Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο The BooksJournal, τχ. 76, Απρίλιος 2017]

 

Γιώργος Ν. Οικονόμου

Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας

 

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ

 

Για το βιβλίο του Δημήτρη Κυρτάτα

Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία

Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, Αθήνα, 2014.

 

            Φαίνεται ότι η αθηναϊκή δημοκρατία θα γεννά πάντοτε προβλήματα στους ερευνητές και ιστορικούς και θα είναι αντικείμενο αμφισβήτησης και κριτικής από λογής καλοθελητές. Ο κύριος λόγος κατά την γνώμη μου είναι ότι υπήρξε  ένα πολίτευμα πρόκληση, ένα σκάνδαλο, ένα παράδοξο για τα συνηθισμένα μέτρα, αφού για πρώτη και μοναδική φορά στην ανθρώπινη ιστορία ίδρυσε την απόλυτη πολιτική ισότητα συνδυασμένη με ελευθερία, όπου τα κατώτερα στρώματα ελάμβαναν τις αποφάσεις, νομοθετούσαν, κυβερνούσαν μαζί με τους παραδοσιακούς κατόχους της εξουσίας, δηλαδή με τα ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Πρόκειται για τό πολίτευμα που σήμερα για πολλούς λόγους αποκαλούμε πλεοναστικώς άμεση δημοκρατία. Οι περισσότεροι δεν μπορούν να εννοήσουν πώς έγινε αυτό το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό «θαύμα». Ακόμα και ο εισηγητής της (άμεσης) δημοκρατίας στους νεότερους χρόνους, ο Ζαν-Ζακ  Ρουσσώ εκφράζει την αμηχανία του: «Αν πάρουμε τον όρο στην αυστηρή σημασία του, δεν υπήρξε ποτέ πραγματική δημοκρατία, και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Είναι αντίθετο στη φυσική τάξη να κυβερνά η πλειοψηφία και να κυβερνάται η μειοψηφία» και «Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους».[1] 

            Τελευταίο δείγμα αμφισβήτησης βασικών αρχών της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι ο ιστορικός Δ. Κυρτάτας (Δ.Κ.) στο κεφάλαιο 5 του βιβλίου του. Θα κάνω λοιπόν κάποια σχόλια για το κεφάλαιο αυτό, όχι τόσο όσον αφορά το ιστορικό μέρος όσο κυρίως το πολιτικό και τις πολιτικές εκτιμήσεις του με τις οποίες διανθίζει  το ιστορικό μέρος. Οι εκτιμήσεις αυτές τις περισσότερες φορές δεν τεκμηριώνονται με πηγές και και μαρτυρίες, πράγμα μη αναμενόμενο από έναν σοβαρό ιστορικό. Όμως έτσι παραμένουν αστήρικτες και μετέωρες.

             

            1. Άμεση δημοκρατία κατά αντιπροσώπευσης

            Γράφει ο Δ.Κ. ότι «με τον τρόπο της,  η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία», καθώς και ότι αυτή  θα μπορούσε να παραβληθεί «με μια σημερινή αστική δημοκρατία» (σ. 88). Να σημειωθεί  κατ’ αρχάς πως η άποψη αυτή του Δ. Κ. έχει υποστηριχθεί και στο παρελθόν χωρίς πειστικότητα και επιτυχία.[2]

            Η επιχειρηματολογία του Δ. Κ. έγκειται κυρίως στο ότι στην εκκλησία του δήμου συμμετείχαν το πολύ 6.000 άτομα, όπως γράφει, χωρίς παραπομπές και στοιχεία, αναγνωρίζοντας όμως ότι ήταν μεγάλος αριθμός για την εποχή - και θα πρόσθετα και για τη σημερινή. Όμως αυτό που γράφει ο Δ.Κ. δεν είναι σίγουρο, διότι αφ’ ενός δεν υπάρχουν ακριβείς ιστορικές πληροφορίες και αφ’ ετέρου άλλοι ιστορικοί θεωρούν τον αριθμό των 6.000 ως το ελάχιστο για να έχει απαρτία η συνέλευση και να είναι έγκυρες οι αποφάσεις του δήμου.[3] Προς τον σκοπό αυτό οι υπεύθυνοι μεταχειρίζονταν πολλά μέσα για να προσέλθει το πλήθος στην συνέλευση και να εξασφαλισθεί η απαρτία των 6.000. Γι αυτό άλλωστε ο Αριστοφάνης[4] ειρωνεύεται την πρακτική με το πασπαλισμένο με κόκκινη μπογιά σχοινί  (σχοινίον μεμιλτωμένον) που χρησιμοποιούσαν οι υπεύθυνοι προσπαθώντας να σπρώξουν όσους περισσότερους από αυτούς που περιφέρονταν στην αγορά προς την Πνύκα, όπου συνερχόταν η εκκλησία του δήμου. Βεβαίως στις κρίσιμες εκκλησίες εύλογο είναι  να υποθέσει κανείς πως ο αριθμός των συμμετεχόντων θα ήταν μεγαλύτερος και θα έφθανε τις 10.000 ή και περισσότερους.

            Γράφει επίσης ο Δ.Κ. πως οι Αθηναίοι «όχι μόνο δεν ευχήθηκαν και δεν προέτρεψαν την προσέλευση μεγαλύτερου πλήθους, αλλά αντιθέτως την απαγόρευσαν αυστηρώς και απολύτως» (σ. 88). Όμως δεν παραθέτει πηγές και η άποψή του μοιάζει αστήρικτη. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να πιστοποιούν τον ισχυρισμό του συγγραφέα. Ίσως να έχει κατά νού αυτά που αναφέρουν άλλοι συγγραφείς για δύο μαρτυρίες, μία από τον Αριστοφάνη και μία από τον Θουκυδίδη. Ας τις εξετάσουμε. Η μαρτυρία του Αριστοφάνη περιλαμβάνει τα δύο χωρία που αναφέραμε προηγουμένως. Όμως αυτά αφ’ ενός, είναι η μόνη πηγή για το εν λόγω ζήτημα και αφ΄ετέρου, προέρχονται από κωμωδία ενός συντηρητικού αντιδημοκράτη που συνηθίζει στις κωμωδίες του τις υπερβολές, ιδίως για τις δημοκρατικές συνήθειες. Βλ. και την σημείωση 6.

            Το χωρίο του Θουκυδίδη[5] αναφέρεται στην κρίσιμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα το 411 π.Χ. όταν οι ολιγαρχικοί ανέτρεψαν το δημοκρατικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσαν το ολιγαρχικό καθεστώς των Τετρακοσίων. Οι ολιγαρχικοί, λοιπόν, στην προσπάθειά τους να σταθεροποιήσουν το παράνομο καθεστώς τους, επιχειρούσαν να κερδίσουν τμήματα του δήμου, και για τον σκοπό αυτό έστειλαν απεσταλμένους να πείσουν τους Αθηναίους οπλίτες που βρίσκονταν στη Σάμο. Το επιχείρημά τους ήταν ότι την εξουσία στο ολιγαρχικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί, δεν την ασκούσαν μόνο τετρακόσια άτομα, αλλά 5.000, αριθμός που, όπως υποστηρίζουν οι ολιγαρχικοί, υπήρχε και στις κανονικές συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου επί δημοκρατίας. Με το επιχείρημα αυτό οι ολιγαρχικοί προσπαθούσαν να πείσουν για την αναγκαιότητα και την νομιμότητα του παράνομου εγχειρήματός τους. Όμως το επιχείρημα των ολιγαρχικών πραξικοπηματιών είναι συζητήσιμο, διότι περιέχει μια διπλή ανακρίβεια: ούτε την εξουσία στο καθεστώς του 411 π.Χ. ασκούσαν ουσιαστικά οι Πεντακισχίλιοι ούτε οι παρόντες στην κανονική εκκλησία ήταν λιγώτεροι από 6.000. Με άλλα λόγια αυτές οι δύο μαρτυρίες, του Αριστοφάνη και των ολιγαρχικών από τον Θουκυδίδη, είναι προβληματικές και συνεπώς δεν στοιχειοθετούν ακριβές ιστορικό συμπέρασμα, αλλά ιστορική υπόθεση και εικοτολογία.[6]

            Το σίγουρο είναι ότι η στήριξη σε αμφιλεγόμενες μαρτυρίες για να στηριχθεί μία άποψη, είναι καθοριστικός παράγοντας για να διαφύγει η πολιτική ουσία τόσο της αρχαίας εποχής όσο και της δημοκρατίας. Η ουσία της δημοκρατίας εκφράζεται από τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί και μαρτυρούν το αντίθετο από αυτό που προσπαθεί να πει ο Δ. Κ. Η δημοκρατική επιχειρηματολογία υποστήριζε ρητώς και με έμφαση τη συμμετοχή όλων των πολιτών στον πολιτικό βίο της πόλεως, όπως δηλώνεται διαρρήδην στον Επιτάφιο του Περικλή, από τα πιο σπουδαία κείμενα πολιτικής σκέψης,[7] καθώς επίσης στον «μύθο» και τον «λόγο» του Πρωταγόρα, που αποτελούν ένα από τα σημαντικώτερα επιχειρήματα της δημοκρατικής σκέψης.[8] Αλλά και η θεσμική πρακτική των Αθηναίων προσπαθεί να υλοποιήσει την συμμετοχή όλων των βουλομένων με ποικίλα μέτρα:  με την εισαγωγή του εκκλησιαστικού μισθού στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, με την βαθμιαία αύξησή του και κυρίως με την ανακατασκευή της Πνύκας για να δέχεται περισσότερα άτομα.[9]

            Ο αριθμός των συμμετεχόντων στην εκκλησία δεν ήταν θεσμικά περιοριστικός (numerus clausus). Το αν συμμετείχαν 6.000 ή 10.000 δεν οφειλόταν σε περιοριστικά μέτρα εκ μέρους της πολιτείας, αλλά στην επιθυμία και το ενδιαφέρον των Αθηναίων να παραστούν, στον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο τους, στην έλλειψη πόρων και γνώσης για τα πολιτικά, στις μεγάλες αποστάσεις και στις άλλες περιοριστικές αντικειμενικές συνθήκες και συγκυρίες της εποχής.

