναντώνται καμιά φορά αμφιλεγόμενες απόψεις δεν είναι παράξενο, συμβαίνει και με άλλους στοχαστές. Όμως στο συγκεκριμένο χωρίο δεν υπάρχει δισταγμός εκ μέρους του Μαρξ: «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους», συνεπώς είναι κάτι άλλο πέρα από αυτήν, δηλαδή το κοινωνικό Είναι, που καθορίζεται από τις παραγωγικές οικονομικές σχέσεις. Είναι η γνωστή μαρξική «αντανάκλαση» των παραγωγικών σχέσεων (της βάσης) στη συνείδηση, στην πολιτική, στους νόμους (στο εποικοδόμημα). Αναμφίβολα η θέση αυτή ήταν μία λανθασμένη θεωρητική θέση, και νομίζω ότι εντάσσεται στην επιθυμία του Μαρξ να εξαντικειμενικεύσει τη θεωρία του για να της δώσει επιστημονικό κύρος.
            Εδώ εγείρεται ένα σημαντικό ερώτημα: είναι η θεωρία του Μαρξ επιστημονική; Οι τρεις συγγραφείς παρακάμπτουν το ερώτημα αυτό και είναι πεπεισμένοι ότι ο Μαρξ δίνει «επιστημονικές εξηγήσεις». Όμως αυτό που έκανε ο Μαρξ δεν είναι μόνο επιστήμη (οικονομία), αλλά φιλοσοφία και πολιτική θεωρία. Οι απόψεις του για την οικονομία συνάγονται ασφαλώς από πολύχρονες εμπειρικές έρευνες, στατιστικές, μελέτες και κάποιες είναι σωστές. Επηρέασαν φυσικά τη φιλοσοφική και πολιτική του θεωρία. Όμως έχει ειπωθεί πως ακόμα και το «Κεφάλαιο» είναι  φιλοσοφικό έργο, ενώ ο Μαρξ πίστευε πως ήταν επιστημονικό. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, το οποίο, όπως επισημαίνουν ο Κolakowski, ο Καστοριάδης και η Agnes Heller, έχει φιλοσοφική χροιά. Η Heller τονίζει επίσης, πως «όταν η φιλοσοφία του παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει επιστημονικά αποδειχθεί, μετατρέπεται σε ιδεολογία, με την έννοια που ο ίδιος ο Μαρξ έδινε στον όρο αυτόν: σε ψευδή συνείδηση».   
            Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν  η πίστη του Μαρξ πως ο «σοσιαλισμός» (και μάλιστα «επιστημονικός») ήταν ένα ορισμένο και προκαθορισμένο στάδιο της ιστορίας, σύμφωνα με τους «νόμους της ιστορίας» που ο Μαρξ νόμιζε ότι είχε ανακαλύψει, δηλαδή αποτέλεσμα και προϊόν μιας ιστορικής τελεολογίας. Όμως μία αυτόνομη κοινωνία δεν υπακούει σε καμία αναγκαιότητα, φυσική, ιστορική ή κοινωνική ούτε σε τελεολογίες και ιδεολογίες. Είναι μόνο πιθανή. Εάν  και όταν αυτή έλθει, θα είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό πρόταγμα που θα οφείλεται στην επιθυμία και στον αγώνα των ανθρώπων. Είναι πάντως θετικό που οι τρεις συγγραφείς δεν αποδέχονται, έστω με επιφυλάξεις, την αυταπάτη του Μαρξ περί ιστορικών νόμων.  
            Εν τούτοις, είναι ευνοϊκοί στο να εξηγηθεί η ιστορική εξέλιξη με «ακραιφνώς φυσιοκρατικούς όρους». Όμως η ιστορία και η κοινωνία ανήκουν σε άλλο οντολογικό status από ότι η φύση. Για τη φύση δίνονται επιστημονικές εξηγήσεις στο μέτρο του δυνατού και με τις επιφυλάξεις πάντα που διατυπώθηκαν από την επιστημολογία και τη φιλοσοφία της επιστήμης (Πόππερ, Λάκατος, Κουν). Αντιθέτως,  για την ιστορία και την κοινωνία δεν υπάρχουν επιστημονικές ή φυσιοκρατικές εξηγήσεις, αλλά κατανόηση και διαύγαση. Το λάθος τόσο του Μαρξ και των μαρξιστών όσο και των φιλελευθέρων συγγραφέων ήταν η πίστη τους στις «επιστημονικές» εξηγήσεις.
            Επίσης είναι προβληματική η προσπάθεια των τριών συγγραφέων να εξωραΐσουν την ολέθρια αντίληψη του Μαρξ περί «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ουδείς σοβαρός αριστερός μιλά πια για αυτήν. Καμία δικτατορία δεν είναι δημοκρατική ή δημοκρατικότερη, όπως φαίνεται να πιστεύουν οι συγγραφείς. Αυτή ήταν μία επικίνδυνη ιδέα που οδήγησε σε καταστρεπτικές πρακτικές («ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα»). Δεν υπάρχει καλή δικτατορία - κάθε δικτατορία είναι απεχθής και απορριπτέα. Δεν παραβλέπω φυσικά τις διαφορές λ.χ. ανάμεσα στο σταλινικό και το μετασταλινικό καθεστώς επί Κρουτσώφ και Μπρέζνιεφ. Και τα δύο ήταν δικτατορίες, αλλά η δεύτερη δεν είχε τη βαρβαρότητα, την σκληράδα και την απολυτότητα της πρώτης - δεν ήταν δημοκρατικότερη, αλλά απλώς ηπιότερη από την σταλινική.  