            Ο Δ.Κ. συμπεραίνει ότι, επειδή ο αριθμός των 6.000 ήταν ένα μέρος μόνο των πολιτών (σε σύνολο 40.000 ή 30.000) και επειδή αυτό το μέρος, κατά τον Δ.Κ. πάντα, «επικύρωνε ή τροποποιούσε συνήθως αποφάσεις που είχε επεξεργαστεί προηγουμένως ένα σώμα 500 βουλευτών με θητεία έναν ολόκληρο χρόνο» (σ. 88), αυτό σημαίνει ότι η «αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία». 

            Νομίζω ότι εδώ πρόκειται για σύγχυση ουσίας. Οι 300 ή οι 400 βουλευτές των σημερινών κοινοβουλίων δεν κληρώνονται, αλλά εκλέγονται, αποφασίζουν και νομοθετούν κυριαρχικά, εν ονόματι του λαού και ως «αντιπρόσωποι του έθνους», μη ελεγχόμενοι από κάπου. Τύποις και ουσία οι ολίγοι κυβερνούν και δικάζουν προς όφελος των ολίγων ισχυρών επιχειρηματιών, τραπεζών, εφοπλιστών, καναλαρχών. Συνεπώς πρόκειται για αστική ολιγαρχία και όχι για «αστική δημοκρατία» που πιστεύει ο Δ. Κ. Ενώ αντιθέτως, οι 500 βουλευτές της αθηναϊκής βουλής κληρώνονταν, όχι ως αντιπρόσωποι - δεν αντιπροσώπευαν κανέναν, ούτε περιφέρεια, ούτε τον δήμο τους ούτε τη φυλή τους - αλλά ως εκτελεστική εξουσία, και υφίσταντο διαρκή και ουσιαστικό έλεγχο, έδιναν λόγο και λογαριασμό (λόγον διδόναι), τόσο σε κάθε πρυτανεία όσο και στο τέλος της ενιαύσιας θητείας τους.

            Επίσης οι 500 βουλευτές δεν αποφάσιζαν κυριαρχικά, πράγμα το οποίο έκαναν οι 6.000, οι 10.000 ή οι 15.000 της εκκλησίας. Όλοι οι άρχοντες δεν κυβερνούσαν ούτε νομοθετούσαν, δεν ήταν αυτεξούσιοι, αλλά υπεξούσιοι στον δήμο. Εκτελούσαν τις αποφάσεις, ήταν διοικητικά όργανα, όχι κυβερνητικά. Όσοι και όποιοι συνέρχονταν στην εκκλησία δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους αλλά άρχοντες, εκτελεστικά όργανα για να εφαρμόσουν τις αποφάσεις του δήμου. Το σημερινό  σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό όχι επειδή προσέρχεται στις κάλπες να ψηφίσει το 70% ή το 50%, αλλά επειδή αυτό το ποσοστό εκλέγει 300 ή 400 αντιπροσώπους που θα λαμβάνoυν τις αποφάσεις, θα θεσπίζουν τους νόμους και θα κυβερνούν αντί γι αυτούς τους ψηφοφόρους και εν ονόματί τους. Μόνο τότε έχει έννοια ο όρος «αντιπροσώπευση».

            Είναι πολύ διαφορετικό συνεπώς το δημοκρατικό καθεστώς από το το αντιπροσωπευτικό, πρόκειται για διαφορά ουσίας. Η (άμεση) δημοκρατία δεν έχει αντιπροσώπους ούτε άλλωστε και τα άλλα πολιτεύματα της αρχαιότητας. Όλα τους έχουν άρχοντες που κυβερνούν (Ολιγαρχία και Αριστοκρατία) ή εκτελούν αποφάσεις (Δημοκρατία). Στις Ολιγαρχίες και στις Αριστοκρατίες ή στις Δημοκρατίες εκλέγουν τους καλύτερους, τους αρίστους και όχι αντιπροσώπους. Είναι άλλο πράγμα να πεις πως οι 6.000 ή οι 10.000 είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου των πολιτών και άλλο να πείς πως επειδή παρίσταντο στις συνεδριάσεις 6.000 ή 10.000 σε σύνολο 30.000 ή 40.000 πολιτών το πολίτευμα ήταν αντιπροσωπευτικό. Πάντως στον καιρό της οι υποστηρικτές και οι αντίπαλοι τής αθηναϊκής πολιτείας την αποκαλούσαν δημοκρατία, διακρίνοντάς την σαφώς από την ολιγαρχία και την αριστοκρατία. Οι σημερινοί όμως, έχοντας απεμπολήσει τα κριτήρια διακρίσεως των πολιτευμάτων, συγχέουν δημοκρατία με ολιγαρχία και ονομάζουν το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα δημοκρατία (αντιπροσωπευτική, αστική ή κοινοβουλευτική), όπως κάνει και ο συγγραφέας.        

            Εάν είχαν την έννοια της αντιπροσώπευσης οι Αθηναίοι δεν θα έτρεχαν από τα κτήματά τους και τις άλλες εργασίες τους τρεις ή τέσσερις φορές κάθε μήνα για να παραστούν στην εκκλησία, αλλά θα είχαν εκλέξει τους 500 βουλευτές και θα είχαν για δύο ή τέσσερα χρόνια το κεφάλι τους ήσυχο– που λέει ο λόγος. Εκτός και αν δεν ήξεραν οι Αθηναίοι ότι είχαν αντιπροσωπευτικό πολίτευμα και έτρεχαν εις μάτην, αφού τα ζητήματα τα είχαν προαποφασίσει οι 500 βουλευτές κατά τον Δ.Κ., δηλαδή ήταν ανόητοι, συνέρχονταν στην εκκλησία χάνοντας τον χρόνο τους, βγάζανε λόγους, αντίλογους, φιλονικούσαν έτσι για το θεαθήναι ή επειδή δεν είχαν τι άλλο να κάνουν ή έστω για απλή επικύρωση και για δευτερεύουσες τροποποιήσεις. Εάν οι συνελεύσεις του δήμου ήταν τυπικές, όπως τις παρουσιάζει ουσιαστικά ο Δ.Κ., τότε ούτε οι πολιτικοί και οι ρήτορες θα ενδιαφέρονταν να αφιερώσουν χρόνο για να προετοιμάσουν μια ομιλία, με επιχειρήματα και ρητορικά σχήματα, για να πείσουν τον δήμο για κάτι ειλημμένο εκ των προτέρων από κάποιους άλλους.

            Εκτός ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η συνεύρεση των 6.000 ή 15.000 Αθηναίων γινόταν για να απολαύσουν μόνο τους λόγους των ρητόρων, έχοντας υποστεί την διαβρωτική επίδραση των σοφιστών, όπως έλεγε και ο Πλάτων. Όμως οι εκπληκτικοί λόγοι του Περικλή, του Δημοσθένη, του Αισχίνη, του Ισοκράτη, του Λυκούργου κ.ά. δείχνουν πως κάτι άλλο βαθύτερο και ουσιαστικότερο συμβαίνει. Πράγματι,  αναλύοντας κανείς τους λόγους των ρητόρων διαπιστώνει εύκολα ότι δεν είναι απλά ρητορικά σχήματα και επίδειξη ρητορικής δεινότητας, αλλά έχουν πολιτική ουσία, εκπληκτική επιχειρηματολογία, που αφορούν σε διακυβεύματα υψίστης σημασίας και σπουδαιότητας για την πόλιν και την ύπαρξή της. Στην εκκλησία λοιπόν υπήρχαν τα διακυβεύματα, εκεί λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ενώ η βουλή εξασκούσε τόσο τον θεσμικό της ρόλο ως προβουλευτικό σώμα και επεξεργαζόταν τις προτάσεις νόμων που είχαν υποβληθεί από οποιονδήποτε  πολίτη και όχι από τους αξιωματούχους ή «υπουργούς». η βουλή λειτουργούσε ως νομοτεχνικό σώμα που καθόριζε την διαδικασία, ό,τι είχε σχέση με την ομαλή διεξαγωγή της συνέλευσης όσο και τις άλλες εκτελεστικές και διοικητικές αρμοδιότητές της, οι οποίες ήταν περιορισμένες σε σχέση με την εκκλησία και περιγράφονται  συγκεκριμένα από τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και από τους σύγχρονους ιστορικούς.[10]     

             Ένα στοιχείο βασικό για την νομοθετική λειτουργία στην Αθήνα ήταν ακριβώς η προαναφερθείσα άμεση προσωπική εμπλοκή των πολιτών, όπως φαίνεται από τις πέτρινες στήλες που φέρουν χαραγμένους τους νόμους ή τις αποφάσεις της εκκλησίας με χαραγμένο ταυτοχρόνως και το όνομα εκείνου που πρότεινε τον νόμο ή το ψήφισμα («Καλλίας είπεν», «Διοπείθης είπεν»). Ο προτείνων τον νόμο ήταν οποιοσδήποτε πολίτης, αλλά  καταγραφόταν το όνομά του και αναλάμβανε έτσι την προσωπική ευθύνη. Και εν προκειμένω η ευθύνη δεν ήταν μόνο τυπική, πολιτική και ηθική, αλλά ουσιαστική με την έννοια ότι  ενείχε και νομικές ποινικές ή αστικές κυρώσεις. Πράγματι με βάση την αθηναϊκή νομοθεσία μπορούσε οποιοσδήποτε πολίτης να προσβάλλει κάθε νόμο ή ψήφισμα του δήμου στα δικαστήρια με «γραφή παρανόμων», με «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι» ή με «γραφή απάτης του δήμου»,  όπως είχε γίνει πολλές φορές. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρινόταν ένοχος, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν και ο ίδιος προσωπικώς υφίστατο ποινή που μπορούσε να είναι υψηλό πρόστιμο ή θάνατος. Στην περίπτωση δε που υπήρχε «γραφή απάτης του δήμου» η ποινή ήταν θάνατος.[11]

            Ένα άλλο βασικό στοιχείο που καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι η εκκλησία απλώς «επικύρωνε ή τροποποιούσε συνήθως αποφάσεις που είχε επεξεργαστεί προηγουμένως ένα σώμα 500 βουλευτών», όπως ισχυρίζεται ο Δ. Κ., είναι το εξής: η εκκλησία ως γνωστόν αποφάσιζε κυριαρχικά για όλα τα σημαντικά ζητήματα, πόλεμο ή ειρήνη, σύναψη συμμαχιών, εκλογή των αιρετών αρχόντων, δήμευση περιουσιών, απελευθέρωση δούλων κ.ά., όπως καταγράφονται από τους αρχαίους συγγραφείς.[12] Είναι δύσκολο επομένως όλα αυτά τα σημαντικά να προαποφασισθούν από την βουλή των 500 κληρωτών.

            Συνεπώς, αυτά που ισχυρίζεται ο Δ. Κ. δεν ισχύουν. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση και με τις δύο έννοιες: τόσο με την έννοια των θεσμών και της λειτουργίας της ως σύνολο όσο και με την έννοια της εξουσίας των τοπικών δήμων. Την δεύτερη έννοια εύστοχα επισημαίνει ο Δ.Κ. (σ. 95). Η αθηναϊκή άμεση δημοκρατία δεν έχει έτσι καμία σχέση με το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, δηλαδή με την αστική ολιγαρχία.[13] Η έννοια της αντιπροσώπευσης, όπως σωστά τονίζει ο Ρουσσώ, δεν υπήρχε στους αρχαίους, είναι φεουδαρχικός θεσμός. Η μεγάλη  καταπιεζόμενη μάζα είχε αντιπροσώπους που μεσολαβούσαν στον φεουδάρχη ευγενή μεγαλοκτηματία καθώς και στη μοναρχική εξουσία.[14] Τον 18ο αιώνα πολλοί κατείχαν τη θέση του αντιπροσώπου λόγω της καταγωγής τους και δεν εξεφραζαν λαϊκά συμφέροντα, αλλά κληρονομικά δικαιώματα, ατομικές επιδιώξεις και αυταρχικά καθεστώτα. Το νεωτερικό πολίτευμα διετήρησε την έννοια των αντιπροσώπων μεταλλαγμένη στα δικά του πλαίσια και για τα δικά του συμφέροντα, επινοώντας αυτό που ξέρουμε ως αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, το οποίο δεν είναι δημοκρατικό, αλλά ολιγαρχικό. Τη δημοκρατία επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες.

            Οι κίνδυνοι του αναχρονισμού παραμονεύουν πάντα στην ιστοριογραφία από τη στιγμή που ο ιστορικός θέτει στο παρελθόν έννοιες και ερωτήματα της εποχής του, παραγνωρίζοντας ότι οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα κάθε περιόδου.[15]

           

            2. Η κλήρωση, δημοκρατικός θεσμός

            Ο Δ. Κ. προσπαθεί επίσης να υποβαθμίσει τον ρόλο της κληρώσεως στην αθηναϊκή δημοκρατία. Ένα επιχείρημα που προσκομίζει είναι το εξης: «Εάν  η δημοκρατία θεωρούσε την κλήρωση πεμπτουσία του δημοκρατικού ιδεώδους τότε θα την εφήρμοζε στην επιλογή των σημαντικότερων αρχόντων, αυτών που πράγματι διοικούσαν την πόλη» (σ. 91). Οι Αθηναίοι όμως δεν σκέπτονταν σαν τον συγγραφέα, αλλά συνδύαζαν, όπως λέει και ο Αριστοτέλης, την κλήρωση με την αίρεση. Για όσα αξιώματα χρειάζονταν γνώσεις, πείρα, ικανότητες και δεξιότητες επέλεγαν τους άρχοντες δια χειροτονίας, ενώ για τα υπόλοιπα τους κλήρωναν. Είναι εύλογο και πολιτικώς σωστό να μην αναθέτεις την ευθύνη του πολέμου ή την διαχείριση των οικονομικών τυχαίως σε κάποιον που δεν έχει τις ικανότητες, τα προσόντα, την πείρα και την εκπαίδευση που απαιτούνται σε τέτοιες περιπτώσεις.

            - Η πεμπτουσία της δημοκρατίας δεν ήταν αυτό που γράφει ο Δ.Κ., μόνο δηλαδή η κλήρωση (σ. 91, 94),  αλλά η συνύφανση δύο θεσμών. Πρώτον, του θεσμού της συνέλευσης όλων των πολιτών στην εκκλησία του δήμου, στην οποία αυτοί οι ίδιοι άμεσα αυτοπροσώπως ασκούσαν την πλήρη νομοθετική και κυβερνητική εξουσία. Δεύτερον, του θεσμού της κλήρωσης με την οποία όλοι οι πολίτες ασκούσαν με τη σειρά (εν μέρει) την εκτελεστική-διοικητική και δικαστική εξουσία. Τον θεμελιώδη ρόλο της κλήρωσης για τη λειτουργία της δημοκρατίας επισημαίνουν οι σύγχρονοί της αρχαίοι ιστορικοί και φιλόσοφοι. Πρώτος ο Ηρόδοτος ορίζει το δημοκρατικό πολίτευμα συμπυκνώνοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του, μεταξύ των οποίων η κλήρωση: κυριαρχία τoυ πλήθους, λήψη όλων των αποφάσεων από τον δήμο, κλήρωση των αρχών, λογοδοσία και εύθυνα των αρχόντων.[16] Ακολουθούν ο Σωκράτης, ο Πλάτων[17] και ο Αριστοτέλης, ο οποίος ορίζει την κλήρωση ως την ειδοποιό διαφορά της δημοκρατίας: δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’  αιρετάς ολιγαρχικόν.[18]

            Όσον αφορά τη διοίκηση της πόλεως αυτή γινόταν από όλους τους  εκτελεστικούς άρχοντες, κληρωτούς και αιρετούς. Δεν ήταν μόνο οι 100 αιρετοί άρχοντες που «πράγματι διοικούσαν την πόλη», όπως γράφει ο Δ.Κ., αλλά όλοι οι άρχοντες που ανέρχονταν συνολικά σε 1.200, δηλαδή 100 αιρετοί, συν 500 βουλευτές κληρωτοί, συν 600 κληρωτοί με διάφορες άλλες αρμοδιότητες. Οι κληρωτοί εννέα άρχοντες και οι κληρωτοί 500 βουλευτές ήταν από τους πιο σημαντικούς άρχοντες και συμμετείχαν στην ουσιαστική διοίκηση της αθηναϊκής πόλεως. Δίχως τους εννέα άρχοντες, τους ένδεκα, τις ποικίλες επιτροπές των 500 κ.λπ. πού έλεγχαν κάθε σημαντική δημόσια δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να διοικηθεί η πόλις.

            Λέγοντας διοίκηση δεν εννοώ την διακυβέρνηση στην οποία δeν αναφέρεται καθόλου ο Δ.Κ., αλλά διοίκηση με τη σημερινή έννοια και όχι με την έννοια του κυρίου της πόλεως, του κυβερνήτη της πόλεως, που φυσικά δεν ήταν οι αιρετοί ούτε οι κληρωτοί άρχοντες στο σύνολό τους, αλλά ο δήμος της εκκλησίας. Ο δήμος ασκούσε τη νομοθετική και κυβερνητική εξουσία. Άλλωστε μία βασική πτυχή της δημοκρατικής επιχειρηματολογίας που έβρισκε έμπρακτη εφαρμογή στην οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας ήταν η «κυριαρχία του νόμου και όχι των ατόμων»: οι αρχές, κληρωτές και αιρετές, δεν έπρατταν αυτοβούλως και αυθαιρέτως, αλλά εφάρμοζαν τον νόμο, τον γραπτό νόμο, όχι κάποιον άγραφο ή εθιμικό.[19] Η βασική παράμετρος, η οποία συνήθως παραμελείται, είναι ότι στη δημοκρατία οι αποφάσεις έχουν ληφθεί από τον δήμο πριν από την κλήρωση και πριν από την εκλογή των αρχόντων, ενώ στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οι αποφάσεις λαμβάνονται μετά τις εκλογές από το πλειοψηφήσαν κόμμα.       