            Η διευκρίνιση των όρων είναι απαραίτητη διότι οι συγχύσεις οδηγούν πάντοτε σε αδιέξοδα, όπως οδήγησε ο μαρξισμός. Οι τρεις συγγραφείς μιλάνε για «αστική δημοκρατία» ακολουθώντας την συνηθισμένη αστική ιδεολογία. Όμως δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά αστική δημοκρατία, παρά μόνο ολιγαρχία, διότι οι ολίγοι ασκούν την εξουσία προς όφελος των ολίγων ισχυρών και πλουσίων. Από την άλλη, αυτό το αστικό καθεστώς δεν είναι δικτατορία, όπως γράφουν, διότι ουδεμία δικτατορία έχει ελεύθερη εναλλαγή κυβερνήσεων μέσω εκλογών, κομμάτων, κοινοβουλίων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Επίσης γράφουν πως η «δικτατορία του προλεταριάτου» είναι δημοκρατικότερη από τα αστικά καθεστώτα. Ούτε αυτό ισχύει, διότι όπου αυτή υπήρξε, κατήργησε κάθε είδους ελευθερία και επέβαλε κάθε είδους απαγόρευση και καταπίεση.     
            Επίσης η δημοκρατία δεν είναι «κράτος», όπως γράφουν οι τρείς συγγραφείς. Είναι αντιγραφειοκρατική πολιτεία με συμμετοχικούς θεσμούς, στους οποίους συμμετέχουν όλοι οι πολίτες στη βάση της ελευθερίας και της ισότητας, λαμβάνοντας άμεσα μέρος στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Ο κρατικός μηχανισμός και η γραφειοκρατία πάντοτε οικειοποιούνται  την εξουσία προς όφελός τους και για τη διαιώνισή τους, όπως συμβαίνει και στα σημερινά αντιπροσωπευτικά καθεστώτα.
            Ακόμη, οι τρεις συγγραφείς φαίνονται απρόθυμοι να αντλήσουν τα διδάγματα από την θλιβερή και ολέθρια κατάληξη αυτού που ευσχήμως ονομάσθηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός». Δείχνουν απρόθυμοι να δεχθούν ότι ο σταλινισμός ήταν ολοκληρωτισμός. Εκτός από τις εργασίες της Hannah Arendt και του Raymond Aron, υπάρχουν επίσης οι αναλύσεις και οι κριτικές του ολοκληρωτικού φαινομένου (ναζισμός, σταλινισμός) από άλλους σημαντικούς στοχαστές όπως οι Claude Lefort, Francois Furet, Κορνήλιος Καστοριάδης και Κώστας Παπαϊωάννου.  Αναλύουν τη γένεση και την επιβολή του σταλινικού ολοκληρωτισμού μέσω του Κομμουνιστικού Κόμματος και της μαρξιστικής ιδεολογίας. 
            Οι κ. Δημητράκος, Κοζάτσας και Πασσάς τελειώνουν το άρθρο τους με σκέψεις περί φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία δεν είναι «σκεπτικιστικός έλεγχος», όπως γράφουν. Αυτός είναι μία μόνο πτυχή της. Αν ήταν μόνο «σκεπτικισμός» θα ήταν αδύνατο να αποφανθούμε για οτιδήποτε. Η φιλοσοφία από τη γέννησή της στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε πάντοτε την προσπάθεια των ανθρώπων να κατανοήσουν τον κόσμο και περαιτέρω να τον αλλάξουν. Αμφισβητεί τις παραδεδομένες αντιλήψεις και τα αυτονόητα, θέτει ερωτήματα περί παντός του επιστητού, χωρίς όρια και σύνορα, σε ανοικτό ορίζοντα, βασισμένη στον λόγο και το επιχείρημα. 
            Η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη ούτε ιδιότητα των κομματικών στελεχών ούτε τα αυτονόητα του μαρξιστικού ιερατείου. Δεν έχει ιερά και όσια, δόγματα και εγκλεισμούς - είναι πράξη ελευθερίας. Δυστυχώς οι μαρξιστές, ανάγοντας τη θεωρία του Μαρξ σε ιερό δόγμα, «επιστημονικό» θέσφατο και αλάνθαστο οδηγό, οδήγησαν σε ολοκληρωτισμούς και ταυτοχρόνως σε εκτροχιασμό το δημοκρατικό κίνημα, με συνέπεια την απογοήτευση των ανθρώπων, την αποχώρησή τους από τους κοινωνικούς-πολιτικούς αγώνες και την επικράτηση παντού του αδίστακτου καπιταλισμού και  νεοφιλευθερισμού. Γι’ αυτό, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Καστοριάδης, η μαρξική θεωρία δεν έχει τίποτε να μας πεί σήμερα για τη δημοκρατία και την πολιτική. 

            ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Στο κείμενό μου πουθενά δεν μίλησα για «τέλος της ιστορίας», όπως μου αποδίδει ο Γ. Τόλιος. Δεν πιστεύω άλλωστε ότι ζούμε το «τέλος της ιστορίας». Αντιθέτως, η ιστορία συνεχίζεται με άγνωστες διαδρομές, δηλαδή δεν υπακούει σε μαρξικούς «νόμους».