            Εάν υπολογίσουμε πάντως το ποσοστό των αιρετών αρχόντων στο σύνολο των αρχόντων βρίσκουμε πως είναι το 8,3%. Εάν όμως προσθέσουμε και τους 6.000 κληρωτούς δικαστές της Ηλιαίας στο σύνολο των αρχόντων, τότε το ποσοστό των αιρετών γίνεται 1,4%. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση  οι κληρωτοί άρχοντες είναι η συντριπτική πλειονότητα. Εδώ φαίνεται η σπουδαιότητα της κλήρωσης για την επίτευξη της πολιτικής ισότητας στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία, η σημασία της για την αποφυγή της διαφθοράς, της γραφειοκρατικοποίησης, της επαγγελματικοποίησης και για την επίτευξη της αμεροληψίας ιδιαιτέρως στη δικαστική εξουσία. Σημειωτέον ότι η κλήρωση δεν υπάρχει στα άλλα πολιτεύματα της εποχής, ούτε για δείγμα, ενώ απουσιάζει και από τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα.

            - Μία  άλλη άποψη που εκθέτει ο συγγραφέας είναι ότι «βασικό δημοκρατικό ιδεώδες ήταν η αρχή της πλειοψηφίας» (σ. 91). Όμως η πληροφορία είναι ελλιπής, διότι όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης οι βασικές δημοκρατικές αρχές εκφρασμένες σε θεσμούς – δηλαδή δεν είναι μόνο ιδεώδη – είναι δύο: η αρχή της πλειοψηφίας και η ελευθερία.[20] Της ελευθερίας ο κύριος χαρακτήρας είναι ότι έκαστος πολίτης άρχει και άρχεται με τη σειρά ή εκ περιτροπής.[21] Φυσικά η εναλλαγή στο άρχεσθαι και άρχειν γίνεται με την κλήρωση.

            - Ο Δ. Κ. υποστηρίζει επίσης ότι η κλήρωση «δεν ήταν μία δημοκρατική επινόηση». Δεν έχει όμως καμία ιστορική τεκμηρίωση. Αναφέρει μόνο πως «στη συνείδηση των πολιτών ήταν ταυτισμένη με αριστοκρατικές αξίες» (σ. 91).  Το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι το πώς έγινε η διερεύνηση από τον Δ. Κ. της «συνείδησης των πολιτών».

            Εάν πάλι η κλήρωση ήταν αριστοκρατική επινόηση, θα είχαμε κάποιες μαρτυρίες χρησιμοποίησής της στις γνωστές αριστοκρατικές πόλεις πράγμα που, από όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει. Οι αριστοκρατικές ολιγαρχίες στον αρχαίο κόσμο (Σπάρτη, Κόρινθος, Άργος, κρητικές πόλεις, Ρώμη, Καρχηδών) δεν έχουν κληρωτούς άρχοντες, αλλά αποκλειστικώς αιρετούς. Οι εκπρόσωποι άλλωστε της αριστοκρατικής ιδεολογίας Σωκράτης, Πλάτων, Ξενοφών, ψευδο-Ξενοφών, Αριστοτέλης όχι μόνο δεν εκθειάζουν την κλήρωση, αλλά είναι όλοι τους διαρρήδην και ολοψύχως κατά του δημοκρατικού αυτού μέτρου. Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη γίνεται λόγος και πιο κάτω.

            Μόνο στον Αριστοτέλη υπάρχουν κάποιες θεωρητικές νύξεις για χρήση της κλήρωσης και στην αριστοκρατία, αλλά καμία αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο πολίτευμα που να υπήρξε  ιστορικά και να χρησιμοποίησε την κλήρωση. Οι νύξεις του Αριστοτέλη περιέχονται σε μία ενότητα που αναφέρεται θεωρητικώς στους τρόπους με τους οποίους λαμβάνονται οι αποφάσεις, θεσπίζονται οι νόμοι και γενικώς όλα όσα ο φιλόσοφος περιλαμβάνει στην εξουσία που ονομάζει το βουλευόμενον περί των κοινών. Το χωρίο είναι το εξής: «Όταν όλοι οι πολίτες από κοινού αποφασίζουν για μερικά ζητήματα, όπως λ.χ. για πόλεμο και ειρήνη και για τα εύθυνα, ενώ για τα υπόλοιπα αποφασίζουν οι άρχοντες που ορίζονται με εκλογές, και όχι με κλήρωση, τότε η πολιτεία είναι αριστοκρατική. Όταν για μερικά μεν ζητήματα αποφασίζουν άρχοντες αιρετοί και για μερικά  άλλα άρχοντες κληρωτοί – κληρωτοί είτε μεταξύ όλων των πολιτών είτε εκ προκρίτων – ή αποφασίζουν από κοινού αιρετοί και κληρωτοί, τότε η πολιτεία αυτή είναι εν μέρει αριστοκρατία και εν μέρει ‘’πολιτεία’’».[22]

            Από αυτό το χωρίο δεν τεκμαίρεται πως η κλήρωση ήταν αριστοκρατική επινόηση, αλλά ότι στη σκέψη του Αριστοτέλη μπορεί η μερική εφαρμογή της να ενσωματωθεί και στην αριστοκρατία. Να σημειωθεί πως στην Αθηναίων πολιτεία, κεφ. 4 γίνεται λόγος για κλήρωση των βουλευτών και των άλλων αρχόντων στην Αθήνα και πριν από τον Σόλωνα, στο αριστοκρατικό πολίτευμα του Αρείου Πάγου. Όμως το κεφάλαιο αυτό, σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, δεν είναι γνήσιο, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα στοιχεία.[23] Συνεπώς το πιο πιθανό είναι ότι η κλήρωση χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Σόλωνα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.[24] Στην περίπτωση αυτή όμως δεν έχουμε αριστοκρατία αλλά ένα τιμοκρατικό πολίτευμα, το οποίο και ο ίδιος ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως την «αρχαιοτάτην δημοκρατία».

            Όσον αφορά στους νεότερους χρόνους για το ζήτημα αυτό ο Fustel de Coulanges το 1864 έχει κάποιες νύξεις, αλλά όχι επιχειρήματα και μαρτυρίες. Αργότερα ο Glotz, στηριζόμενος αφ’ ενός στον Fustel de Coulanges και σε δύο χωρία του Αριστοτέλη, συμπεραίνει πως η κλήρωση εφαρμοζόταν και στην αριστοκρατία. Η ερμηνεία του όμως είναι προβληματική.[25] Αλλά και στην περίπτωση που αυτό είναι αλήθεια, δεν μειώνεται σε κάτι η δημοκρατία, διότι το ουσιαστικό ζήτημα εν προκειμένω είναι ότι η κλήρωση απέκτησε τη σπουδαιότητά της και την πολιτική της σημασία στη δημοκρατία. Αυτό εκφράζουν ο Ηρόδοτος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.

            -  Ο Δ. Κ. γράφει επίσης πως «στη σκέψη των Αθηναίων, ο κλήρος δεν εξασφάλιζε το τυχαίο και το αντιπροσωπευτικό, αλλά αυτό που διέθετε θεϊκή επίνευση» και συνδέει την κλήρωση με «θρησκευτικές πρακτικές μαντείων και ιεροσκόπων» (σ. 91). Όμως πάλι ο συγγραφέας δεν παραθέτει κάποια επιχειρηματολογία και μαρτυρίες. Το ερώτημα είναι και εδώ το ίδιο με αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως αναφορικά με τη «συνείδηση των Αθηναίων»: πώς διακριβώνεται η σκέψη των Αθηναίων; Από την άλλη, το εάν κάποιοι Αθηναίοι προσέδιδαν θεϊκή επίνευση στην κλήρωση δεν μειώνει σε τίποτε την ουσιαστική πολιτική, κοινωνική και παιδευτική σημασία της. Όπως ακριβώς το εάν κάποιοι πίστευαν ή πιστεύουν πως η κατάργηση της δουλείας έπρεπε να γίνει για θρησκευτικούς λόγους δεν μειώνει καθόλου την κατάργησή της αυτή καθ’ αυτή ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, ως απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης εξέλιξης και ελευθερίας σε όλες τις εκφάνσεις της και δεν αποκλείει ακόμη και την αμφισβήτηση ή την άρνηση της θρησκείας από κάποιους άλλους.  Άλλωστε, οι Αθηναίοι δεν ήταν οι μόνοι που είχαν θεούς, αλλά και οι υπόλοιπες πόλεις είχαν την λατρεία των ίδιων θεών, όμως καμία δεν ανέθεσε τον ορισμό αρχόντων στην κλήρωση. Ούτε άλλωστε καμία άλλη μεταγενέστερη θρησκευτική και θεοκρατική κοινωνία, στον Μεσαίωνα και στο Βυζάντιο.

            Όσον αφορά την άποψη αυτή καθ’ αυτή: ο πρώτος που συνέδεσε την κλήρωση με τους θεούς ήταν ο Πλάτων στην θεωρητική πολιτεία που περιγράφει στους Νόμους, όπου κατ’ αρχάς εφαρμόζει την κλήρωση για κάποιους ιερείς και νεωκόρους ενώ οι υπόλοιποι εκλέγονται. Εφαρμόζει επίσης την κλήρωση στα δικαστήρια ιδιωτικής φύσεως, όχι για λόγους αρχής, αλλά για να αποφευχθούν δυσαρέσκειες και προβλήματα. Τέλος συνδυάζει κλήρωση και εκλογές στα μέλη της βουλής. Το μέγιστο ερώτημα  που εγείρεται είναι γιατί ο θεοσεβής Πλάτων και εισηγητής της θεοκρατίας στον πολιτικό βίο, εφ’ όσον πιστεύει πως η κλήρωση έχει θεϊκές καταβολές, δεν την γενικεύει για όλα τα αξιώματα της «αρίστης πολιτείας» των Νόμων. Φυσικά το ερώτημα παραμένει με πιο έντονο τρόπο και για την πρώτη «άριστη πολιτεία» των βασιλέων φιλοσόφων, στην οποία η κλήρωση απουσιάζει εντελώς.

            Από τους νεότερους ο Fustel de Coulanges το 1864, πιστός στη γενική του ιδέα πως οι θεσμοί έχουν θρησκευτική προέλευση έγραφε πως η κλήρωση ήταν «η θέληση των θεών».[26] Την άποψη αυτή υιοθέτησαν και κάποιοι μεταγενέστεροι όπως ο Glotz, o Guthrie και ο Ober, δίχως να προσθέσουν κάποια τεκμήρια και επιχειρήματα.   

            Η αλήθεια είναι ότι η κλήρωση ήταν ένα μέτρο υλοποίησης της απόλυτης ισότητας, που ήταν θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, ένα μέσο για την πραγματική πρόσβαση όλων των πολιτών στην εκτελεστική και την δικαστική εξουσία. Από τη στιγμή που θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας ήταν ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν σε κάθε μορφή εξουσίας και επειδή είναι εμφανές ότι δεν ήταν δυνατόν να συμμετέχουν όλοι ως σύνολο στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία, η μόνη λύση ήταν να συμμετέχουν με τη σειρά (εν μέρει). Ο μοναδικός τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτή η σειρά ήταν η κλήρωση ή εκ περιτροπής. Οφείλουμε να παραδεχθούμε πως ήταν καταπληκτική η επινόηση αυτή του δημοκρατικού καθεστώτος και γι αυτό αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα πολιτεύματα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης σημειώνει ότι η ιδέα της κλήρωσης είναι «ιδέα θεμελιώδης και δίκαιη, αλλά και ιδέα που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ένας φιλόσοφος ως φιλόσοφος, ιδέα της οποίας η λαϊκή προέλευση είναι προφανής».[27]

Για να εκτιμήσει κανείς την αθηναϊκή δημοκρατία, πολιτικά ή φιλοσοφικά, θα πρέπει να την εξετάσει σφαιρικά ως σύνολο και με τα μέτρα της εποχής της. Να αξιολογήσει το σύνολο των θεσμών της, οι οποίοι είναι απόρροια πολιτικής σκέψης και πολιτικού συλλογισμού, διαφορετικών από αυτά που παράγουν οι κατ’ εξοχήν φιλόσοφοι, δηλαδή η ρητή φιλοσοφία. Ο δήμος όταν θεσπίζει νόμους, όταν δημιουργεί νέες σημασίες και πρακτικές, φιλοσοφεί με την ευρεία έννοια. Όταν θεσμίζει δεν είναι ένα αυτόματο που άγεται και φέρεται, όπως παρουσιάσθηκε από τους εχθρούς και αντιπάλους της δημοκρατίας φιλοσόφους και ιστορικούς. Θέτει ερωτήματα: τι σημαίνει κοινή συνύπαρξη, τη σημαίνει κοινωνία, τι σημαίνει νόμος, δίκαιος νόμος, τι δικαιοσύνη, τι σημαίνει ελευθερία, τι ισότητα και τι δημοκρατία. Περισσότερη και καλύτερη γνώση  για την δημοκρατία παρέχεται από την ανάλυση των θεσμών της και τη λειτουργία της παρά από τα κείμενα των φιλοσόφων, και μάλιστα εχθρικών ή κριτικών προς αυτήν. Οι υπαρκτοί θεσμοί της πόλεως είναι φορείς σημασιών και αξιών, που είναι αδιανόητες για τους φιλοσόφους. Πίσω από τους θεσμούς υπάρχουν πολιτικά ερωτήματα και πολιτική σκέψη. «Πριν από τους φιλοσόφους ο δήμος φιλοσοφεί στην πράξη», γράφει ο Καστοριάδης.[28] Οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν είναι τυχαίες εκλάμψεις και αποσπασματικά εργαλεία ούτε απλά μέσα. Είναι αυτό που πολύ εύστοχα διατυπώνει ο Καστοριάδης:

«Οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι μέρος, σημαντικό βέβαια, αλλά μονάχα μέρος, ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Και πρέπει να είναι γνήσια δημοκρατικές, στο ίδιο τους το πνεύμα. Στο πρώτο καθεστώς που, παρ’ όλα ταύτα, μπορεί να ονομαστεί δημοκρατικό, στο καθεστώς της αρχαίας Αθήνας αυτές θεσπίσθηκαν όχι ως απλό «μέσο» αλλά ως στιγμή ενσάρκωσης και διευκόλυνσης των πορειών που το υλοποιούσαν. Το εκ περιτροπής αξίωμα, η κλήρωση, η απόφαση μετά από διαβούλευση ολόκληρου του πολιτικού σώματος, οι εκλογές των αρχόντων, τα δικαστήρια του δήμου δεν βασίζονταν μόνο σε ένα αξίωμα περί της ίσης ικανότητας όλων να αναλάβουν δημόσια καθήκοντα. Ήταν τα στοιχεία της παιδαγωγικής πολιτικής διαδικασίας, της ενεργητικής παιδείας, που στόχο της είχε να εξασκήσει, και συνεπώς να αναπτύξει σε όλους, τις αντίστοιχες ικανότητες, κάνοντας έτσι όσο γίνεται περισσότερο πραγματικότητα το αξίωμα της πολιτικής ισότητας».[29]

Συνεπώς, η σύνολη οργάνωση και λειτουργία της δημοκρατίας έχει ως στόχο την ουσιαστική συμμετοχή όλων των πολιτών στον συνολικό πολιτικό βίο και σε κάθε ρητή μορφή εξουσίας, με σκοπό να καλλιεργήσει συνειδήσεις ευθύνης, και την διαρκή κοινωνική και πολιτική παιδεία που ήταν απαραίτητη για να καταστήσει τους πολίτες ικανούς να αυτοκυβερνώνται - και όχι να αναθέτουν την εξουσία σε αντιπροσώπους, κόμματα και γραφειοκράτες. Αυτό προϋποθέτει εγρήγορση, στοχασμό και ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών. Αυτή η ουσιαστική παιδεία δεν προσφερόταν, και ούτε μπορεί να προσφερθεί, μόνο από παιδαγωγούς, δασκάλους και σχολές, αλλά κυρίως από τη συμμετοχή των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς της πόλεως όπου ασκείται η εξουσία, καθώς επίσης από τη συμμετοχή στην αγορά, στο θέατρο κ.ά. Είναι μοναδική, ανεπανάληπτη και αναντικατάστατη εμπειρία, από την οποία οι σύγχρονες κοινωνίες απέχουν παρασάγγας και τα σημερινά άτομα είναι δύσκολο να κατανοήσουν.

 Σε αυτή την πολιτική αντίληψη και δημοκρατική λογική εντάσσεται και ο θεσμός της κλήρωσης. Οι αντίθετες ή διαφορετικές αντιλήψεις τις οποίες ενστερνίζεται ο Δ. Κ., απο-πολιτικοποιούν την πόλιν, τους θεσμούς της και τη δημοκρατική σκέψη. Με άλλα λόγια το ζήτημα της κλήρωσης είναι κυρίως πολιτικής φύσεως και ερμηνείας και όχι τόσο αντικείμενο μίας δυσεύρετης ιστορικής γνώσης.

 

            3. Ο αναχρονισμός στους ιστορικούς

            Ο Δ. Κυρτάτας γράφει επίσης, πως κρίνοντας από τον επιτάφιο λόγο του Περικλή θα ήταν αδύνατο να αντιληφθεί κανείς ότι στην Αθήνα της εποχής υπήρχε έστω και ένας δούλος (σ. 73). Γράφει μάλιστα ότι αυτό το «επισήμανε πολύ ωραία» η Nicole Loraux.[30] Κατ’ αρχάς, την ύπαρξη δουλείας την ξέρανε όλοι οι παριστάμενοι ακροατές του Επιταφίου, δεν ήταν μυστικό απόκρυφο. Ο ίδιος ο Δ.Κ. βέβαια εξηγεί αμέσως πιο κάτω τους λόγους γι αυτήν την απουσία, αλλά η Γαλλίδα συγγραφέας στην οποία αυτός παραπέμπει, χρησιμοποιεί το εύρημά της για να προσάψει στον Περικλή ιδεολογικούς λόγους που συνετέλεσαν, κατά τη γνώμη της, στην επινόηση μίας φανταστικής εξιδανικευμένης Αθήνας. Γράφει λ.χ. η Λορώ πως «Οι ρήτορες εκθείαζαν ουσιαστικά μία φανταστική – ή έστω ιδεώδη – πόλη, μία πόλη χωρίς εντάσεις και αντιμαχόμενες παρατάξεις».[31] Φυσικά η άποψη αυτή της Λορώ είναι αμφισβητήσιμη. Στην Nicole Loraux έχουν ασκήσει κριτική o Καστοριάδης και ο Francois Dosse για αναχρονισμό, δηλαδή για αναζήτηση σημερινών αξιών και νοημάτων σε μια τόσο μακρινή και αλλιώτικη εποχή. [32] 

            Η αλήθεια όμως είναι πως στον Επιτάφιο ο Περικλής δεν κάνει κοινωνιολογική και οικονομική ανάλυση της Αθήνας, αλλά απλώς τιμά τους νεκρούς του πολέμου και αναφέρει τα πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια της πόλεως για την οποία πολέμησαν οι θανόντες. Σε μισή ώρα, στις ιδιάζουσες συνθήκες λύπης, πόνου και πένθους για την απώλεια των προσφιλών προσώπων, σε προφορικό λόγο και ενώπιον ενός ετερόκλητου πλήθους από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Αθήνας, από ξένους  και γυναίκες δεν μπορεί να γίνει τέτοια ανάλυση που υπονοεί η Λορώ. Τι άραγε θα μπορούσε να πει ο Περικλής στον Επιτάφιο; Ότι οι Αθηναίοι είχαν δούλους τους οποίους εκμεταλλεύονταν, ενώ οι ίδιοι οι κύριοί τους πήγαιναν στον πόλεμο και έχαναν τη ζωή τους ή κινδύνευαν να γίνουν δούλοι σε περίπτωση ήττας; - πράγμα που γινόταν συνήθως. Ούτε καν στην εκκλησία του δήμου, που θα ήταν ο «φυσικός» χώρος, οι ρήτορες και οι πολιτικοί δεν ανακινούν το ζήτημα της δουλείας. Μόνο κάποιες φορές κάποιοι πολίτες πρότειναν στην εκκλησία την απελευθέρωση δούλων που είχαν πολεμήσει μαζί με τους πολίτες ή είχαν βοηθήσει στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, όπως έγινε το 403 π.Χ. και το 338 π.Χ. Πάντως με το ζήτημα της δουλείας ασχολήθηκαν οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι την οποία δικαιολόγησαν θεωρητικώς με βάση τη φύση.

             Ο αναχρονισμός δεν είναι σπάνιος στους ιστορικούς. Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε ένα άλλο παράδειγμα αναχρονισμού που έχει σχέση με την άποψη του Δ.Κ. περί «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» στην Αθήνα, αλλά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Πρόκειται για έναν άλλον ιστορικό, τον M. H. Hansen, ο οποίος προσπαθεί, όπως και ο  Δ. Κυρτάτας, να εξαγάγει σημερινές έννοιες, αντιλήψεις και πρακτικές από την αρχαία ιστορία, θεωρώντας όμως πως η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση και όχι αντιπροσωπευτική. Συγκεκριμένα, ο Δανός ιστορικός βασιζόμενος σε τρία χωρία από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη συμπεραίνει ότι η δημοκρατία στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν πάντοτε άμεση (direct) αλλά και έμμεση (indirect).[33] Τα χωρία τα οποία χρησιμοποιεί ο Hansen, αναφέρονται όλα σε ένα, κατά τον Αριστοτέλη, «είδος δημοκρατίας». Τα χωρία αυτά παραπέμπουν σε ένα πολιτειακό είδος που προσομοιάζει στην σολώνεια πολιτεία. Όμως η σολώνεια πολιτεία δεν ήταν ένα «είδος δημοκρατίας» (indirect democracy, κατά τον Hansen), αλλά είδος ολιγαρχίας, που ο ίδιος ο Αριστοτέλης αλλού ονομάζει τιμοκρατία.[34] Άλλωστε ο ίδιος ο Σόλων είναι σαφής εν προκειμένω στις Ελεγείες του, διότι διευκρινίζει ότι δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις των κατωτέρων στρωμάτων για επέκταση της ισότητας και απέδωσε σε κάθε τάξη (τέλος) αυτό που του αναλογούσε.[35]

            Οι αρχαίοι δεν είχαν έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε άλλωστε ο όρος υπάρχει στον Αριστοτέλη, ο οποίος δεν ασχολείται με τέτοιου είδους «δημοκρατία» ούτε και οι μετέπειτα συγγραφείς. Η δημοκρατία ήταν πάντοτε άμεση και έχουν δίκιο ο Καστοριάδης, η Χάνα Άρεντ, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ, ο M. I. Finley, ο Chr. Meier και αρκετοί άλλοι εις πείσμα του Hansen και του Δ. Κυρτάτα. Αυτό όμως που αναφέρει ο Αριστοτέλης και επαναλαμβάνουν αρκετοί επίγονοι είναι η μεικτή πολιτεία, η οποία συνδυάζει στοιχεία από τη δημοκρατία  και την ολιγαρχία. Παράδειγμα μεικτής πολιτείας που αναφέρει ο ίδιος ο Αριστοτέλης είναι η Λακεδαιμονίων πολιτεία, διότι συνδυάζει, κατά τη γνώμη του, μοναρχία (δύο κληρονομικοί βασιλείς), δημοκρατία (εκλογή των εφόρων μεταξύ όλων των πολιτών και από όλους τους πολίτες) και ολιγαρχία (γερουσία). Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Σπάρτη ήταν έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως πιθανόν να την θεωρεί ο Hansen ή ο Δ. Κυρτάτας, αλλά ολιγαρχία.  Άλλο παράδειγμα είναι ο Πολύβιος στον 2ο αι. π.Χ., που θεωρεί τη Ρώμη μεικτό πολίτευμα, επειδή, κατά τη γνώμη του, αποτελείται από μείξη μοναρχίας (ύπατοι), αριστοκρατίας (σύγκλητος) και δημοκρατίας (συνελεύσεις του λαού), όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά καθαρή αριστοκρατική ολιγαρχία.

                         

            4. Οι συνελεύσεις των πλατειών

            Νομίζω, τέλος, ότι είναι ατυχής η αρνητική σύγκριση της αθηναϊκής δημοκρατίας με τις «αυθόρμητες συνάξεις σε πλατείες» στην οποία προβαίνει ο Δ. Κ.: «Η αθηναϊκή δημοκρατία θα μπορούσε να παραβληθεί λιγότερο με τις αυθόρμητες συνάξεις σε πλατείες, και περισσότερο με μια σημερινή αστική δημοκρατία» (σ. 88). Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι «συνάξεις» στις πλατείες το 2011 δεν ήταν αποτέλεσμα ενός θεσμικού κανόνα κάποιου πολιτεύματος, όπως ήταν οι συνελεύσεις των Αθηναίων πολιτών στην εκκλησία του δημου. Ήταν ακριβώς αυθόρμητες συγκεντρώσεις και συνελεύσεις του κοινωνικού πλήθους που έθεσαν ως ρητό στόχο την «άμεση δημοκρατία» για πρώτη φορά στην ιστορία των νεωτερικών κρατών. Τα άτομα που συμμετείχαν προσπάθησαν αντισταθούν στην οικονομική και πολιτική χρεοκοπία, στη γενικευμένη παρακμή, να διαβουλευθούν συλλογικά σε Λαϊκές Συνελεύσεις, να συζητήσουν για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο, να βρουν κοινή γλώσσα και στόχους εκτός των υπαρχόντων. Κέρδισαν πολλά πράγματα επί δύο περίπου μήνες συμμετέχοντας άμεσα, αμφισβητώντας το σύστημα της αντιπροσώπευσης και ανταλλάσσοντας γνώμες και απόψεις, συζητώντας άμεσα χωρίς αντιπροσώπους,  δίνοντας μάχες με τις κρατικές δυνάμεις άγριας καταστολής, έχοντας απέναντί τους όλα σχεδόν τα ΜΜΕ και τα κόμματα. Ανέδειξαν με τον τρόπο τους το πρόταγμα της δημοκρατίας. Είναι μία ανεκτίμητη πολιτική εμπειρία, μία πολύτιμη γνώση και μαθητεία, οι οποίες δεν προσφέρονται από τα αρχηγικά και γραφειοκρατικά κόμματα ούτε από τα απαράδεκτα ΜΜΕ ούτε από σχολεία και πανεπιστήμια ούτε από εγχειρίδα πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας, αστικής ή μαρξιστικής.

             Φυσικά δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν θεσμούς όπως τους φαντάσθηκαν, αλλά  επέφεραν ρωγμές στο αποτυχημένο πολιτικό σύστημα και συνετέλεσαν μετά από τρεις μήνες στην πτώση του Γ. Α. Παπανδρέου, του ψευδολογούντος και υπευθύνου για την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Οι συνελεύσεις των πλατειών αποτέλεσαν επίσης στα χρόνια που ακολούθησαν την απαρχή κοινωνικών εγχειρημάτων και πολιτικών αναζητήσεων, καινοφανών στον ύστερο καπιταλισμό και στην νεοελληνική κοινωνία. Έφεραν στη συζήτηση τα ζητήματα της άμεσης δημοκρατίας, της αυτονομίας, της ριζικής  αλλαγής του αποτυχημένου αντιπροσωπευτικού συστήματος, της αλλαγής του Συντάγματος, των δημοψηφισμάτων, της κοινωνικής αυτοοργάνωσης, της αυτοδιαχείρισης, της απο-μεγέθυνσης («αποανάπτυξης»), της κοινωνικής οικονομίας. Με αυτήν την έννοια είναι μία πολύτιμη πολιτική παρακαταθήκη, όπως και για άλλες χώρες Ισπανία, ΗΠΑ, Γαλλία.

            Αντιθέτως, η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ένα πολίτευμα, μία κοινωνία, με θεσμούς και διαδικασίες που εξελίχθηκαν και εδραιώθηκαν σε μία μακρά περίοδο δύο περίπου αιώνων, κατά την οποία το κοινωνικό πλήθος ανέδειξε το πρόταγμα της δημοκρατίας, αγωνίσθηκε για την επίτευξή του και το επέτυχε. Οπότε η σύγκριση της αθηναϊκής δημοκρατίας με τις «συνάξεις» στις πλατείες είναι ασύμμετρη, διότι συγκρίνονται δύο ανόμοιες πρακτικές, οι οποίες απαιτούν διαφορετικά μέτρα αξιολόγησης.

            Άλλωστε και οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα από κάποιες «αυθόρμητες συνάξεις» των κατωτέρων στρωμάτων ξεκίνησαν και ανέδειξαν τον Σόλωνα νομοθέτη. Επίσης και οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, από κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις του αθηναϊκού κοινωνικού πλήθους προκλήθηκαν, αφού οδήγησαν σε καθοριστική συνέλευση (ή σε καθοριστικές συνελεύσεις) στην εκκλησία του δήμου στην οποία αυτές οι μεταρρυθμίσεις αποφασίσθηκαν.  Ο Δ.Κ. αναδεικνύει στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του τούς πολιτικούς αγώνες και τις κοινωνικές συγκρούσεις στις δύο αυτές χαρακτηριστικές και καθοριστικές στιγμές της αθηναϊκής ιστορίας, επισημαίνοντας ότι «ρυθμιστής των εξελίξεων ήταν, σε τελευταία ανάλυση, η δυναμική πορεία ολόκληρης της πόλης», «η μαζική παρέμβαση του πλήθους στην πολιτική» (σ. 63).

            Το ίδιο έγινε και στη Ρώμη με τους πληβείους. Εάν δεν είχαν «συναχθεί» με αποφασιστικότητα σε κάποιες «πλατείες» (λόφους) της εποχής δεν θα κέρδιζαν τις σπουδαίες νομοθετικές ρυθμίσεις προς όφελός τους. Έτσι χάρις σε τέτοιες αυθόρμητες «συνάξεις» οι πληβείοι κατάφεραν  σπουδαίες κατακτήσεις: το 493 π.Χ (δήμαρχοι), το 462 π.Χ. (για περιορισμό του υπατικού imperium και για καθιέρωση γραπτών νόμων), που έδωσε αποτελέσματα τελικώς το 451 π.Χ. (Δωδεκάδελτος νόμος ως πρώτος ψηφισμένος νόμος από τα comitia centuriata), το 326 π.X. (κατάργηση της δουλείας λόγω χρεών) και 286 π.Χ. (τα ψηφίσματα, plebis scita, της συνέλευσης των πληβείων εξομοιώθηκαν με του νόμους, leges, και ίσχυαν για όλους, ακόμα και τους πατρικίους).[36]

            Αλλά και στα νεότερα χρόνια με «συνάξεις» του κοινωνικού πλήθους αποκτήθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες, το αντιπροσωπευτικό καθεστώς για το οποίο συστημικοί και αριστεροί επαίρονται ότι είναι δημοκρατικό. Μάλιστα αυτά αποκτήθηκαν μετά από αιματηρές επαναστάσεις (1688 στην Βρετανία, 1776 στις ΗΠΑ, 1789 στην Γαλλία, 1821 στην Ελλάδα). Επί πλέον η σύναξη λαϊκών και στρατιωτικών το 1843 στην «πλατεία» μπροστά από τα βασιλικά ανάκτορα του Όθωνα έφερε για πρώτη φορά Σύνταγμα στην Ελλάδα, γι αυτό και μετέπειτα η ονομασία «πλατεία Συντάγματος». Ή μήπως οι μεταρρυθμιστικές εξελίξεις μετά την πτώση της επταετούς δικτατορίας στην Ελλάδα και η μοναδική «ομαλή» κοινοβουλευτική περίοδος στην ελληνική ιστορία, θα ήταν δυνατές χωρίς την αυθόρμητη κατάληψη του Πολυτεχνείου και την επακολουθήσασα εξέγερση του κοινωνικού πλήθους τον Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα;[37]

            Με άλλα λόγια, χωρίς τις αυθόρμητες «συνάξεις» του κοινωνικού πλήθους δεν θα υπήρχαν κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Είναι ο κινητήριος μοχλός της Ιστορίας. Μία κοινωνία ή ένα σύστημα εντός του οποίου όλα λειτουργούν ως ένα ρολόι, προκαθορισμένα, ορθολογικά, με ομαλή διαδοχή της κυρίαρχης εξουσίας και ιδεολογίας και την πλήρη συμμόρφωση των υπηκόων αφ’ ενός δεν υπήρξε στην Ιστορία και αφ’ ετέρου αν υπήρχε θα ήταν η πλήρης υποταγή και ανελευθερία. Υπήρχαν ανέκαθεν κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί. Κάποιοι μαρξιστές μιλάνε για «ταξικό αγώνα» και «ταξικές σχέσεις», όπως ο Τζέφρυ ντε Σαιντ Κρουά, το έργο του οποίου γνωρίζει πολύ καλά ο Δ. Κυρτάτας.[38]

            Ποιος, άλλωστε, μπορεί να προδικάσει πότε μία «αυθόρμητη σύναξη», μία πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, θα επιφέρει αλλαγές και θα είναι καθοριστική για το πολίτευμα και την κοινωνία; Απ’ ότι φαίνεται οι πολιτικές προβλέψεις και εκτιμήσεις δεν ανήκουν στις αρμοδιότητες και στις ικανότητες των ιστορικών. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν πάντως, που είχε ασχοληθεί και με την φιλοσοφία της ιστορίας, έγραφε πως ο ιστορικός οφείλει να εντοπίζει το στοιχείο της καινοτομίας, της ελπίδας και της ουτοπίας που ενυπάρχει στην εποχή την οποία μελετά.

 

 



[1]  Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ΙΙΙ 4. Σημειωτέον πως ο Ρουσσώ στον 18ο αι. δεν ήξερε την ακριβή λειτουργία και οργάνωση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως φαίνεται από τα γραπτά του, στα οποία αναφέρεται κυρίως στους Ρωμαίους και τους Σπαρτιάτες. Γι αυτό γράφει λανθασμένα πως η Αθήνα του Περικλή δεν ήταν δημοκρατία (στο Sur l’ économie politique, in Oeuvres III, Pléiade, 1967,  σ. 906),  ενώ θεωρεί επίσης εσφαλμένα πως η Γενεύη της εποχής του ήταν δημοκρατία (στο  Dédicace”, Sur lorigine de linegalité, Oeuvres III, Pléiade, 111-121). Να σημειωθεί επί πλέον ότι ο Ρουσσώ αναφέρεται περιστασιακά μόνο στην «αληθινή δημοκρατία» των μικρών καντονιών, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση και ανάλυση. Άλλωστε η αριστοτελική Αθηναίων Πολιτεία, στην οποία υπάρχει η λεπτομερής περιγραφή της αθηναϊκής δημοκρατίας, ήλθε στο φως το 1891. Υπήρχαν βεβαίως οι θεμελιώδεις αρχές και τα βασικά στοιχεία της στα υπάρχοντα και προσβάσιμα έργα της αρχαιότητας την εποχή του Ρουσσώ, λ.χ. στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, και συνοπτικά στον Ηρόδοτο και στους λόγους των Αθηναίων ρητόρων. 

[2] Βλ. λ.χ. J.A.O. Larsen, Representative Government in Greek and Roman History (1955), University of California Press, Berkeley and Los Angeles 1966, σ. 8 κ.ε., 15-21.

[3] R. K. Sinclair,  Δημοκρατία και συμμετοχή στην αρχαία Αθήνα, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1997, σ. 130 κ.ε. Επίσης Σακελλαρίου, Η αθηναϊκή δημοκρατία, ΠΕΚ, Ηράκλειο, 1999, σ. 157, 248. Και M. H. Hansen, The Athenian Democracy in the age of Demosthenes, σ. 130-132.  

[4]  Αριστοφάνης, Αχαρνής 22. Οι Αχαρνής παίχθηκαν το 425 π.Χ. Επίσης Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσσαι 378. Οι Εκκλησιάζουσσαι παρουσιάσθηκαν το 392 π.Χ.

[5] Θουκυδίδης 8, 72.

[6] Βλ. M.H. Hansen, The Athenian Ecclesia, Museum Tusculanum Press, Copenhagen 1983, σ. 9-10. Ο Hansen επισημαίνει τις δυσκολίες που προκύπτουν από την ερμηνεία ενός χωρίου της κωμωδίας όταν χρησιμοποιείται ως ιστορική πηγή. Επίσης A. W. Gomme, «Aristophanes and Politics», More Essays in Greek History and Literature, Oxford, 1962, σ. 70-91.  

[7] Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν (Θουκυδίδης 2, 40). Βλ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, μτφρ., Αθήνα, 2007, σ. 432.

[8] Επί πάντας, έφη ο Ζεύς, και πάντες μετεχόντων. ου γαρ  αν γένοιντο πόλεις, ει ολίγοι αυτών μετέχοιεν ώσπερ άλλων τεχνών. και νόμον γε θες παρ’ εμού τον μη δυνάμενον αιδούς και δίκης μετέχειν κτείνειν ως νόσον πόλεως (Πλάτων, Πρωταγόρας 322δ).  

[9] M. H. Hansen, The Athenian Democracy in the age of Demosthenes, Οxford 1991, σ. 131, όπου γίνεται λόγος για Pnyx II, δηλαδή μια ανακατασκευσμένη Πνύκα που μπορούσε να δεχθεί περίπου 2.000 περισσότερα άτομα από την προηγούμενη.  

[10] Βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 45- 46.

[11] Βλ. Μ. Γιούνη, Άτιμος έστω άτιμος τεθνάτω, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.

[12] Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία  43-45 και Αριστοτέλης, Πολιτικά 4, 1298α4-11. Να σημειωθεί μία ανακρίβεια που αναφέρει ο Δ. Κ., ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία «...οι δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων απαγορεύονταν απολύτως» (σ. 51). Η αλήθεια είναι ότι δημεύσεις - όχι αρπαγές και καταπατήσεις - υπήρχαν, σύμφωνα πάντα με την έννομη τάξη ως ποινή επιβαλλόμενη από τα δικαστήρια, όπως αναλύεται στο Μ. Γιούνη, Άτιμος έστω, άτιμος τεθνάτω, University studio press, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 69-71.

[13] Βλ. μεταξύ άλλων Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον, Αθήνα 1986, σ. 37-40. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Β’, μτφρ., Κριτική, Αθήνα, σ. 131-132. Ν. Βοbbio, To μέλλον της δημοκρατίας, μτφρ., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 53-82. Μ. Finley, Αρχαία και σύγχρονη δημοκρατία, μτφρ., Ευρύαλος, Αθήνα, 1989. V. Ehrenberg, LEtat grec, Paris, σ. 116. Α. Μανιτάκης, «Η αθηναϊκή δημοκρατία ως παράδειγμα αυτοπροσδιορισμού του πλήθους μέσω της αυτοκυβέρνησης του δήμου», Τιμητικός τόμος για τον Ι. Μανωλεδάκη, ΙΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκην 2007, σ. 46. Ν. Παρασκευόπουλος, Οι μέλισσες και οι λύκοι, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 17 στο οποίο σημειώνεται ότι η απόσταση του άμεσου χαρακτήρα της άσκησης της εξουσίας στην αρχαία Αθήνα από τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα των σύγχρονων πολιτευμάτων είναι αυτονόητη. Όμως φαίνεται ότι για μερικούς ιστορικούς δεν είναι αυτονόητη.

[14] Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ΙΙΙ 15.

[15] Για τον αναχρονισμό στους ιστορικούς βλ. πιο κάτω στην ενότητα 3.

[16] Ηρόδοτος, 3, 80-82.  Για άλλες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 23 κ.ε. και σε πολλά άλλα μέρη.

[17] Πλάτων, Πολιτεία 8, 557α: Δημοκρατία δη οίμαι γίγνεται όταν οι πένητες τους μεν αποκτείνωσι των ετέρων, τους δε εκβάλωσι, τοις δε λοιποίς εξ ίσου μεταδώσι της πολιτείας τε και αρχών, και ως επί το πολύ από κλήρων αι αρχαί εν αυτή γίγνονται.

[18]  Αριστοτέλης, Πολιτικά 4, 1294β9-11. Επίσης 4, 1300α32 και 6, 1317β20.

[19] Για την δημοκρατική επιχειρηματολογία αλλά και για όλους τους θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας, που αναφέρονται στο παρόν κείμενο, υπάρχει πληρέστερη τεκμηρίωση στο Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.

[20] Αριστοτέλης, Πολιτικά 5, 1310a28 -30: du/o ga/r e)stin oij h( dhmokratίa dokeί w¨rίsqai, tto\ pleίon eίnai ku/rion kai tv= e)leuqerί#.

[21] Αριστοτέλης, Πολιτικά 6, 1317α40-β2: υπόθεσις μεν ουν της δημοκρατικής πολιτείας ελευθερία...ελευθερίας δε έν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν.

[22] Αριστοτέλης, Πολιτικά 4, 1298β8-11 (η δεύτερη φράση). Η πρώτη φράση 1298β5-7 παρατίθεται εδώ ακριβώς για να υπάρχει συγκριτικά και ο τρόπος της «καθαρής» αριστοκρατίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. «Πολιτεία» είναι το πολίτευμα που προτιμά ο Αριστοτέλης και είναι το ορθόν πολίτευμα ενώ η δημοκρατία είναι η παρέκβασή της.

[23] Βλ. Georges Mathieu, Introduction στο Aristote, Constitution d’Athenes, Les Belles Lettres, Paris, 1985, p. VIII-IX. Επίσης Μ. Γιούνη, Νόμος πόλεως, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 334 κ.ε. Ίσως σε αυτό το αμφισβητούμενο κεφάλαιο της Αθηναίων πολιτείας στηρίζεται ο Μ. Σακελλαρίου (Η αθηναϊκή δημοκρατία, ΠΕΚ, Ηράκλειο, 1999, σ. 188-189) όταν γράφει ότι η κλήρωση των αρχόντων είχε αριστοκρατικές ρίζες.  

[24] Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 8: Τας δ’ αρχάς εποίησε [ο Σόλων] κληρωτάς εκ προκρίτων, ους εκάστη προκρίνειε των φυλών.

[25] Για τα προβλήματα της ερμηνείας του Glotz βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 69, 72.

[26] Fustel de Coulanges, La cité antique, p. 210-213 (Η Αρχαία πόλη, μτφρ., Αθήνα, 1991, σ. 281.

[27] Κ. Καστοριάδης, «Η πολιτική σκέψη», Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Κριτική, Αθήνα 2007, σ. 428.

[28] Βλ. το εξαίρετο κείμενό του, «Η πολιτική σκέψη», Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Κριτική, Αθήνα 2007, σ. 410 κ.ε., λ.χ. σ. 425 στο οποίο κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε «πολιτική σκέψη», που παράγεται εντός της δημοκρατικής πόλεως από τους πολίτες, και σε «πολιτική φιλοσοφία», που παράγεται ένεκα της πόλεως αλλά εκτός της πόλεως και εναντίον της από φιλοσόφους. Αποκορύφωμα αυτής της «πολιτικής σκέψης» του δήμου, κατά τον Καστοριάδη, είναι ο Επιτάφιος του Περικλή (Θουκυδίδης 2, 35-46), ενώ η «πολιτική φιλοσοφία» αρχίζει με τον Πλάτωνα. Βλ. Καστοριάδης, «Η πολιτική σκέψη», όπ. π., σ. 428, 432.

[29] Κ. Καστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς», Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφ. Κ. Κουρεμένος, Ύψιλον, Αθήνα, 2000, σ. 279.

[30] Ν. Loraux, Linvention dAthènes. Histoire de l’ oraison funèbre dans la «cité classique», 1981.

[31] Ν. Loraux, L’ invention d’ Athènes, όπ. π., σ. 200.

[32] Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο, Κριτική, Αθήνα, 2011. Και Francois Dosse, Καστοριάδης: μια ζωή, μτφρ., Πόλις, Αθήνα, 2015, σ. 429.  Επίσης Francois Dosse, «De l’ usage raisonné de l’ anachronisme», Espaces Temps / Clio, No. 87-88, 2005 ( Les voies traversières de Nicole Loraux), σ. 156-171. Ο Καστοριάδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θουκυδίδης δεν εξαντλείται στον Επιτάφιο, και επίσης ας μην ξεχνάμε ποιος είναι ο Θουκυδίδης. Δεν είναι ένας καθηγητής κοινωνικών επιστημών στην ΕHESS που μεταφέρθηκε με θαυματουργικό τρόπο στον 5ο αιώνα π.Χ., ούτε έχει έλθει από τον πλανήτη Άρη. Είναι ένας Αθηναίος της εποχής του Περικλή». (Η ΕΗESS είναι η φημισμένη «Σχολή Ανωτάτων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες» του Παρισιού, στην οποία δίδασκε η Loraux και ο Καστοριάδης).   

[33] Hansen, The Athenian Democracy in the age of Demosthenes, όπ.π., σ. 3.

[34] Βλ. αναλυτική επιχειρηματολογία στο Γ.Ν. Οικονόμου, Η αριστοτελική πολιτεία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, κεφ. 5.

[35] M. L. West, Delectus ex Iambis et Elegis Graecis, Oxford, 1980, fr. 36.

[36] Βλ. Μ. Γιούνη, Ιστορία των πολιτικών θεσμών στην αρχαιότητα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 117 κ.ε.

[37] Φυσικά συνετέλεσε και η θλιβερή κατάκτηση του 38% της Κύπρου από την Τουρκία, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974.

[38]  G.E.M. de Ste. Croix, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο κόσμο, μτφρ. Γ. Κρητικός, Ράππας, Αθήνα 1997. Βλ. μία παρουσίασή του στο εν λόγω βιβλίο του Δ. Κυρτάτα, σ. 131 κ.ε.        

1 σχόλιο:

  1. Κύριε Οικονόμου, θερμά συγχαρητήρια. Το άρθρο είναι αριστουργηματικό, ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει στην ζωή μου για το φλέγον θέμα της Κληρώσεως και της Εκλογής στην Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία

    ΑπάντησηΔιαγραφή